Μπρὲκ Ἰωάννης (Πρεσβύτερος)
[...] Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’70, μία κοινότητα Γαλλίδων Ρωμαιοκαθολικῶν μοναχῶν προσκάλεσε τὴν οἰκογένειά μας νὰ ζήσει ἀνάμεσά τους. Ἦταν ἡ περίοδος ποὺ προσερχόμασταν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ μοναχὲς εἶχαν βαθιὰ διαποτιστεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ καὶ ἀσκητικὴ παράδοση σὲ σημεῖο ποὺ πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ἀνυπομονοῦσαν νὰ γίνουν καὶ ἐκεῖνες Ὀρθόδοξες. Ἡ πιὸ ὄμορφη ἀνάμνηση ἀπὸ τὰ τρία χρόνια ποὺ περάσαμε ἀνάμεσά τους εἶναι ἡ βραδυνῆ Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μισὴ ὥρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Ἀκολουθίας, οἱ ἀδελφὲς καὶ οἱ φιλοξενούμενοί τους ἄρχιζαν νὰ μπαίνουν στὸ παρεκκλήσι. Προσκυνοῦσαν τὶς εἰκόνες, γονάτιζαν στὸ χαλάκι καί, ἀκουμπώντας πίσω στὶς φτέρνες, προσεύχονταν μέσα στὴ βραδυνὴ ἡσυχία. Μετὰ τὴν ἀκολουθία, ὅσοι μποροῦσαν παρέμεναν. Γονάτιζαν καὶ πάλι στὸ σχοινένιο τραχὺ χαλί, βολεύονταν ἀκουμπώντας στὶς φτέρνες, ἔκλιναν τὸ κεφάλι καὶ προσεύχονταν. Ἡ σιωπὴ μέσα στὸν χῶρο ἦταν «χειροπιαστή».
Ἔχω συχνὰ διερωτηθεῖ πῶς γίνεται καὶ ἡ σιωπὴ εἶναι πολὺ βαθύτερη ὅταν τὴ μοιραζόμαστε μὲ ἄλλους; Γιατί ἡ προσευχὴ μας εἶναι τόσο πιὸ πολὺ συγκεντρωμένη, τόσο ἐντονότερη καὶ ὅμως ἐντελῶς ἁπλή, ὅταν τὴν ἀναπέμπουμε ἀπὸ κοινοῦ μὲ ἄλλους μέσα σὲ πνεῦμα σιωπηλῆς λατρείας, μπροστὰ στὸν Θεὸ τῆς χωρὶς σύνορα ἀγάπης καὶ τοῦ ἄπειρου ἐλέους; Πῶς συμβαίνει καὶ μέσα στὴ σιωπὴ ἡ προσευχὴ μας ἀγκαλιάζει τὸν ἄλλον μὲ τρόπο μοναδικό, ἔτσι ὥστε, μέσα σὲ μία ἀπερίγραπτη ἁρμονία, νὰ δεόμαστε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, νὰ εὐχαριστοῦμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον καὶ νὰ προσφέρουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὸν Θεό, τοῦ Ὁποίου τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀγάπη τὴ νιώθουμε σχεδὸν σωματικά• τὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ «ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν;
Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ εἶναι ἕνα εὐλογημένο δῶρο, ποὺ πραγματώνει ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος, ἑνώνοντάς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ πνεῦμα εὐγνωμοσύνης, ἱκεσίας, ἀγάπης. Αὐτὲς οἱ καλόγριες, καὶ ἡ ὁμάδα τῶν καλογήρων ποὺ προστέθηκαν κατόπιν, εὐλόγησαν τόσο τὴ ζωή μας! Ὡστόσο, ὅταν ἀναπολῶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνειδητοποιῶ ὅτι δὲν μιλούσαμε σχεδὸν καθόλου ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Περνούσαμε δίπλα ἀπὸ τὸν ἄλλο σ’ ἐκείνη τὴν ἔρημη περιοχὴ ὅπου ἔμενε ἡ κοινότητα, κάναμε ἕνα νεῦμα ἢ χαμογελούσαμε, ἀλλὰ τηρούσαμε σιωπή, ἐκτὸς ἐὰν ὑπῆρχε κάποιος ἰδιαίτερος λόγος γιὰ νὰ μιλήσουμε. Στὴ σιωπὴ τοῦ μονοπατιοῦ ἢ τῆς τράπεζας ἢ τοῦ παρεκκλησίου, ἀκούγαμε τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπ’ τὴ σιωπὴ τοῦ διπλανοῦ μας. Μέσα στὴ σιωπὴ αὐτή, ἀνταλλάσσαμε τὴν ἄρρητη διαβεβαίωση ὅτι καθένας προσεύχεται γιὰ τὸν ἄλλον. Καὶ στὴν ἴδια αὐτὴ σιωπή, κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἁγιότητα ὑπάρχει παντοῦ, ὅτι τὸ «οἰκουμενικὸ πρόβλημα» μπορεῖ νὰ λυθεῖ ἐντελῶς ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ Τοῦ προσφέρουν τὴν ἀδιάλειπτη ἀφοσίωσή τους, συγκεντρώνονται ἐν ἡσυχίᾶ, γιὰ νὰ Τὸν λατρεύουν καὶ νὰ ἀκούσουν μαζὶ τὴ φωνή Του. [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου