Ξύπνησε απότομα. Το κρύο τον πονούσε. Κόιταξε γύρω του. Δίπλα του υπήρχε ένας πέλεκυς. Του φάνηκε πολύ οικείο το όπλο. Το πήρε στα χέρια του. Σκοτάδι παντού γύρω του. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν κατάλαβε πως βρισκόταν περικυκλωμένος από τεράστια αγριωπά δέντρα που σχημάτιζαν ένα σκοτεινό και απειλητικό δάσος.
Ο ουρανός ήταν γεμάτος με μαύρα σύννεφα. Ένα είδος χιονιού έπεφτε. Όχι, δεν ήταν χιόνι. Αυτό το πράγμα έμοιαζε με χιόνι αλλά στην πραγματικότητα ήταν παγωμένη στάχτη. Τέλος πάντων έτσι του φαινόταν. Δεν τον πολυένοιαζε κιόλας. Προείχε να καταλάβει που είναι και πώς βρέθηκε εκεί. Δε μπορούσε να θυμηθεί. Το μόνο που θυμόταν ήταν μια λάμψη. Μια ξαφνική λάμψη μετά από κάποιου είδους έκρηξη που τον βρήκε την ώρα που...κυνηγούσε! Ναι, αυτό το θυμόταν. Ήταν κυνηγός. Όμως γιατί δε μπορούσε να θυμηθεί το όνομά του, το σπίτι του. Οικογένεια και φίλους είχε άραγε; Και τι απέγιναν;
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από έναν ήχο. Γνώριζε καλά τέτοιους ήχους. Κάποιος άγριος θηρευτής ήταν κοντά του. Όμως υπήρχε κάτι το αφύσικο σε αυτό που άκουγε. Δεν ήταν λύκος ούτε αρκούδα. Όχι. Το πλάσμα που τον πλησίαζε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να του επιτεθεί ήταν σίγουρα πολύ πιο απειλητικό, πολύ πιο τερατώδες.
Μέσα στο σκοτάδι και πίσω από τα δέντρα του φάνηκε πως είδε μια κίνηση. Ένα τετράποδο κτήνος βγήκε μέσα από τη πυκνή συστάδα των δέντρων. Ήταν σε μέγεθος ρινόκερου και έμοιαζε σαν να είχε διασταυρωθεί ύαινα με αγριόχοιρο. Αν και ήταν γιγαντόσωμος, μπροστά στο θηρίο φαινόταν σαν ξωτικό.
Καθώς το αγρίμι ξεφύσηξε και τον πλησίασε απειλητικά κάνοντας γρηγορότερο τον βηματισμό του, ο κυνηγός σταμάτησε να σκέφτεται και άφησε τα ένστικτά του να αναλάβουν τον έλεγχο τον κινήσεων του. Με ένα απίστευτο άλμα απέφυγε τους χαυλιόδοντες του τέρατος, πάτησε ανάμεσα στα μάτια του και με ένα δεύτερο σάλτο έφτασε στη ράχη του. Το τέρας τινάχτηκε για να τον πετάξει κάτω αλλά είχε ήδη προλάβει να καρφώσει στη πλάτη του ζώου το τσεκούρι του και έτσι μπόρεσε να κρατηθεί. Πιάστηκε από το τρίχωμα του ζωντανού, το άγριο και σκληρό τρίχωμα, ξεκόλλησε το τσεκούρι του και προχώρησε προσεκτικά ενώ το τέρας τιναζόταν σα δαιμονισμένο. Έφτασε στο κεφάλι του, το οποίο στόλιζαν δύο κέρατα σαν ταύρου, κρατήθηκε από το ένα με το αριστερό του χέρι και σήκωσε το δεξί που έσφιγγε τον πέλεκυ και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη. Το τσεκούρι χώθηκε μέσα στο κρανίο, ανάμεσα στα μάτια, σχίζοντας το δέρμα και τσακίζοντας το κρανίο. Το τέρας ούρλιαξε, σηκώθηκε στα δύο πόδια του και στη συνέχεια έπεσε άψυχο.
Ο κυνηγός που εν τω μεταξύ πετάχτηκε αρκετά μέτρα μακριά, στάθηκε στα δυο του πόδια, και κοίταξε το νεκρό θηρίο. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, ξέσπασε σε άγρια γέλια. Πλησίασε το κτήνος, έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι, έβγαλε το δέρμα και δάγκωσε το κρέας ωμό όπως ήταν. "Τουλάχιστον δε θα πεινάσω εδώ πέρα", σκέφτηκε δυνατά.
Τα προηγούμενα κεφάλαια εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου