Ο Άγιος Ελευθέριος και η μητέρα του Ανθία έζησαν τον 2ο μ. Χ. αιώνα, στα χρόνια του Αδριανού, 118-139. Ήταν από τη Ρώμη, Έλληνας στην καταγωγή, καθώς κι η μητέρα του. Τότε οι Ρωμαίοι είχαν υποταχθεί στο πνεύμα των Ελλήνων. Στον πολιτισμό των Ελλήνων. Στη γλώσσα των Ελλήνων. Κι έχουμε πολλούς, πάρα πολλούς εκεί Ρωμαίους Έλληνες. Κι οι πάπες οι πρώτοι ήταν Έλληνες, Αθηναίοι. Και η μητέρα του ήταν χήρα, τον έφερε στην Εκκλησία, έγινε αναγνώστης, έγινε διάκονος, πρεσβύτερος και επίσκοπος. Τον έστειλαν στο Ιλλυρικό, σημερινή Αλβανία, κι έκανε θαύματα. Έφερε πολύ λαό στην Εκκλησία. Στέλνει, λοιπόν, ένα δήμιο, ο αυτοκράτορας, να τον συλλάβει, την ώρα που λειτουργούσε, μπαίνει ο δήμιος μέσα, ο Φήλιξ, που σημαίνει ευτυχής. Και ακούει τον άγιο, και τί έκανε ο δήμιος, ο οποίος είχε προσωπείο δημίου και καρδιά χριστιανού; Μαγεύτηκε. Λέει: «Πού πάω;» Πέφτει στα πόδια του. «Έμενα μ’ έστειλαν να σε πιάσω και να σε δέσω, να σε πάω, πού να πάω; Εσένα να δέσω ή εμένα να δέσω;» λέει. Τί ωραία! Και βαφτίζεται. Κι οι στρατιώτες. Αλλά τους λέει ο Ελευθέριος: «Θέλω να με πάτε στον αυτοκράτορα, Εσείς να κάνετε το καθήκον σας. Κι εγώ σας ευχαριστώ.» Πάνε, λοιπόν, εκεί, κι έφυγε ο Φήλιξ. «Πήγαινε στο σπίτι σου εσύ. Δεν είναι ανάγκη να μαρτυρήσεις. Φτάνει που βαφτίστηκες.» Τί ωραία! Τί διάκριση! Τον υπέβαλαν, λοιπόν, σε δεινά βασανιστήρια κι ένας, μάλιστα, έπαρχος εκεί, της Ρώμης, ο Κορρέμων, έφτιαξε ένα καμίνι, το έκαψε, το ξάνακαψε, κι εκεί που ήσαν έτοιμοι να ρίξουν τον Ελευθέριο, του ήρθε μια ιδέα του ανθρώπου αυτού, μια φώτιση, δηλαδή, του Κορρέμονος, και τί κάνει; Φωτίσθηκε, λέει, από το Άγιο Πνεύμα, φωτίσθηκε, λέει: «Θα πέσω εγώ μέσα», λέει στον αυτοκράτορα. «Γιατί τους ταλαιπωρείς τους ανθρώπους; Τί τον καις αυτό τον άνθρωπο; Αυτός είναι ευεργέτης του κόσμου. Δεν τον βλέπεις;» Άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του. Και πως λέει ο Γκαίτε; «Στην ψυχή, σαν ξημερώσει, το φως του ήλιου ας πάει να σβήσει.» Πέφτει μέσα και δεν καίγεται. Ήταν σαν τους Τρεις Παίδες στην κάμινο. Κι εδροσίζετο. Θεού επιστασία. Και βγαίνει μετά. Και του έκοψε το κεφάλι αμέσως ο αυτοκράτορας. Του λέει: «Μας έχεις εξευτελίσει, Κορρέμων.» Και μετά υπέβαλαν σε πολλά δεινά βασανιστήρια, τί σε φωτιές, τί στο ένα, τί στο άλλο, τον άγιο Ελευθέριο κι εκείνος έμεινε αήττητος. Ελεύθερος. Ελεύθερος πολιορκημένος, για να θυμηθούμε και τον Σολωμό. Και στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι. Και πήγε κι η μανούλα του και αγκάλιασε το λείψανό του κι έκλαιγε η καημένη. Και πήγαν στρατιώτες και αποκεφάλισαν κι αυτήν. Και πήγαν μαζί μάνα και γιός. Ο άγιος Ελευθέριος μεγάλη προσωπικότητα.
(Αρχ. Ανανία Κουστένη, «Χειμερινό Συναξάρι», εκδ. Ακτή) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου