https://strangepress.gr/2022/03/07/anazitontas-mia-alli-atlantida-ston-eiriniko-okeano/
Τον Ιανουάριο του 1966, ύστερα από πολλές προσπάθειες και μεγάλους κινδύνους λόγω της θαλασσοταραχής που επικρατούσε στις ακτές του Ειρηνικού, 3.700 χλμ. από το Βαλπαραΐσο, τον πλησιέστερο λιμένα, το Τμήμα Γεωγραφίας και Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου του Σαντιάγο της Χιλής ετοίμαζε την εγκατάσταση νέου σταθμού παρατηρήσεως των σεισμικών δονήσεων στην περίφημη “Μυστηριώδη Νήσο” Ράπα Νούι ή Νήσο του Πάσχα.
Ο σταθμός αυτός, εκτός του ότι θα συμπλήρωνε ένα πολύ σημαντικό κενό στο δίκτυο των σταθμών παρακολούθησης του περίφημου “Κύκλου του Πυρός” του Ειρηνικού, δηλαδή τις δύο όχθες του μεγαλύτερου ωκεανού του πλανήτη μας, θα επέτρεπε να φωτιστεί λίγο το “μυστήριο της Χαμένης Ηπείρου του Juan Fernandez”.
Περί το τέλος του 16ου αιώνα, εκατό περίπου χρόνια από την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο και την κατάκτηση του Περού από τον Pizzaro και τον Almagro, χρειάζονταν τρεις μήνες δύσκολης ναυσιπλοΐας κατά μήκος των επικίνδυνων και ερημικών ακτών της νοτίου Αμερικής για τη σύνδεση του κυριότερου λιμανιού του Περού, του Καγιάο, με το Βαλπαραΐσο, που άρχισε ήδη να αποτελεί το ασφαλέστερο λιμάνι της Χιλής.
Την εποχή εκείνη, ο μεγάλος Ισπανός θαλασσοπόρος Juan Fernandez είχε την ιδέα να παρακάμψει το μεγάλο ψυχρό ρεύμα, που είναι σήμερα γνωστό ως “Ρεύμα του Χούμπολτ”, που επιβράδυνε την ακτοπλοΐα, για να πλεύσει προς τα δυτικά και ύστερα προς τα ανατολικά, μειώνοντας έτσι σε 30 ημέρες το ταξίδι, που άλλοτε χρειαζόταν 90 τουλάχιστον ημέρες.
Κατά τη διάρκεια ενός από τα μεγάλα αυτά ταξίδια, ο Juan Fernandez βρέθηκε δυτικότερα από όσο υπολόγιζε με αποτέλεσμα να ανακαλύψει μια νέα γη, την οποία περιέγραψε με σκόπιμη ασάφεια όπως και όλα τα ταξίδια του, τα οποία, είναι σχεδόν βέβαιο, τον έφεραν μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, δύο αιώνες πριν από τον Πλοίαρχο Cook.
Στην περιγραφή του αναφέρει ότι η γη αυτή κατοικείται από ιθαγενείς που ανήκουν στη φυλή των λευκών και οι οποίοι είχαν πολιτισμό περισσότερο αναπτυγμένο από τον πολιτισμό των λαών της Νοτίου Αμερικής, όπου, ωστόσο, άνθισαν εξελιγμένοι πολιτιστικά, όπως εκείνοι των Ίνκας στο Περού και των Αζτέκων στο Μεξικό.
Στα 1680, ένα και πλέον αιώνα μετά το ταξίδι του Juan Fernandez, ένας πειρατής με το όνομα Τζον Ντέηβις, ο οποίος, παρά το όνομά του, ήταν ολλανδικής καταγωγής, ανακάλυψε ξανά τη γη, όπου είχε αποβιβαστεί ο Ισπανός θαλασσοπόρος.
Η περιγραφή του είναι περίπου η ίδια. Με μόνη διαφορά ότι προσέθεσε ένα συγκεκριμένο πληροφοριακό στοιχείο. Έδωσε την ακριβή θέση της μεγάλης αυτής νήσου που είχε πολύ ψηλά βουνά και της οποίας την παρουσία επισήμαιναν από πολύ μεγάλη απόσταση σμήνη πουλιών. Δηλαδή, σε 27 μοίρες, 20 πρώτα, νοτίου πλάτους.
