Έχοντας ξεπεράσει ασύλληπτες δυσκολίες, ένας Βεδουίνος έφτασε να ανακηρυχθεί «καλύτερος επιχειρηµατίας στον κόσµο», υπενθυµίζοντας σε όλους την πραγµατική αξία της µετανάστευσης.
του Βασίλη Παπακριβόπουλου
Πριν από λίγους µήνες πραγµατοποιήθηκε στο Μονακό η ανακήρυξη του «καλύτερου επιχειρηµατία στον κόσµο» για το 2015. Ο ζηλευτός τίτλος απονεµήθηκε σε έναν Γάλλο µε µάλλον ασυνήθιστο προφίλ. Ο Μοχέντ Αλτράντ είναι Βεδουίνος, συριακής καταγωγής, δεν γνωρίζει ούτε καν το έτος της γέννησής του και διαθέτει ένα βιογραφικό που θα έκανε να χλωµιάσουν τους σεναριογράφους των δακρύβρεχτων ταινιών του Ξανθόπουλου: Βεδουίνος (η πιο περιθωριοποιηµένη οµάδα στον αραβικό κόσµο), καρπός ενός βιασµού, ορφανός από µωρό, µεγαλωµένος από τη γιαγιά του, που τον υποχρέωσε να εργαστεί από µικρό παιδί ως βοσκός.
Με χίλια βάσανα, κατόρθωσε να πάει σχολείο όπου, λόγω της ακραίας φτώχειας του, αντέγραφε ολόκληρα τα βιβλία –καθώς αδυνατούσε να τα αγοράσει–, ενώ τα τετράδια και τα µολύβια τού τα χάριζαν οι δάσκαλοί του, ενθουσιασµένοι από το ζήλο και τις ικανότητες του µαθητή τους. Μάλιστα, ένας από αυτούς εντόπισε την ασυνήθιστη µαθηµατική ευφυΐα του και κατόρθωσε να του εξασφαλίσει µια πενιχρή υποτροφία στη Γαλλία, όπου και στράφηκε στην πληροφορική, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 έκανε τα πρώτα της βήµατα.
Εργάζεται σε µεγάλες εταιρείες, ιδρύει τη δική του εταιρεία πληροφορικής, σχεδιάζει φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή και, το 1985, αλλάζει προσανατολισµό κι εξαγοράζει µια πτωχευµένη µικροµεσαία επιχείρηση που κατασκευάζει σκαλωσιές. Μέσα σε τριάντα χρόνια, η εταιρεία του επεκτείνεται και στις µπετονιέρες κι εξελίσσεται σε µεγάλη πολυεθνική µε κύκλο εργασιών δύο δισεκατοµµυρίων ευρώ και κέρδη 200 εκατοµµύρια, από τα οποία το ένα τρίτο διανέµεται στους εργαζόµενους. Μέχρι και ο Μπάρακ Οµπάµα ενδιαφέρθηκε για τον Αλτράντ και του ζήτησε να τον συνοδεύσει στο ταξίδι του στην Κένυα.
Η ιστορία του Αλτράντ γνώρισε νέο κύκλο δηµοσιότητας λίγο αργότερα, µε την απόφαση της Γερµανίας να δεχτεί µεγάλο αριθµό σύρων προσφύγων, αλλά και χρησιµοποιήθηκε από τα γαλλικά µέσα ενηµέρωσης για να ριχτεί φως σε µια παράµετρο των µεταναστευτικών ροών που έχει περάσει ώς τώρα µάλλον απαρατήρητη: οι µετανάστες και οι πρόσφυγες έχουν έντονη επιχειρηµατική δραστηριότητα και, πολύ συχνά, πέρα από την εικόνα του εξωτικού µικροµάγαζου που συνοδεύει συνειρµικά την εικόνα του ξένου, δηµιουργούν ισχυρές επιχειρήσεις που απασχολούν πλήθος εργαζοµένων.
Θέσεις εργασίας
Στις Ηνωµένες Πολιτείες, µια µελέτη του Ιδρύµατος Kauffman κατέληξε σε εντυπωσιακά συµπεράσµατα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, το ποσοστό των επιχειρήσεων της Σίλικον Βάλεϊ που ιδρύθηκαν από ξένους έφτασε το 52,4%, ενώ, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εξαετίας, λόγω της σκλήρυνσης της νοµοθεσίας για την χορήγηση αδειών παραµονής ή βίζας, το ποσοστό αυτό µειώθηκε στο 43,9%.
Ορισµένοι κύκλοι της αµερικανικής ελίτ έχουν αρχίσει να ανησυχούν για αυτή την εξέλιξη. Φθάνουν, µάλιστα, στο σηµείο να µιλήσουν για «αντίστροφη φυγή εγκεφάλων» και να ζητήσουν τη δηµιουργία µιας ειδικής εύκολα χορηγούµενης βίζας ή «πράσινης κάρτας» για όσους ξένους έχουν κάποιο επιχειρηµατικό σχέδιο.
Ο γαλλικός Οργανισµός για τη Δηµιουργία Επιχειρήσεων, µάλιστα, προέβη σε µια έρευνα της επιχειρηµατικότητας των µεταναστών ή προσφύγων, η οποία ήταν επικεντρωµένη στο κριτήριο της απασχόλησης. Σύµφωνα µε το περιοδικό «L’ Express», το 22% των ξένων επιχειρηµατιών απασχολούσε µισθωτό προσωπικό ήδη από την πρώτη ηµέρα της έναρξης της δραστηριότητάς τους, τη στιγµή που το αντίστοιχο ποσοστό για τους γηγενείς λάτρεις της επιχειρηµατικότητας ανερχόταν µονάχα στο 12%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου