Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Οι Βασιλιάδες της Ηπείρου

Οι ληστές – 1. Οι Ρε(ν)τζαίοι και η ληστεία της Πέτρας ΙI

Tου Γιάννη Ράγκου

Το παρελθόν των Ρε(ν)τζαίων
Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος γεννήθηκαν στο μικρό χωριό Ανώγι της Πρέβεζας το 1896 και το 1899, αντιστοίχως και ήταν τα δύο από τα πέντε παιδιά (τρία αγόρια και δύο κορίτσια) του Κώστα και της Κωνσταντούλας Ρέ(ν)τζου. Την άνοιξη του 1909, ο κτηνοτρόφος πατέρας τους δολοφονήθηκε άγρια από τρεις ζωοκλέφτες, αλλά οι δράστες του εγκλήματος παρέμειναν, για αρκετά χρόνια, άγνωστοι. Το 1917 και ενώ υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία πληροφορήθηκαν την ταυτότητα των δραστών: επρόκειτο για τους Βασίλη ΚαρατζάΚώστα Βέτσο και Βαγγέλη Παππά. Η οργή τους ξεχείλισε, με αποτέλεσμα να λιποτακτήσουν, να ανέβουν στο βουνό και να πάρουν εκδίκηση σκοτώνοντας, εντούτοις, μόνο τους δύο πρώτους, αφού διαπιστώθηκε πως ο τρίτος είχε διαφωνήσει με την δολοφονία του πατέρα τους και δεν συμμετείχε σ’ αυτήν. Ήταν το γεγονός που άλλαξε την πορεία της ζωής τους…
Περνώντας οριστικά στην παρανομία, συνέστησαν συμμορία και μάλιστα κατασκεύασαν και σφραγίδα με την οποία υπέγραφαν τις διαταγές τους. Δρούσαν κυρίως στην περιφέρεια της Ηπείρου και ειδικότερα στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων.



Η σφραγίδα των Ρε(ν)τζαίων (πηγή: Ν. Ι. Πάνος: «Ρεντζαίοι – ‘‘Οι βασιλείς της Ηπείρου’’»)
Ως το 1925, η δράση τους σημαδεύτηκε από δολοφονίες (σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής έφτασαν στις 47, κατ’ άλλες πηγές στις 98!), αναρίθμητες κλοπές και ληστείες, καθώς και απαγωγές για την απόδοση λύτρων. Από τις εντυπωσιακότερες ενέργειές τους ήταν η αιχμαλωσία του Χρ. Παπαγιαννόπουλου, οι απαγωγές του εμπόρουΦουρναρόπουλου (το 1920) και του υιού Παναγιωτόπουλου (το 1923), για τις οποίες αποκόμισαν ως λύτρα τα ποσά των 2.000 και των 4.000 χρυσών λιρών αντίστοιχα, καθώς και η κράτηση του Ελιά Μαραμένου (το Νοέμβριο του 1923), γιο μεγαλεμπόρου από τα Ιωάννινα, για την οποία ζήτησαν και έλαβαν το ιλιγγιώδες ποσό του 1 εκ. δρχ. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από αυτή την απαγωγή παραθέτει ο Β. Τζανάκαρης στο βιβλίο του «Τα παλληκάρια τα καλά, σύντροφοι τα σκοτώνουν»: «Το ίδιο βράδυ που οι Ρετζαίοι αιχμαλώτισαν τον νεαρό Ελιά Μαραμένο (σ.σ.: η απαγωγή έγινε μέσα στην πόλη του Ιωαννίνων) και αναχωρούσαν προς άγνωστη κατεύθυνση, έφτανε στα Ιωάννινα για μια σειρά παραστάσεων ο θίασος του Αιμίλιου Βεάκη. Αλλά ήδη η πληροφορία της απαγωγής έτρεχε σαν αστραπή, οι καταστηματάρχες κατέβαζαν με θόρυβο τα ρολά των καταστημάτων τους, οι δρόμοι άδειαζαν και η πρωτεύουσα της Ηπείρου παρουσίαζε όψη έρημης κι εγκαταλελειμμένης πόλης. Γι αυτό ηθοποιοί και θεατρώνης έφυγαν την άλλη κιόλας στιγμή της άφιξής τους, έντρομοι και ασθμαίνοντες» (σελ. 35-36).
Άποψη των Ιωαννίνων, στα μέσα της δεκαετίας του 1920
Στις 14 Νοεμβρίου 1925, η κυβέρνηση του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου χορήγησε αμνηστία, σύμφωνα με την οποία απαλλασσόταν «πάσης ποινής ο ληστής, φυγόδικος ή φυγόποινος ή υπόδικος, όστις μόνος ή μετά πολιτών ή τη συμπράξει δημοσίας δυνάμεως συνέλαβε και προσήγαγε ή εφόνευσε ληστήν επικεκηρυγμένον, αφιέμενος ελεύθερος άμα τη πιστοποίησει τούτου υπό της Αστυνομικής Αρχής (…)». Το διάταγμα αφορούσε σε αξιόποινες πράξεις που είχαν διαπραχθεί στην περιοχή της Ηπείρου, αλλά η ισχύς του μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές, με νέο διάταγμα του υπουργείου Εσωτερικών. Σκοτώνοντας τους παλιούς συντρόφους τους Στ. Σιντόρη και Κοντογιώργο, οι αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι κατάφεραν να περιληφθούν στα ευεργετικά μέτρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στα Ιωάννινα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδό τους στην πόλη, τούς υποδέχτηκε πλήθος κόσμου, αλλά και εκπρόσωποι των τοπικών αρχών, μεταξύ των οποίων και ο…Αστυνομικός Διευθυντής. Έγραφε σχετικά ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Η Ελληνική» Αντ. Σβώκος το 1928: «Η είδησις της αμνηστεύσεως διεδόθη αστραπιαίως εις ολόκληρον την πόλιν των Ιωαννίνων. Αι εντόπιοι εφημερίδες ωργίασαν εις παραρτήματα περιγράφοντα τα των διαπραγματεύσεων με τους ληστάρχους και τα των φόνων των Σιντόρη και Κοντογιώργη. Οι ληστοτρόφοι έξαλλοι από χαράν διετυμπάνιζον ασυστόλως ότι και αυτοί εβοήθησαν τους Ρετζαίους να πάρουν αμνηστείαν. Έκαστος εφρόντιζε να εξασφαλίση υπέρ εαυτόν την φιλίαν των Ρετζαίων οι οποίοι ήδη ήσαν πλούσιοι. Όλοι εποδοπατούντο να κάνουν προετοιμασίας δώρων δια τους ληστάρχους.(…) Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής τι έγινεν όταν οι Ρετζαίοι εμπήκαν εις τα Γιάννενα συνοδευόμενοι από πεντηκοντάδα αυτοκινήτων. Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί εις την πλατείαν για να ιδή τα παλληκάρια. Ένα αίσθημα θαυμασμού και τρόμου συγχρόνως εκίνει ολόκληρον εκείνον τον κόσμον. Ήθελον να ιδούν τους ανθρώπους που ετρομοκράτουν επί έτη ολόκληρα την Ήπειρον. Φιλομειδείς οι λήσταρχοι εσκορπούσαν χαμόγελα προς τον αφελή κοσμάκη που τους εκύκλωνε. Εποδοπατήθηκαν ποιος να τους πρωτοπεριποιηθή. Αι προσκλήσεις κατέφθανον σωρηδόν εις το ξενοδοχείον όπου κατέλυσαν οι λήσταρχοι. Η δόξα των είχε θαμβώσει τον κοσμάκην. Αι Αρχαί υπεκλείνοντο με σεβασμόν. Τα πάντα ήσαν εις την διάθεσιν των ληστάρχων. (…) Το μεσημέρι οι δύο Ρετζαίοι έφαγαν στο σπίτι του φίλου των Βασιλειάδη. Το γλέντι εσυνεχίσθη έως αργά την νύκτα. Εκείνη τη νύκτα ητόνισεν ακόμη και η διαταγή περί ασκόπων πυροβολισμών (…)».
Ο αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι
Οι Ρε(ν)τζαίοι εγκαταστάθηκαν σε κεντρικό μέγαρο της πόλης, όπου ζούσαν πλουσιοπάροχα από τα κέρδη που είχαν αποκομίσει το προηγούμενο διάστημα και συναναστρέφονταν με τα μέλη της υψηλής κοινωνίας! Μάλιστα, ο Γιάννης Ρέ(ν)τζος τέλεσε πολυτελώς τον γάμο του με την Χαρίκλεια, κόρη του Βασίλη Κολοβού «ενός πλουτίσαντος πρώην οπλαρχηγού και στενού συνεργάτου αυτών κατά την ληστρικήν δράσιν των». Όπως σημειώνει ο Ν. Ι. Πάνος στο γάμο αυτό «γλέντησαν όλα τα Γιάννενα. (…) Λένε πως οι 90 τούρτες είχαν σταλεί από διάφορους επιφανείς των Ιωαννίνων. Επίσης (σ.σ.: ο Γ. Ρέ(ν)τζος) είχε λάβει πολλά ασημικά για δώρα. Το καλύτερο δώρο το έλαβε από τον πατέρα του Ελιά, το γέρο Μαραμένο, που φρόντισε να τον καλέσει στο σπίτι του για να φάνε μαζί. Ο Γιάννης πήγε, αλλά, πριν φάει την πρώτη κουταλιά, ζήτησε από τον Μαραμένο να φάει την πρώτη κουταλιά από το πιάτο του. Φοβόταν πάντα την εκδίκηση γι αυτό φυλαγόταν».
Εξάλλου, σύμφωνα με τον βουλευτή Μιχ. Γούδα, τους επόμενους μήνες οι Ρε(ν)τζαίοι «εχρησίμευσαν ως ημιεπίσημα αστυνομικά όργανα του Κράτους, συμπαρεδρεύοντες εις την αστυνομίαν και παρέχοντες πληροφορίες», ενώ κατά τον βουλευτή Χρ. Χρηστοβασίλη«ήσαν διορισμένοι υπό του κράτους˙ ο εις με τον βαθμόν του αξιωματικού της χωροφυλακής και ο άλλος με τον βαθμόν του ενωμοτάρχου και επομένως εμισθοδοτούντο υπό του κράτους» (από τη συζήτηση στη Βουλή στις 10 Δεκεμβρίου 1926). Στο πλαίσιο αυτό, είναι ενδεικτικό το γεγονός πως ο εισαγγελέας Λεονταρίτης (ένας από τους ανακριτές της υπόθεσης), υπέβαλε έκθεση προς το υπουργείο Εσωτερικών με την οποία εκτός των άλλων ζητούσε την απομάκρυνση από την Ήπειρο αξιωματικών της χωροφυλακής και του στρατού που υπηρετούσαν εκεί, επειδή υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι παλιότερα είχαν έρθει σε συναλλαγή με τους ληστές και επομένως θα μπορούσαν να φέρουν προσκόμματα στην πρόοδο των ερευνών. Μάλιστα, ορισμένοι από τους αξιωματικούς αυτούς, τις επόμενες μέρες υπέβαλλαν μηνύσεις κατά των εφημερίδων που είχαν δημοσιεύσει τα ονόματά τους, ενώ όταν ο αρχηγός της Χωροφυλακής, υποστράτηγος Δ. Κοκκαλάς, απομάκρυνε τέσσερις αξιωματικούς της Χωροφυλακής, στα Ιωάννινα λήφθηκαν έκτακτα μέτρα ασφαλείας, καθώς κυκλοφόρησαν φήμες πως οι αξιωματικοί αυτοί θα προχωρούσαν σε «κίνημα».
Ο εισαγγελέας Λεονταρίτης
Η διαφυγή και η σύλληψη
Στις 23 Ιουνίου 1926 και ενώ ο κλοιός των ερευνών έσφιγγε γύρω τους (η αστυνομία και η Εθνική Τράπεζα είχαν επικηρύξει τους δράστες με το ποσό των 2 εκ. δρχ.), οι Ρε(ν)τζαίοι, εκμεταλλευόμενοι σειρά λαθών των διωκτικών μηχανισμών, διέφυγαν από τα Ιωάννινα. Νωρίτερα και σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, είχαν κλείσει οριστικά το στόμα κάποιων συντρόφων τους, που πίστευαν πως θα μπορούσαν να τους καταδώσουν. Αφού επιχείρησαν χωρίς αποτέλεσμα να δωροδοκήσουν δημοσιογράφους και δικαστικούς, ώστε να τους κλείσουν το στόμα και να σταματήσουν οι έρευνες, κατέφυγαν κυνηγημένοι σε περιοχές της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μαζί με ορισμένους πιστούς συντρόφους τους. Εν τέλει, την άνοιξη του 1927 πέρασαν τα αλβανικά σύνορα και έφτασαν ως την πόλη του Δυρραχίου. Από εκεί, με πλαστά -αλβανικά- διαβατήρια (ο Γ. Ρέ(ν)τζος με το όνομα Αθανάσιος Νικόλα Τσίκος και ο Θ. Ρέ(ν)τζος με το όνομα Νικόλας Πέτρε Ντήσος), έφτασαν στο Μπάρι της Ιταλίας και στη συνέχεια μετακινήθηκαν στο Μιλάνο, όπου έμειναν μία εβδομάδα. Κατόπιν, με τραίνο πήγαν στη Σερβία και αφού, για λίγο διάστημα, περιηγήθηκαν σε διάφορα χωριά και πόλεις της χώρας, πέρασαν στη Ρουμανία και στη μετά στη Βουλγαρία.
Στο μεταξύ, η ελληνική αστυνομία τέθηκε στα ίχνη τους. Συγκέντρωσε πληροφορίες (σύμφωνα με ορισμένες πηγές, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο πεθερός του Γιάννη Ρέ(ν)τζου, Β. Κολοβός) και με τη συνδρομή της τοπικών αστυνομιών προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τους συλλάβει τόσο στο σερβικό, όσο και στο ρουμανικό έδαφος. Τελικώς, τον Οκτώβριο του 1928, οι Ρε(ν)τζαίοι εντοπίστηκαν στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου είχαν εγκατασταθεί από καιρό ως Αλβανοί υπήκοοι, έχοντας ανοίξει επιχείρηση σιτεμπορίας, με άμεσο συνεργάτη τους τον Ι. Ματσάγκο. Με την αποφασιστική συμβολή του Ρουμάνου αστυνομικού επιθεωρητή Στρατηλέσκου, της τοπικής αστυνομικής αρχής και του εμπορικού συμβούλου της Ελλάδας και προξενικού αναπληρωτή Σπ. Δελαπόρτα, οι Ρε(ν)τζαίοι και ο Ι. Ματσάγκος συνελήφθησαν από μια ομάδα αντρών της ελληνικής αστυνομίας, με επικεφαλής τον Διευθυντή της Αστυνομίας Πόλεων Ι. Καλυβίτη, και στις 20 Νοεμβρίου 1928 έφτασαν σιδηροδέσμιοι στην Αθήνα. Στους ενδιάμεσους σιδηροδρομικούς σταθμούς, πλήθος κόσμου συνέρεε για να τους δει από κοντά, ενώ αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν στον σταθμό της Αθήνας και αργότερα στις φυλακές Συγγρού, όπου μεταφέρθηκαν. «Φτάνοντας στο Κιλκίς (σ.σ.: το τραίνο), κόσμος πολύς κατέκλυσε το σταθμό του τραίνου για να δει από κοντά του ληστές. Από το βαγόνι του Εξπρές ‘Θεσσαλονίκη’ που τους μετέφερε στην Αθήνα, ο Γιάννης διακρίνει ανάμεσα στο πλήθος την γυναίκα του και τον πεθερό του Βασίλειο Κολοβό. Βγάζει το κεφάλι του έξω από το βαγόνι και φωνάζει δυνατά ‘θα μου το πληρώσεις άτιμε’. Το βαγόνι ξεκίνησε αργά, αργά. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη όπου και εκεί ήταν πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι για να δουν τους ληστές, από κοντά. Σαν τους είδε ο Θύμιος, παρατήρησε, τι παράξενος που είναι ο κόσμος και συνεχίζει, αν μας έδιναν από ένα δεκάρικο όλοι, δεν θα ήταν ανάγκη να γίνουμε ληστές, θα πλουτίζαμε έτσι» (Ν. Ι. Πάνος: «Ρεντζαίοι – ‘’Οι βασιλείς της Ηπείρου’’», σελ. 295).
Ο Ι. Καλυβίτης
Στη Βουλγαρία ακόμα, ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος είχε αποκαλύψει στον Διευθυντή Ασφαλείας Αθηνών Αριστ. Κουτσουμάρη πως το σχέδιο της ληστείας είχε συλλάβει ο αδελφός του Γιάννης, ενώ τις πληροφορίες για τη χρηματαποστολή είχαν συγκεντρώσει οι συνεργάτες του αδελφοί Τσιάρα και ο Ι. Ματσάγκος.
Ο ΓΙάννης (αριστερά) και ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος φτάνουν σιδηροδέσμιοι στον σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης, στην Αθήνα
«Πάμε περίπατο στον άλλο κόσμο…»
Η δίκη των αδελφών Ρε(ν)τζαίων για τη ληστεία της Πέτρας πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1929, στο Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) της Κέρκυρας. Δύο χρόνια νωρίτερα (από τις 24 Οκτωβρίου ως τις 7 Νοεμβρίου 1927) είχε πραγματοποιηθεί στο ίδιο δικαστήριο η δίκη πέντε άλλων δραστών της ληστείας (Αντ. Καψάλη, Δ. Παππά ή Μερεμέτη, Ι. Νάκιου ή Πάπα-Γιάννη, Στ. Στάθη, Ανδ. Κώτση και Στ. Κοτσιώρη), πολλοί από τους οποίους είχαν καταδικασθεί σε θάνατο. Ο Μερεμέτης, μάλιστα, είχε εκτελεστεί στις 10 Οκτωβρίου 1928 στον τόπο της επίθεσης, στην περιοχή της Πέτρας.
Χωροφύλακες κοιτούν το άψυχο σώμα του Μερεμέτη, μετά την εκτέλεσή του. (φωτογραφία από το αρχείο του Θύμιου Παππά, δημοσιευμένη στο βιβλίο του Ν. Ι. Πάνου: «Ρεντζαίοι – ‘‘Οι βασιλείς της Ηπείρου’’»)
Κατά την ακροαματική διαδικασία στη δίκη των Ρε(ν)τζαίων, εξετάστηκαν περισσότεροι από 150 μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Όπως σημείωνε η εφημερίδα «Η Καθημερινή» σε ρεπορτάζ της στις 6 Οκτωβρίου 1929 «το δικαστήριον εκοπίασε δια να εκμαιεύση από τους μάρτυρας την αλήθειαν. Στρυφνοί, δύστροποι, τρομοκρατημένοι, ‘’εμασούσαν’’ τα λόγια των, περιέπιπτον εις αντιφάσεις, συνελαμβάνοντο ανά πάσαν στιγμήν ασυστόλως ψευδόμενοι. Πολλοί εξ αυτών από μάρτυρες μετεβλήθησαν εις κατηγορουμένους και από την αίθουσαν του δικαστηρίου μετεφέρθησαν κατ’ ευθείαν εις τας φυλακάς, καταδικασθέντες επί ψευδορκία. Επροτιμούσαν όμως την φυλακήν παρά να πληρώσουν την φιλαλήθειάν των με το κεφάλι των. Διότι αυτό ήτο που εκρατούσε σφικτοδεμένην την γλώσσαν των και τα χείλη των σπαγγοραμμένα: ο φόβος της τρομεράς εκδικήσεως που τους επερίμενεν αν έλεγαν την αλήθειαν».
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας Γρανίτσας απευθυνόμενος στο πρόεδρο του δικαστηρίου τόνισε, μεταξύ άλλων και τα εξής: «Εις τον τόπον εκείνον της τραγικής ανθρωποθυσίας δεν ανηγέρθη εν σύμβολον, εις σταυρός, (…) όπως υπενθυμίζη τον σκληρόν θάνατον και το μαρτύριον οκτώ ανθρώπων, οίτινες εφονεύθησαν. (…) Δεν υπάρχει τίποτε να υπενθυμίζη την κατασπίλωσιν της τιμής του κράτους. (…) Φρονώ ότι θα δικαιώσετε την πίστιν της κοινωνίας εις την ελληνικήν δικαιοσύνην (…)».
Απολογούμενοι οι αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι δήλωσαν αθώοι και υποστήριξαν πως αν και είχαν ενημερωθεί για το σχέδιο της ληστείας από τα άλλα μέλη της συμμορίας, οι ίδιοι δεν είχαν συμμετάσχει σε αυτήν. Τελικώς, το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου, το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του, σύμφωνα με την οποία καταδίκαζε σε θάνατο τον Γιάννη και τον Θύμιο Ρέ(ν)τζο, ως ηθικούς αυτουργούς της ληστείας, καθώς και τρεις από τους φυσικούς αυτουργούς, ενώ επέβαλε ποινή ισοβίων δεσμών στον Ι. Ματσάγκο.
Η πρώτη σελίδα από τα πρακτικά της δίκηςτων Ρε(ν)τζαίων, στο Εφετείο της Κέρκυρας(πηγή: Ν. Ι. Πάνος: «Ρεντζαίοι – ‘‘Οι βασιλείς της Ηπείρου’’»)
Μέχρι την εκτέλεση της ποινής, οι Ρε(ν)τζαίοι κρατήθηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, που βρίσκονταν στο μικρό νησί Βίδος, στα ανοικτά της πόλης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί επιχείρησαν να δραπετεύσουν, αλλά συνελήφθησαν σχεδόν αμέσως κι έτσι το πρωί της 5ης Μαρτίου 1930 στήθηκαν απέναντι από τις κάνες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στο μεταξύ, ήδη από τις 8 Φεβρουαρίου, ο Άρειος Πάγος είχε απορρίψει την αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας, ενώ στις 27 Φεβρουαρίου το αρμόδιο συμβούλιο είχε απορρίψει και την αίτησή χάριτος που είχαν υποβάλει οι καταδικασμένοι. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν ο Γιάννης Ρέ(ν)τζος, αντιλήφθηκε ότι πλησίαζε το τέλος, είπε στο διευθυντή των φυλακών, που προσπαθούσε να τους δώσει κουράγιο: «Κύριε διευθυντά, δεν είμαστε κορίτσια για να φοβόμαστε. Καταλαβαίνουμε. Ήρθε η ώρα να πάμε περίπατο στον άλλο κόσμο. Γιατί μας το κρύβεις;» Μαζί τους, εκτελέστηκαν, επίσης, οι συνεργάτες τους Κ. ΚαψάληςΕυάγ. Κόκκαλης καιΦιλ. Διαμαντής.
Φωτογραφία από την εκτέλεση των Ρε(ν)τζαίωνκαι των άλλων τριών συνεργών
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στο υπουργείο Δικαιοσύνης έφθασε ένα τηλεγράφημα από την Κέρκυρα, με το οποίο ανακοινωνόταν επισήμως το γεγονός: «Ρετζαίοι και συνεργοί αυτών εξετελέσθησαν σήμερον 7.30 πρωϊνήν εις απόστασιν 100 μέτρων από Παλιού Φρουρίου».
«Στης Πρέβεζας την Πέτρα…»
Τα επόμενα χρόνια, η δράση των αδελφών Ρε(ν)τζαίων έλαβε μυθικές διαστάσεις και αποτυπώθηκε τόσο σε λαϊκά («ληστρικά») μυθιστορήματα και εν γένει αναγνώσματα της εποχής όσο και σε προφορικές διηγήσεις, ενώ ειδικότερα η ληστεία της Πέτρας υμνήθηκε και από τη λαϊκή μούσα:
«Τι ειν’ το κακό που έγινε
στης Πρέβεζας την Πέτρα,
βαρέσανε εννηά ψυχές
και το σωφέρη δέκα.
Τα δυο ανήμερα θεριά
οι αδελφοί Ρετζαίοι,
από καιρό σκοπεύανε
της Πέτρας το καρτέρι.
Πιάνουν και κάνουν μια γραφή
σ’ αυτό τον Λάμπρο Στάθη,
να συναχτούν οι συνεργοί
στα Γιάννενα να πάνε.
Κι οι συνεργοί μαζεύτηκαν
στα Γιάννενα να πάνε,
τον Θύμιο ανταμώσανε
κι όλο τον ερωτάνε.
Θύμιο εσύ μας έγραψες
πες μας το τι μας θέλεις,
κι οι συνεργοί ειν’ έτοιμοι
το έγκλημα να κάμουν.
Κι ο Θύμιος τους ‘φωδίασε
φυσίγγια και ντουφέκια,
και το Σαββάτο αποβραδύς
βρεθήκανε στην Πέτρα.
Κι εκεί καρτέρι στήσανε
και ξάπλα περιμένουν
κι ο Λάμπρο Στάθης φώναξε,
παιδιά μου μη φοβήστε
το δένδρο ρίξτε γρήγορα
κι όλοι πυροβολήστε».
Πάντως, με τον θάνατό τους δεν σήμανε μόνο η οριστική λήξη της εγκληματικής δράσης τους, αλλά σφραγίστηκε συμβολικά και ο επίλογος του φαινομένου της ληστείας και ολόκληρης της περιόδου της «ληστοκρατίας», που είχε διαρκέσει σχεδόν έναν αιώνα…


eglima.wordpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Στυλιανός και πλούτος

  Ο άγιος Στυλιανός γεννήθηκε από βαθύπλουτους χριστιανούς γονείς. Από τους γονείς του έμαθε πως το χρήμα δεν είναι μέσο ατομικής καλοπέραση...