Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Το νούφαρο(ένα ανόητο ρομαντικό διήγημα)

 


Κάποτε περπατούσα δίπλα σε ένα βαλτοτόπι. Μέσα στη γλίτσα, τα σκουροπράσινα νερά και τα κουνούπια που μεθυσμένα από το αίμα που κατανάλωσαν όλο το προηγούμενο βράδυ έκαναν αφόρητο θόρυβο, ξεχώριζε ένα νούφαρο. Το νούφαρο αυτό, αν και μέσα στην ασχήμια είχε βγάλει ένα απίστευτα όμορφο ανθό. Ένα υπέροχο λουλούδι, στα πέταλα του οποίου εναλλάσσονταν όλα τα γνωστά στο ανθρώπινο μάτι χρώματα. Ήταν τόσο όμορφο που ακόμα και οι άξεστες μύγες που πετούσαν άτσαλα γύρω γύρω, αγουροξυπνημένες ακόμα, όταν περνούσαν δίπλα του συμμάζευαν τα φτερά τους και γίνονταν πολύ προσεκτικές στο πέταγμά τους. 

Δε θυμάμαι πόση ώρα έμεινα να χαζεύω αυτό το υπέροχο φυτό, όταν με διέκοψε η βραχνή φωνή μιας σαλαμάνδρας. "Είναι νεκρό, ξέρεις. Πέθανε από τη στενοχώρια του αιώνες πριν", μου τραγούδησε σε ροκ ύφος. "Άκου λοιπόν την ιστορία του. Το νούφαρο αυτό ποτέ του δεν είχε καταφέρει να βγάλει ανθό. Το μόνο που έβλεπαν οι περαστικοί, τα ενοχλητικά μαμούνια και τα υπόλοιπα υδρόβια πλάσματα ήταν ένα απλό, μουντό πράσινο φύλλο που πολλές φορές δε ξεχώριζε μέσα στα βρωμερά βαλτόνερα. Το ίδιο δε νοιαζόταν που δεν έβγαζε ανθό. Αδιάφορο για τα πειράγματα των μεθυσμένων κουνουπιών , των τζογαδόρων βατράχων, των παράνομων μυγών και των φασαριόζικων αρουραίων, συνέχιζε τη ζωή του τραγουδώντας για αλαφιασμένα σύννεφα που ερωτοτροπούσαν με θανατερούς ουράνιους δράκους γεννώντας φλογερούς ήλιους και παγωμένα φεγγάρια. Ώσπου μια μέρα ήρθε στο λασπότοπο μια πανέμορφη πυγολαμπίδα μαζί με ολάκερο το σόι της. Σαν είδε το φως που εξέπεμπε το μικροσκοπικό έντομο μαγεύτηκε. Ερωτεύτηκε τόσο πολύ που κάποια βρύα που φυτρώνουν εδώ παρακάτω, διηγούνται παίζοντας τις λύρες τους, πως ξέχασε και το όνομά του ακόμα. Η πυγολαμπίδα, όπως και τα υπόλοιπα πλάσματα του βάλτου, περνούσε αρκετή ώρα κοντά στο νούφαρο και πολλές φορές μιλούσαν για τα όνειρά τους, τα νυχτερινά και τα πρωινά, τις ελπίδες και τους φόβους τους που ποτέ δε θα πραγματοποιούνταν κάτω από το φως του ήλιου και τις σελήνης αφού όλα αυτά ήταν γεννήματα της φαντασίας και των σκέψεών τους. Για ένα πράγμα ποτέ δε μίλησαν. Το νούφαρο ποτέ δεν είπε στη πυγολαμπίδα πόσο την αγαπούσε και αυτή ποτέ δεν το άκουσε να της το λέει. Πέρασαν καιροί πολλοί, ήρεμοι και ταραγμένοι, ώσπου η πυγολαμπίδα ερωτεύτηκε μια περαστική λιβελούλα. Ήταν μπλε με χαίτη ξανθιά και τα μάτια της λαμποκοπούσαν διαρκώς. Σύντομα οι γάμοι έγιναν και το ζευγάρι πέταξε ευτυχισμένο μακριά. Κανείς δεν ξέρει που, πάντως μπορώ να σου βεβαιώσω πως δεν κατέληξαν στο στομάχι του λαίμαργου και φαφλατά φρύνου που ζει εδώ πιο κάτω και επιμένει πως έφαγε το ζευγάρι. Εκείνο το καιρό είχε πέσει σε χειμέρια νάρκη κι ας ήταν καλοκαίρι. Ποτέ του δεν τα πήγαινε καλά με τις εποχές αυτός ο τύπος. Τι λέγαμε; Α, ναι! Το νούφαρο στεναχωρήθηκε τόσο που κάθε μέρα πέθαινε όλο και περισσότερο. Ώσπου μια νύχτα, που όλοι οι ένοικοι του βάλτου είχαν μεθύσει τόσο πολύ από το απόσταγμα που παρασκευάζουν οι αράχνες που υφαίνουν τους ιστούς τους σ' αυτόν εκεί το θάμνο, πέθανε τόσο πολύ που δε μπόρεσε να ξαναζήσει έστω και λίγο. Το επόμενο πρωινό, το βρήκαμε εντελώς νεκρό, με το λουλούδι τούτο ανθισμένο στα φύλλα του. Άλλοι λένε πως είναι ο έρωτας του για τη πυγολαμπίδα που πήρε μορφή, άλλοι πως είναι ένα άγαλμα της ψυχής του, άλλοι πως είναι ο πόνος του που έγινε λουλούδι" σταμάτησε να τραγουδά η σαλαμάνδρα.

"Κι εσύ; Εσύ τι πιστεύεις;" τη ρώτησα. "Εγώ πιστεύω πως τούτο το νούφαρο έπρεπε να πεθάνει για να ανθίσει. Αυτή ήταν η μοίρα του", είπε η σαλαμάνδρα, χωρίς να τραγουδά πια, και απαλά βούτηξε στα βαλτόνερα και χάθηκε μέσα τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To χάος ως τάξη

  Περπατώντας και κοιτάζοντας στον ουρανό το βράδυ, μετά από βροχή, κάποιος πατά ένα σαλιγκάρι. Πόσες πιθανότητες υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ό...