Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Μονομαχία κάτω από το φεγγάρι

 


Το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα χαιρόταν που άλλαξε γνώμη τελευταία στιγμή και τελικά βγήκε να φωτίσει τη σκοτεινή πεδιάδα. Δεν είχε ξυπνήσει πολύ ορεξάτο και σκεφτόταν σοβαρά να δηλώσει ασθένεια και ίσως να κυνηγήσει και μια αναρρωτική άδεια για δυο - τρεις νύχτες ακόμα. Τελευταία όμως στιγμή, μια ελαφρά οχλαγωγία του τράβηξε τη προσοχή στο κέντρο της πεδιάδας. Δε μπορούσε να διακρίνει καλά τι γινόταν από εκεί που είχε στήσει την αιώρα του και είχε ξαπλώσει οπότε σηκώθηκε, βρίζοντας ελαφρά την τύχη και την ατυχία του μαζί, ανέβηκε την ουράνια ανηφοριά και στάθηκε στη μέση του βραδινού ουρανού. Έριξε το φως του προς το μέρος της φασαρίας και το θέαμα του τράβηξε το ενδιαφέρον.

Δυο ομάδες ανθρώπων είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Ξεχώριζαν οι αρχηγοί τους οι οποίοι κουβαλούσαν μαζί τους ξίφη. Από τη γλώσσα των σωμάτων τους αλλά και από τις σκληρές εκφράσεις των προσώπων τους καταλάβαινε κανείς για τι επρόκειτο. Μονομαχία! 

Μόλις το φως του φεγγαριού φώτισε καλά τη πεδιάδα, τα μέλη των δύο ομάδων αποτραβήχτηκαν και άφησαν τους δύο μονομάχους χωρίς το "ομ", δηλαδή μονάχους. Αυτοί τράβηξαν με λεβεντιά τα σπαθιά τους, τόση λεβεντιά που κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν αντιλήφθηκε ούτε το κροτάλισμα των δοντιών τους, ούτε το χτύπημα των τρεμάμενων γονάτων τους αλλά ούτε και την ανεπαίσθητη μυρωδιά ούρων που προερχόταν από τα καλοραμμένα εσώρουχα τους. Κανείς δεν αντιλήφθηκε δηλαδή αυτό που κάποιος πιο άξεστος από εμένα και το φεγγάρι, θα περιέγραφε ως απώλεια ούρων λόγω παρατεταμένης τρομάρας.

Όπως και να 'χει ο κύβος ερρίφθη, τα ζάρια ήρθαν ασσόδυο και τα σπαθιά βρίσκονταν εκτός των θηκών τους να κόβουν τον νυχτερινό αέρα. Τα δυο αιχμηρά μεταλλικά όπλα ίδρωναν και ξεΐδρωναν, φυσούσαν και ξεφυσούσαν παλεύοντας να αποδείξουν την υψηλή τέχνη των κατόχων τους, καθήκον καθόλου εύκολο αν αναλογιστεί κανείς πως οι δύο μονομάχοι κράδαιναν τα όπλα τους  με τη χάρη ιπποπόταμου στη μέση μιας έρημου. Με μεγάλη φιλοτιμία τα ξίφη προσπαθούσαν να αστράφτουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρησιμοποιώντας το φως της σελήνης ώστε να καλύπτουν την ατσουμπαλοσύνη των δύο γκαφατζήδων ιπποτών της δεκάρας.

Ξαφνικά, ξέσπασε η πρώτη επίθεση αφού προηγήθηκε μια αξιομνημόνευτη πολεμική κραυγή που η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να τη μπερδέψει κανείς με απόπειρα λαϊκής τραγουδίστριας κέντρου της εθνικής οδού να τραγουδήσει τους γάμους του Φιγκαρό. Ή όποιου άλλου διαθέσιμου γάμου εν πάση περιπτώσει. Τα σπαθιά έσκισαν τον αέρα, στο ύψος του ώμου, στο δεξί και αριστερό μανίκι αντίστοιχα και κατέβηκαν με ορμή. Η προσπάθειά τους είτε να συναντηθούν είτε να πετύχουν καίριο χτύπημα στον αντίπαλο στέφθηκε με μοναδική αποτυχία. Η ασχετοσύνη των δύο μονομάχων ήταν τόσο εμφανής και αστεία που το φεγγάρι γέλασε μέχρι...αερισμού.

Και ενώ οι θεατές κρατούσαν την ανάσα τους(ίσως και λόγω της προαναφερθείσης...μυρωδιάς) και ο ιδρώτας έρεε στο μέτωπο των δύο αντιπάλων, ένας ήχος που ερχόταν φρικτός μέσα από μια κοντινή συστάδα δέντρων ανάγκασε τις δύο φονικές μηχανές να σταματήσουν την τρομερή τους μάχη. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του ήχου, κοιτάζοντας άναυδοι τον υπεύθυνο της ενοχλητικής διακοπής. 

Από τα δέντρα βγήκε καβαλώντας το ποδήλατό του ένας αγουροξυπνημένος σκαντζόχοιρος. Χτυπώντας συνεχώς το κουδουνάκι του ποδηλάτου του έφτασε στο χώρο της μονομαχίας και φρέναρε απότομα. Κοιτάζοντας αυστηρά τους δυο θανάσιμους σπαθοφόρους, ξεφύσηξε από τη γουρουνίσια μύτη του, κατέβηκε από το ποδήλατό του και τέντωσε τα αγκάθια του. "Καταπατάτε ξένη περιούσια καθάρματα!", φώναξε με φωνή που θύμιζε το Σάκη Ρουβά στα καλύτερά του(ή στα λιγότερο χειρότερά του). "Θέλετε να αναμετρηθούμε; Ε; Θέλετε; Σας περιμένω και σας προκαλώ!" ξαναφώναξε ο σκαντζόχοιρος σηκώνοντας τις γροθιές του είτε προς τον ένα είτε προς τον άλλο.

"Α! Δε θα ήταν σωστό από οικολογικής άποψης να συγκρουστούμε μαζί σου" είπε ο ένας μονομάχος, "Ούτε από σπισιστικής" συμπλήρωσε ο δεύτερος, "άλλωστε εμείς μια απλή παρεξήγηση είχαμε, δεν ξέραμε ότι ενοχλούμε" συνέχισε. "Και σιγά την παρεξήγηση" ξαναείπε ανακουφισμένος ο πρώτος, "εγώ λέω πως το θέμα έληξε". "Κι εγώ" συμφώνησε ο δεύτερος και έβαλε το ανακουφισμένο σπαθί του στη θήκη του. Τον ακολούθησε και ο τρομερός του αντίπαλος και οι δύο πρώην εχθροί αγκαλιάστηκαν. Οι δυο ομάδες ανθρώπων έγιναν μία και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς τη πιο κοντινή μπυραρία. Ο σκαντζόχοιρος ξανακαβάλησε το ποδήλατό του και επέστρεψε στη φωλιά του βρίζοντας τα ηλίθια δίποδα που δεν είχαν αγκάθια στη πλάτη τους.

Και ψηλά στον ουρανό το φεγγάρι αναλογιζόταν πως τσάμπα δεν έκανε κοπάνα αυτή τη φορά και πως δε θα μπορούσε να περιμένει και τίποτα καλύτερο από τους ανόητους ανθρώπους...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To χάος ως τάξη

  Περπατώντας και κοιτάζοντας στον ουρανό το βράδυ, μετά από βροχή, κάποιος πατά ένα σαλιγκάρι. Πόσες πιθανότητες υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ό...