Λιγότερο από μισό αιώνα αργότερα, ένας άλλος Ολλανδός, ο Ναύαρχος Roggeveen, απολύτως ενήμερος των ταξιδιών του Juan Fernandez και του Τζον Ντέηβις, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει το ζήτημα και διασταύρωσε επί πολλές εβδομάδες την περιοχή αυτή.
Δε βρήκε τίποτε άλλο από τα απέραντα κύματα του Νοτίου Ειρηνικού. Και πολύ πιο κάτω, προς τον Νότο, πέρα από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ένα μικρό νησάκι με δύο μεγάλους λόφους στις άκρες του, κατοικούμενο από ένα παρδαλό πληθυσμό χρώματος ανοιχτού και καφέ με όλη την ποικιλία των μιγάδων, το οποίο ονόμασε “Νήσο του Πάσχα”, επειδή ήταν Κυριακή του Πάσχα η ημέρα που αποβιβάστηκε σ’αυτήν, το 1722.
Σύμφωνα με όλες τις παρατηρήσεις που έγιναν από τον 19ο αιώνα και ύστερα, οι κάτοικοι της Νήσου του Πάσχα ήταν απόγονοι δύο φυλών που συνέρρευσαν εκεί, ύστερα από καταστροφές, για τις οποίες διατυπώθηκαν πολλές εικασίες.
Η μία από αυτές είναι ότι η “Νήσος του Πάσχα” ή Ράπα Νούι όπως την ονομάζουν οι κάτοικοί της, κατοικούνταν αρχικά από μια φυλή ανοιχτού χρώματος, που κατέφυγε εκεί είτε από την ηπειρωτική Αμερική είτε από ένα μεγάλο συγκρότημα νησιών που σήμερα έχει εξαφανιστεί και που εκτεινόταν μεταξύ των νήσων της Ωκεανίας και της σημερινής Νοτιοαμερικανικής ακτής.
Αυτό το μεγάλο ορεινό συγκρότημα είχαν ανακαλύψει ο Juan Fernandez το 1576 και ο Τζον Ντέηβις το 1680 και το οποίο κατά συνέπεια είχε εξαφανιστεί κατά το 1700, δηλαδή μεταξύ του ταξιδιού του Ολλανδού πειρατή και του Ναυάρχου Roggeveen.
Την υπόθεση αυτή ενίσχυαν οι ωκεανογραφικές παρατηρήσεις που είχαν διαπιστώσει ότι το Ράπα Νούι αποτελούσε μέρος των “υποβρύχιων Κορδιλλιέρων” που επεκτείνονται μέχρι των νοτιοαμερικανικών ακτών.
Οι Κορδιλλιέρες αυτές συγκλονίζονταν από σφοδρές σεισμικές δονήσεις, ενώ αντιθέτως η Νήσος του Πάσχα είναι ένα από τα σταθερότερα σημεία του κόσμου.
Η συστηματική μελέτη της “υποβρύχιας αυτής Κορδιλλιέρας” θα αποτελούσε έναν από τους σκοπούς της μόνιμης σεισμολογικής αποστολής της Ράπα Νούι, όταν βεβαίως τελικά εγκαθίστατο, πράγμα που δεν ήταν εύκολο.
Το Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο της Χιλής, το οποίο είχε αναλάβει την ίδρυση του παρατηρητηρίου, προσέκρουε, πριν απ’ όλα, στις δυσκολίες των μεταφορών. Τα μόνα πλοία που επισκέπτονταν τακτικά, δύο φορές τον χρόνο, τη “Νήσο του Πάσχα”, ήταν τα πολεμικά του Ναυτικού της Χιλής.
Εξάλλου, το Ράπα Νούι δε διέθετε ούτε καλό λιμάνι ούτε καμιά εγκατάσταση για εκφόρτωση. Μέχρι σημείου, μάλιστα, ώστε μερικά ακριβά όργανα που προσπαθούσαν να ξεφορτώσουν, έπεσαν στη θάλασσα και στάθηκε αδύνατο να τα ανελκύσουν. Χρειάστηκε να παραγγείλουν νέα και να περιμένουν την επόμενη επίσκεψη Χιλιανών πολεμικών πλοίων.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”, στις 14/01/1966…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου