Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Κάποτε σε ένα δάσος



Αγαπούσε πολύ τους περιπάτους στο φωτεινό δάσος του μεσονυχτίου. Και το ίδιο το δάσος την υποδεχόταν με μεγάλη χαρά εκείνα τα βράδια της εκτυφλωτικής καταχνιάς. Τα κλαδιά των δέντρων έραιναν τα πλουμιστά μαλλιά της με χρωματιστές κορδέλες και τα λουλούδια γεμάτα ευγνωμοσύνη την ευχαριστούσαν για την παρέα της εκπέμποντας μια ατελείωτη αλυσίδα από πολύχρωμα αρώματα. Τα έντομα έστρωναν το μονοπάτι που πατούσε με ευωδιαστές μουσικές νότες. Ακόμα και το ταπεινό χορταράκι έβγαζε τα ακριβότερα σερβίτσια του μήπως και καταδεχτεί- πάντα καταδεχόταν- να πιει μαζί του μια δυο γουλιές ορυκτό τσάι. Τα ζωάκια του δάσους, σαρκοφάγα και φυτοφάγα, λαγοί, αλεπούδες, σκιουράκια, κουνάβια, τσακάλια, σκαντζόχοιροι και άλλα, ξεχνούσαν τις διαφορές τους και τους καθημερινούς μικρούς πολέμους τους για να της ετοιμάσουν το καλύτερο ξέφωτο του δάσους ώστε να μπορέσει εκεί να ξεκουραστεί και να περάσει τις ατελείωτα σύντομες βραδινές ώρες.

Αγαπημένη της παρέα ήταν μία κουκουβάγια. Παρόλο που από τότε που γεννήθηκε δεν έβλεπε, διάβαζε με εξαιρετική ευκρίνεια της προφητείες από ένα παμπάλαιο χειρόγραφο του Νοστράδαμου και τις εξηγούσε με μεγάλη σαφήνεια φέρνοντας τες από το παγκόσμιο στο προσωπικό. Πόσο πολύ απολάμβανε τη παρέα του τυφλού πουλιού με τα γεμάτα φως μάτια του! Πόσο την παρηγορούσε η τραχιά κουκουβαγίσια φωνή της. 

Τις συζητήσεις τους διέκοπτε συχνά πυκνά μια νυχτερίδα, η οποία χτυπώντας με μανία τις μεμβράνες της, τις οποίες λόγω άγνοιας αποκαλούσε φτερά χωρίς κανένας να βρίσκει το θάρρος να τη διορθώσει για να μη πληγωθεί. Όταν χτυπούσε τα φτερά της λοιπό, το ιπτάμενο θηλαστικό γέμιζε τον ουρανό με βιολετί γιασεμιά και χάλκινα γαρύφαλλα. Καθώς αυτά έπεφταν στη γη παρήγαγαν έναν μελωδικό κρότο που διέκοπτε με βάναυση γλυκύτητα τη κουβέντα μεταξύ της κοπέλας και της κουκουβάγιας. Χωρίς καμία από τις δύο να ενοχλείται ξανάρχιζαν τη συζήτησή του μόλις ο αντίλαλος του ήχου των λουλουδιών έφευγε μακριά τους τρέχοντας χαρούμενος προς την δυτική βουνοπλαγιά του πιτσιλωτού όρους που δέσποζε σχεδόν πάνω από τα κεφάλια τους.

Το βουνό ήταν κρυφά ερωτευμένο με τη νεαρή γυναίκα αλλά δεν τολμούσε να το παραδεχτεί μήτε στους σταλακτίτες που κοσμούσαν τα βάθη των κρυφών σπηλαίων τα οποία ζούσαν και ανέπτυσσαν την κοινωνία τους πάνω στο σκληρό σώμα του. Και κάθε φορά που η κοπελιά γυρνούσε σπίτι της αφήνοντας πίσω της το δάσος και το βουνό εκείνο έχυνε κρυφά παγωμένα δάκρυα τα οποία χάνονταν στα ρυάκια που το διέτρεχαν από την κορυφή μέχρι και τους πρόποδές του. 

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικό. Τα άστρα ήξεραν ένα μυστικό και το κρατούσαν κρυφό απ' όλους τραγουδώντας το με σιγανές φωνές. Τα μυστικά όμως δεν προορίζονται για να μένουν κρυμμένα αλλά φανερώνονται παίρνοντας τη μορφή κοφτερών μαχαιριών και βαρύτατων σφυριών κατακεραυνώνοντας τα ανύποπτα αυτιά που πρόθυμα ανοίγουν τις πύλες τους για να τα υποδεχτούν. 

Έτσι κι εκείνη τη νύχτα, που το αεράκι ευωδίαζε με κοκκινωπές αποχρώσεις και μπαλάντες για έρωτες μακρινούς. "Με παντρεύουν" απάντησε στη τυφλή κουκουβάγια όταν τη ρώτησε για τα κρυστάλλινα δάκρυα που είχε στα μάγουλά της σαν στολίδια. "Ποτέ δε θα βρω τον έρωτα που γύρευα, ποτέ" είπε και γύρισε το κεφάλι της μακριά. "Κι όμως ήταν πάντα εδώ" της απάντησε το βουνό και τότε σώπασαν τα χρώματα και εξατμίστηκαν οι μουσικές και σωπάσαν τα αρώματα. Σαν μια αιωνιότητα κύλησε το επόμενο δευτερόλεπτο, τόσο αργά που τα μαλλιά της όμορφης κοπέλας είχαν ήδη αρχίσει να ασπρίζουν. "Και πώς θα τον βρω; Δε ξέρω το δρόμο" ρώτησε η νεαρή με φωνή υμνωδική. "Ακολούθησε τις πεταλούδες και θα σε οδηγήσουν σε μένα που πάντα σε περίμενα" βούιξε το βουνό. 

Και τότε πεταλούδες με φτερά από χώμα και χαλίκι, πέταξαν μπροστά της και έφτιαξαν μια μεγαλόπρεπη αψίδα που οδηγούσε βαθιά μέσα στις σπηλιές με τους σταλακτίτες και τις συγχορδίες. "Πήγαινε" είπε η κουκουβάγια καθώς είδε τη κοπέλα να διστάζει, "πήγαινε" φώναξαν με μια φωνή τα ζώα και τα φυτά του δάσους, "πήγαινε" της ψιθύρισαν τα αστέρια. Εκείνη έκανε δυο βήματα προς το βουνό, στο δρόμο τον φτιαγμένο από τις πεταλούδες. Μα τρίτο βήμα δεν έκανε ποτέ. Σαν τρομαγμένη γύρισε και τρέχοντας βγήκε από το δάσος και κατευθύνθηκε στο σπίτι της στο χωριό. Ήταν η ώρα να δοκιμάσει το νυφικό. 

Δε ξαναπήγε στο δάσος ποτέ. Και το δάσος δε γιόρτασε ξανά ποτέ. Ούτε η κουκουβάγια ξαναδιάβασε προφητείες. Ούτε φύτρωσαν ποτέ ξανά αρώματα, ούτε τραγουδήθηκαν χρώματα, ούτε μύρισαν μελωδίες. Μόνο που κάθε τόσο το βουνό ακούγεται να τραγουδά ένα λυπητερό τραγούδι και μια τούφα άσπρα μαλλιά χορεύουν στο σκοπό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To χάος ως τάξη

  Περπατώντας και κοιτάζοντας στον ουρανό το βράδυ, μετά από βροχή, κάποιος πατά ένα σαλιγκάρι. Πόσες πιθανότητες υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ό...