Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

Το τραγούδι του γλάρου(ένα διήγημα παράνοιας και α-νοησίας)

 


Κάθε πρωί η ίδια δουλειά! Κάθε πρωί ξυπνούσε με τον ίδιο τρόπο. Εκείνος ο αναθεματισμένος γλάρος ερχόταν και καθόταν στη ταράτσα και άρχιζε εκείνο το ατελείωτο τραγούδι του. Δε σταματούσε να τραγουδά με τη φάλτσα φωνή του. Δεν το άντεχε πια. Εντάξει, μπορούσε να ανεχτεί το μπουζούκι που έπαιζε θορυβωδώς ο πορτοκαλί κούνελος, δεν τον πείραζε τόσο πολύ ο ήχος από τα ντραμς του σπουργιτιού με την καράφλα και την κοτσίδα του, άντεχε τη ξεκούρδιστη κιθάρα του τιρκουάζ γάτου αλλά αυτό το τραγούδι του καταραμένου γλάρου δε μπορούσε να το ακούει άλλο. 

Αυτή τη μέρα το είχε πάρει απόφαση. Ή αυτός θα έμενε ή ο γλάρος με τη φάλτσα φωνή του. Άρπαξε το ιαπωνικό σπαθί του και ανέβηκε τις σκάλες. Τα σκαλιά έτριζαν ρυθμικά αφήνοντας σε κάθε του βήμα να απελευθερωθούν μια πλειάδα χρωμάτων και αρωμάτων. Τα αγαπημένα του αρώματα ήταν αυτά της ουράς του σκίουρου και του δοντιού της νυφίτσας ενώ δεν μπορούσε ποτέ να χορτάσει το χρώμα του χαρτιού που το κόβει ένα ψαλίδι.

Έφτασε στη πόρτα της ταράτσας. Προσπάθησε να πιάσει το πόμολο για να την ανοίξει αλλά αυτό απέφυγε επιδέξια το χέρι του με μια κυκλική κίνηση. "Πρόσεχε τις αποφάσεις που παίρνεις. Μερικές δεν είναι τόσο ειλικρινείς όσο φαίνονται. Μοιάζουν με πολιτικούς σε προεκλογικό αγώνα. Τόσες μελωδικές υποσχέσεις και τόσες ρυθμικές απογοητεύσεις", του είπε. "Δε θα με σταματήσεις" απάντησε αυτός, έβγαλε από τη τσέπη του δυο κινέζικα ξυλάκια φαγητού και με μια αστραπιαία αντίστροφη κίνηση στρίμωξε το χερούλι στη κάτω γωνία της ολοστρόγγυλης πόρτας. Το έστριψε σπειροειδώς και η πόρτα κύλησε κάτω στα σκαλιά μέχρι που έφτασε στην εξώπορτα η οποία την περίμενε για μια δυνατή παρτίδα ντάμας.

Βγήκε στη ταράτσα. Έσπρωξε δυο μεθυσμένες πεταλούδες, απέφυγε τον μωβ εμετό που είχαν αφήσει στο έδαφος και κινήθηκε προς τον γλάρο. Το φτερωτό πλάσμα συνέχιζε ατάραχο να τραγουδά το αγαπημένο του ιταλικό τραγούδι με τη χαρακτηριστική αυστριακή προφορά του. Για τη διασκέδασή του, πρόσθετε σε κάθε στροφή και δυο σκωτσέζικους στίχους. Δε φοβήθηκε όταν το πλησίασε ούτε καν όταν τράβηξε το ιαπωνικό του σπαθί.

"Γιατί δε σταματάς αυτό το ανυπόφορο τραγούδι;", φώναξε στο γλάρο κραδαίνοντας το ξίφος του. Το πουλί ατάραχο δεν του έδωσε καμία σημασία. "Με αγνοείς; Δε βλέπεις ότι κρατάω σπαθί; Θα σου κόψω το κεφάλι!" φώναξε. Η υπόλοιπη μπάντα σταμάτησε να παίζει. Ο γλάρος όμως συνέχιζε το τραγούδι. "Μα δε με ακούς;" , ούρλιαζε πια και είχε πλησιάσει πολύ κοντά. Τότε ο γλάρος έπαψε να τραγουδά. Γύρισε και τον κοίταξε. "Το σπαθί σου δεν είναι ιαπωνικό. Είναι κορεάτικο", είπε ο φτερωτός τραγουδιστής με σοβαρή, μονότονη φωνή.

Σοκαρισμένος πισωπάτησε και κοίταξε τη λεπίδα του. "Πράγματι", είπε, "έτσι είναι". Γονάτισε και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του στο ύψος του στήθους του. Έστρεψε το σπαθί με την αιχμή προς το μέρος του και το έσπρωξε. Η λεπίδα τρύπησε τη σάρκα του. Όλα πια του φανήκαν τόσο καθαρά. Όλα ήταν τόσο όμορφα. Και πόσο μελωδικό έφτανε στα αυτιά του το τραγούδι του γλάρου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To χάος ως τάξη

  Περπατώντας και κοιτάζοντας στον ουρανό το βράδυ, μετά από βροχή, κάποιος πατά ένα σαλιγκάρι. Πόσες πιθανότητες υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ό...