Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και για την ευκαιρία να συζητήσουμε ένα τόσο σημαντικό και φλέγον ζήτημα. Η Εκκλησία μας τροφοδοτεί συχνά πυκνά με ζητήματα τα οποία πρέπει να συζητήσουμε και πολιτικά. Σήμερα θα αρκεστούμε στο ζήτημα της ουκρανικής Αυτοκεφαλίας.
Όπως πάρα πολύ ωραία μας είπαν και ο καθηγητής ο κ. Ευαγγέλου και ο Θεοφιλέστατος, το πρόβλημα της Αυτοκεφαλίας, γενικότερα, είναι ένα πρόβλημα ποιμαντικής ευθύνης και Κανονικού Δικαίου, δηλαδή, πρόβλημα κατανομής και άσκησης των δικαιοδοσιών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αλλά πάντα το πρόβλημα της Αυτοκεφαλίας είναι και ένα πρόβλημα πολιτικό, ένα πρόβλημα εθνικής ταυτότητας, ένα πρόβλημα που συνδέεται με την εθνογένεση, με την ιδεολογία που αναζητά κάθε κράτος, γιατί, όπως διδάσκει η Ιστορία και όπως αποδέχεται και η κρατούσα, νομίζω, αντίληψη στην ανάλυση των φαινομένων αυτών, κυρίως της εθνογένεσης, η εθνική ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα από τη διεκδίκηση κράτους και στη συνέχεια μέσα από την ίδια τη λειτουργία του κράτους και την καλλιέργεια μιας κρατικής ιδεολογίας που βρίσκεται στον πυρήνα της εθνικής ταυτότητας.
Βεβαίως, γενικότερα το θέμα της Αυτοκεφαλίας είναι μια δοκιμασία του ορθόδοξου πολυκεφαλισμού. Από την Πενταρχία των Πατριαρχείων της Ενιαίας Εκκλησίας, προ του Σχίσματος, έχουμε τώρα από τη μια μεριά το Πατριαρχείο της Δύσης, με ενιαία διοικητική δομή που διασφαλίζει την οργανωτική και τη δογματική ενότητα αλλά και την υπακοή στο πρωτείο του Πάπα, του Επισκόπου της Ρώμης που είναι ο Πατριάρχης της Δύσεως. Ενώ, από την άλλη μεριά, η Τετραρχία πια των Πατριαρχείων των Ανατολικών Εκκλησιών έχει μετεξελιχθεί σε ένα σχήμα το οποίο περιέχει πολλά νεώτερα Πατριαρχεία και πολλές νεώτερες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Γιατί έχει συμβεί αυτό; Γιατί έχουμε φύγει από το πλαίσιο των Οικουμενικών Συνόδων και έχουμε περάσει σε ένα νέο σχήμα;
Γιατί τα ζητήματα της αυτοκεφαλίας ενώ είναι ζητήματα Κανονικού Δικαίου, ζητήματα δικαιοδοσίας, αντιμετωπίζονται με αυτό το θαυματουργό κριτήριο της οικονομίας. Διαμορφώνονται de facto καταστάσεις, οι οποίες στη συνέχεια, επειδή πρέπει όλα να κινούνται μέσα από μια διάθεση καταλλαγής, αγάπης, συνύπαρξης, συμφιλίωσης και εν πάση περιπτώσει κοινωνίας γύρω από το κοινό ποτήριο, νομιμοποιούνται. Δηλαδή κανονικοποιούνται (δεν χρησιμοποιώ τον όρο αυτό γιατί θα νομίσει κανείς ότι μιλούμε για τις διαδικασίες αγιοποίησης σύμφωνα με τη χρήση των όρων αυτών στη Δυτική Εκκλησία). Βεβαίως, όπως λέει σοφά το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος, οι υπόλοιπες ορθόδοξες εκκλησίες, ιδίως οι πέραν των πρεσβυγενών πατριαρχείων, αποκτούν την ταυτότητά τους επειδή είναι αναπόσπαστα δεμένες, δογματικά ενωμένες με την Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό έχει σημασία.
Έχει μια σημασία που την καταλαβαίνουν οι Αγγλικανοί πάρα πολύ καλά, που ορίζονται ως έχοντες κοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι. Αλλά νομίζω ότι το αντιλαμβανόμαστε και εμείς καλά, διότι αυτή η κοινωνία και η δογματική ενότητα διαμορφώνει το σύμπαν της Ορθοδοξίας.
Ας πούμε και κάτι άλλο το οποίο έχει πολύ μεγάλη σημασία. Το γεγονός ότι απεκόπη το Πατριαρχείο της Δύσεως και έμειναν τα τέσσερα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Ανατολής και στη συνέχεια έχουμε μια επέκταση του πολυκεφαλισμού του ορθοδόξου, είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της θεολογίας του πρωτείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το πρωτείο του Πάπα θέτει και ένα ζήτημα του πρωτείου του δευτερεύοντος πατριαρχείου το οποίο είναι το πρωτεύον πατριαρχείο της Ανατολής και αρχίζει μια συζήτηση θεμελιώσεως αυτού του συντονιστικού πρωτεύοντος ρόλου, του ρόλου του πρώτου στην Ορθοδοξία, που τον βλέπουμε κυρίως να εκδηλώνεται στη διοργάνωση της Πανορθοδόξου Συνόδου, έστω της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το βλέπουμε στις συνάξεις των Προκαθημένων, το βλέπουμε σε κάθε ευκαιρία που συγκροτείται μείζων και υπερτελής σύνοδος. Αυτό έχει μια θεμελίωση, όπως καλύτερα από μένα γνωρίζουν οι θεολόγοι και οι του ιερού καταλόγου που παρευρίσκονται, άλλοτε εκκλησιολογική και άλλοτε κανονολογική. Τώρα εμφανίζονται και θεμελιώσεις βαθειά δογματικές, τριαδολογικές θεμελιώσεις του πρωτείου που το οχυρώνουν και ανοίγουν μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Συζήτηση την οποία αναγκαστικά θα κάνουμε την επόμενη περίοδο, διότι πρέπει να διαφυλάξουμε την ύπαρξη της Ορθοδοξίας περί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αυτή την ιστορία των πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου που έχει θεμελίωση οικουμενική άρχισαν να τη διασπούν και να την αμφισβητούν πολλοί, μεταξύ αυτών ήδη αναφέραμε τη Ρωσική Αυτοκεφαλία και την ανύψωση της Μόσχας σε πατριαρχική αξία, και μάλιστα πρώτη μετά τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Περίπου δύο αιώνες αργότερα, το ελλαδικό αυτοκέφαλο είναι αυτό που κινητοποίησε μια ολόκληρη διαδικασία η οποία επεκτάθηκε σε όλη την παλιά οθωμανική αυτοκρατορία. Γιατί το Ανατολικό Ζήτημα έχει και μια επίπτωση στη δομή της Ορθοδοξίας, στην κατανομή των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Υπάρχει ένα είδος ορθόδοξου βεστφαλισμού. Εννοώ, ας το πούμε έτσι, ότι μετά το δόγμα της Αυγούστας και μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, έχουμε στη Δύση ένα κράτος που έχει καθαρή θρησκευτική ταυτότητα, την ταυτότητα του ηγεμόνος του.
Στη συνέχεια με τη διεκδίκηση της αυτοκεφαλίας, το δόγμα αυτό, χωρίς να το λέει μεταφέρεται στην Ανατολή, κάτι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ορθόδοξος ανατολικός βεστφαλισμός εκ μεταφοράς.
Γιατί αυτό; Γιατί υπήρχε το ζήτημα των εθνικών ταυτοτήτων. Μα, το ζήτημα των εθνικών ταυτοτήτων ξεκινάει από αίρεση και μετατρέπεται σε οικονομία κατά την ερμηνεία του Κανονικού Δικαίου. Δηλαδή ξεκινάει από την αίρεση του εθνοφυλετισμού και καταλήγει σε μια πρακτική κατ´ οικονομίαν διευθετήσεων Κανονικού Δικαίου. Για να έχουμε μια αίσθηση ως προς το πώς κινούνται αυτά τα πράγματα.
Και στην Ελλάδα, για να μην έχουμε άλλο παράδειγμα μπροστά μας, είχαμε μια αυτογνώμονα, ας το πούμε έτσι, ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου, και μετά από δεκατρία χρόνια (από το 1837 στο 1850) την έκδοση του τόμου της Αυτοκεφαλίας. Υπάρχει ένα τίμημα σε αυτό. Είναι τα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα. Διότι, ακριβώς επειδή αυτό έγινε, ας το πούμε, de facto, μετά τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως εξελίχθηκαν, για να βρεθούν λύσεις κανονικές.
Το ίδιο έγινε και με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Για να κάνω ένα μεγάλο ιστορικό άλμα και να πάω στις μεγάλες ανακατατάξεις τις μεταψυχροπολεμικές και να μπω στο πεδίο της διεθνοπολιτικής ανάλυσης. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης προκάλεσε φυσικά και μια εκκλησιαστική κρίση. Μια κρίση εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Ιδίως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί η Ρωμαιοκαθολική και τα προτεσταντικά δόγματα για όση σημασία έχουν στην περιοχή, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Ούτε σε σχέση με τους ελληνόρυθμους καθολικούς, την ουνία, στην περιοχή αυτή, η οποία υπήρχε.
Η δογματική της ένταξη ήταν καθαρή. Υπήρχε όμως πρόβλημα με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Υπήρχε πρόβλημα καχυποψίας, γιατί είχαν κρατήσει μια πιο επιεική στάση κατά τη διάρκεια του καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μια στάση που δεν την είχε κρατήσει η Καθολική Εκκλησία ούτε τοπικά ούτε διεθνώς, με συμπεριφορά διαφορετική από αυτή που είδαμε να υπάρχει στην Κροατία, σε σχέση με τη ναζιστική κατοχή. Το λέω αυτό γιατί και η Ουκρανία πέρασε από μια αντίστοιχη πολύ μεγάλη περιπέτεια. Ήταν υπό ένα καθεστώς άμεσης υπαγωγής στο Ράιχ, δηλαδή υπό συνθήκες πολύ σκληρότερες από το ανεξάρτητο κροατικό κράτος το οποίο υπήρξε την περίοδο εκείνη.
Το βασικό ζήτημα νομίζουν ορισμένοι ότι ήταν η Εσθονία στην οποία υπηρετεί ο Θεοφιλέστατος ως Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής, αλλά νομίζω ότι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Αυτοκεφαλία της Γεωργίας η οποία αφήνει και τώρα ορισμένα ενδιαφέροντα υπόλοιπα, γιατί μετά τον τελευταίο πόλεμο Γεωργίας – Ρωσίας έχουμε την εκκρεμότητα του εκκλησιαστικού καθεστώτος στην Οσσετία και στην Απχαζία.
Άρα καταλαβαίνουμε το βάθος του νεώτερου προβλήματος. Δεν μιλάμε τώρα για τους προηγούμενους αιώνες. Μιλάμε για το τέλος του 20ου και την αρχή του 21ου αιώνα. Αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στη Γεωργία και γιατί υπάρχει αυτή η επιφυλακτική στάση απέναντι στη Ρωσική Εκκλησία και στη συνέχεια στο ζήτημα της Εσθονίας που πληθυσμιακά είχε ίσως μικρή σημασία, ενώ είναι σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ εσθονικής και ρωσικής κοινότητας στην Εσθονία. Στην Εσθονία άλλωστε έχουμε μια αυτόνομη Εκκλησία που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και η Φιλανδία, αλλά με συνύπαρξη δικαιοδοσιών. Δηλαδή εφαρμόζεται εν τοις πράγματι το σχήμα της διασποράς. Το σχήμα της διασποράς είναι μια μεγάλη υποχώρηση αγαπητική, κατ´ οικονομία υποχώρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με το βασικό τεκμήριο της δικαιοδοσίας του. Ότι in partibus infidelium διατηρείται η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Άρα σε όλη τη διασπορά η δικαιοδοσία ανήκει στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όμως τη μοιράζεται. Όχι με άλλον Επίσκοπο στην ίδια πόλη ως επαρχιούχο Επίσκοπο, αλλά ως εγκατεστημένο. Άλλο ο εν Μπουένος Άιρες επίσκοπος και άλλο ο επίσκοπος Μπουένος Άιρες.
Στην Ουκρανία, το Πατριαρχείο επέδειξε εντυπωσιακή αυτοσυγκράτηση και εντυπωσιακά φιλική και υποστηρικτική σχέση προς την Εκκλησία της Ρωσίας παρά τις επιστολές που έχουν ανταλλαγεί και παρά τη δήλωση των εκατέρωθεν θέσεων και κυρίως της κανονικής θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήδη από το 1990-1.
Με την ανταλλαγή πολυσέλιδων επιστολών που έχουν χαρακτήρα τεκμηρίου ιστορικού. Αλλά ο Πατριάρχης πήγε επί Βλαδιμήρου στο Κίεβο και λειτούργησε μαζί με τον Μόσχας και τον Αθηνών και τον Τιράνων, εκπροσωπήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην ενθρόνιση του Ονουφρίου, αλλά ο Γαλλίας ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν συμμετείχε στην λειτουργία που ακολούθησε, διότι ο Ονούφριος ήθελε να προτάξει ως εκ δεξιών του συνιερουργούντα τον Βολοκολάμσκ. Και αμέσως μετά την κρίση στην Κριμαία, με την κρίση στο Μεϊντάν και φυσικά με τη κρίση στις ανατολικές επαρχίες απαγορεύθηκε η είσοδος στους κληρικούς του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Κηρύχτηκαν από την ουκρανική κυβέρνηση ανεπιθύμητοι. Ο Βολοκολάμσκ ως persona non grata δεν μπόρεσε να παραστεί στα ονομαστήρια του Ονουφρίου.
Άρα, υπάρχει πρόβλημα άσκησης του ποιμαντικού έργου. Υπάρχει ένα πρόβλημα δυσλειτουργίας. Απο το 2014, όταν ο Πρόεδρος Γιανουσένκο αποφάσισε να μην υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης μεταξύ Ουκρανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην πραγματικότητα έθεσε υπό σκληρή δοκιμασία τη λεγόμενη ανατολική γειτονία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιέζοντας τη Γεωργία και τη Μολδαβία, που ανήκουν επίσης στην ανατολική γειτονία. Παρενθετικά λέω ότι εκκλησιαστικό πρόβλημα υπάρχει και στη Μολδαβία, έστω χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η Υπερδνειστερία.
Καταλυτικά ήσαν προφανώς τα δύο μεγάλα γεγονότα. Πρώτον, η κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου προσάρτηση στην Ρωσική Ομοσπονδία της Κριμαίας, η οποία προσεδέθη το 1954 στην Ουκρανία ως πολιτειακή οντότητα όχι απλώς εσωτερική της Ένωσης Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών, γιατί διατηρούσε η Ουκρανία περιέργως τη διεθνή νομική της προσωπικότητα και ήταν μέλος του ΟΗΕ ως κράτος και επί Σοβιετικής Ένωσης. Δεύτερον, ο πόλεμος στις ανατολικές επαρχίες. Άρα έχουμε μια κατάσταση έκρυθμη με εμπάργκο, με κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, όχι με κυρώσεις του ΟΗΕ βεβαίως διότι η Ρωσία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και άρα δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις του ΟΗΕ, αλλά αυτή είναι μια εξαιρετικά δύσκολη πραγματική και νομική κατάσταση.
Και ερωτάται τώρα, με βάση τα κριτήρια με τα οποία έχει χορηγηθεί στο παρελθόν αυτοκέφαλο τα οποία είναι κριτήρια πολιτικά, στην πραγματικότητα βεστφαλικά, όπως είπαμε, και κατ ´οικονομία κανονικά , πέρα από την ιστορία, πέρα από τη δικαιοδοσία, πέρα από το συνοδικό γράμμα του 1686, πέρα από το τι γίνεται γενικά στην αυτοκεφαλία, είναι δυνατόν να πει κάποιος ότι στην Ουκρανία που υπάρχει αυτή η κατάσταση της ανοικτής σύγκρουσης, της εθνικής ταυτότητας, που έχουμε πρόβλημα αποκοπής της από τους αγωγούς ( αυτή τη στιγμή η Ρωσία προσπαθεί να διαμορφώσει ένα νέο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου προκειμένου να παρακάμψει την Ουκρανία και να την αποκόψει από τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει στη ροή του φυσικού αερίου), είναι λογικό να υπάγεται εκκλησιαστικά η Ουκρανία στη Μόσχα;
Με αυτή τη σχέση που υπάρχει μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ρωσίας και ΗΠΑ, Ρωσίας και Δύσης, Ρωσίας και ΝΑΤΟ – έχω ζήσει ως υπουργός Αμύνης την καλή συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ και ως υπουργός Εξωτερικών την απόλυτη σύγκρουση και ένταση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ- δεν θα λάβει κάποιος μια μέριμνα ποιμαντική για τους Ουκρανούς ορθόδοξους;
Θα μου πείτε ίσως: είναι το καθαρότερο ζήτημα ο Φιλάρετος, είναι το καθαρότερο ζήτημα ο Μακάριος; Η έκκλητος προσφυγή, για την οποία έχει δημοσιεύσει προσφάτως μια πολύ ωραία μελέτη του ο παριστάμενος Άγιος Αβύδου, μπορεί να λειτουργήσει συλλογικά και γενικά; Σημασία έχει ότι πρέπει να βρεθεί μια λύση. Μια λύση που αυτή τη στιγμή ποια είναι; Έχει γίνει αυτοκέφαλη εκκλησία στην Ουκρανία; Όχι. Έχει εκλεγεί προκαθήμενος αυτοκεφάλου εκκλησίας; Όχι. Έχουν γίνει ενδιάμεσα βήματα. Τα ενδιάμεσα βήματα είναι αυτά που έχει πει η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην τελευταία της απόφαση. Δηλαδή ήρθη το συνοδικό γράμμα του 1686, άρση τέτοιων συνοδικών γραμμάτων, δηλαδή πράξεων έχουμε και σε σχέση με την Εκκλησίας της Ελλάδος.
Παραχωρήθηκε η δικαιοδοσία στην διασπορά και ήρθη η δικαιοδοσία στη διασπορά. Από τον ίδιο άνθρωπο σε άλλους ρόλους. Αυτά γίνονται. Θα μου πείτε ανεκλήθη γράμμα του 1686; Ο χρόνος μετράει διαφορετικά στις εκκλησιαστικές σχέσεις και ιδίως στα ζητήματα δικαιοδοσιών. Ανεκλήθη το γράμμα, είχαμε την έμπηξη του Σταυροπηγείου και την παραχώρηση του ναού, είχαμε τον διορισμό των Εξάρχων, είχαμε την αποδοχή των εκκλήτων προσφυγών και την επαναφορά στην κανονική τάξη των δύο, Φιλαρέτου και Μακαρίου, με τους κληρικούς τους και το ποίμνιό τους, άρα στην πραγματικότητα γίνεται μια ποιμαντική παρέμβαση και θα συγκληθεί ενοποιητική σύνοδος η οποία θα εκλέξει προκαθήμενο.
Άρα, τα βήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι προσεκτικά, ενώ η αντίδραση είναι πάρα πολύ οξεία. Διακοπή της κοινωνίας της Μόσχας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχαμε και στο παρελθόν. Διακοπές κοινωνίας έχουμε συχνά. Έχουμε ζήσει και τα επιτίμια ακοινωνησίας. Πάντως βλέπουμε, προς το παρόν, ότι οι φιλικές προς τη θέση της Μόσχα εκκλησίες – και πρέπει να συζητήσουμε για το πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα αυτό οι ελληνόφωνες εκκλησίες- είναι επιφυλακτικές στο να αποδεχθούν το αυτοκέφαλο, αλλά δεν θέτουν ζήτημα κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Άρα το ζήτημα έχει μια εντυπωσιακή πολυπλοκότητα. Πρόκειται για ένα ζήτημα υψηλής θεολογίας και υψηλής πολιτικής, με όλη την ένταση και την λεπτότητα που απαιτείται στους χειρισμούς για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν θα μας δημιουργήσει προβλήματα ούτε εκκλησιολογικά ούτε διεθνοπολιτικά. Εμείς όλοι, η Ελλάδα, η απανταχού Ορθοδοξία, ο Ελληνισμός έχουμε μια συμμετοχή σε αυτό, στηρίζοντας βεβαίως πάντα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη θέση του, την κανονική και τη διεθνοδικαιϊκή.-
* Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στη συζήτηση «Ουκρανικό Αυτοκέφαλο: Η Ιστορία, τα γεγονότα και οι Προεκτάσεις τους» που διοργάνωσε στις 22 Νοεμβρίου 2018 ο Οργανισμός Ανάδειξης Ελληνικού και Ορθόδοξου Πολιτισμού “ΑΕΝΑΟΣ” μαζί με το orthodoxia.info.
Στη συζήτηση έλαβαν μέρος επίσης ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος και ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμ. Θεολογίας ΑΠΘ στον τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Ηλίας Ευαγγέλου. Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος κ. Ανδρέας Λουδάρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου