Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Κάθε βράδυ...(εξωφρενικό διήγημα α-νοησίας)




Κάθε που νύχτωνε, η ίδια τραγωδία διαδραματιζόταν. Κάθε μα κάθε βράδυ, το ίδιο δράμα. Σηκωνόταν με τη βαριά ατμόσφαιρα να γεμίζει το δωμάτιο. Πατούσε απαλά στο παλιό πάτωμα που έτριζε ακόμα και στη παραμικρή άσκηση δύναμης επάνω του. Όσο ανάλαφρα κι αν περπατούσε ο ίδιος. Κάθε βράδυ, οι μεντεσέδες της πόρτας έσκουζαν σαν δαιμονισμένοι μόλις την έσπρωχνε να ανοίξει. Κάθε νύχτα τα κόκκινα σαν τη φωτιά μάτια του τρυπούσαν το πυκνό σκοτάδι και του επέτρεπαν να δει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ούτε ο πιο ανεπαίσθητος ήχος, ούτε η πιο ελαφριά οσμή δε μπορούσαν να ξεφύγουν από τις οξυμένες αισθήσεις του. Ήξερε τα πάντα. Πού βρισκόταν το κάθε τι. Ποιο ζωντανό πλάσμα έτρεχε κατατρομαγμένο μακριά του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει καταφύγιο. 

Καθώς προχωρούσε στους διαδρόμους του παλιού, μεσαιωνικού πύργου, οι τόσο καλά εναρμονισμένες κινήσεις του θύμιζαν χορό που θα τον ζήλευαν ακόμα και οι πρίγκηπες της κολάσεως. Όλο το περιβάλλον γύρω του, η ίδια η πραγματικότητα συγκλονιζόταν αισθανόμενη την παρουσία και τη διάθεση του τρομερού αρπακτικού. 

Αγέρωχος μπήκε στη σάλα και προχώρησε μέχρι το τέλος της. Στα δεξιά βρισκόταν η σκάλα. Η σκάλα που θα τον οδηγούσε στον πιο αποτρόπαιο στόχο του, στον πιο βασανιστικό φόβο του. Θα ήταν άραγε απόψε διαφορετική η κατάληξη; Μα πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε η μοίρα να του δείξει μια τέτοια ευσπλαχνία; Και κυρίως, ένα πλάσμα σαν και αυτόν, σκοτεινό, δαιμονικό, τερατώδες, θα άξιζε άραγε μια τέτοια ξαφνική εύνοια της τύχης; 

Έδιωξε αυτές τις δυσοίωνες σκέψεις από το μυαλό του και άρχισε να ανεβαίνει. Σε κάθε σκαλί ένιωθε τα βήματά του να βαραίνουν. Ένιωθε το απέθαντο κορμί του να ζυγίζει τόνους. Σαν όλες οι αμαρτίες που είχε διαπράξει στους τόσους αιώνες της βδελυρής του ύπαρξης να βάραιναν τους ώμους του. Κόντευε να συνθλιβεί, όχι μόνο το σώμα αλλά και η καταραμένη ψυχή του. Πόσο θα ήθελε να τον σκεπάσει επιτέλους το φαρμακερό πέπλο του θανάτου. Πόσο θα ήθελε να λυτρωθεί από αυτή την ανελέητη μοίρα. Πόσο θα ήθελε να μπει ένα τέλος σε αυτή τη τραγωδία.

Ανέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε σε ένα διάδρομο. Με πολύ κόπο έσπρωξε το σώμα του μπροστά. Ένιωθε εξαντλημένος μα ήξερε καλά πως δεν υπήρχε περιθώριο για υποχωρήσεις. Ήξερε πως και απόψε θα έφτανε στο τέλος, όσο πικρό κι αν ήταν αυτό. Έκανε μερικά βασανιστικά ακόμα βήματα. Στο αριστερό του χέρι μια μισάνοιχτη πόρτα οδηγούσε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Την έσπρωξε και μπήκε μέσα. Δεν έδωσε καμία σημασία στη σκόνη που είχε καταλάβει κάθε σπιθαμή στο πάτωμα, στα έπιπλα, στο κρεβάτι. Μάζεψε κάθε ικμάδα δύναμης που μπορούσε και έφτασε στον καθρέφτη. Στάθηκε μπροστά του. Έμεινε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα που του φανήκαν ώρες. "Όχι πάλι!" αναφώνησε και αναλώθηκε σε αναφιλητά. Η μοίρα παρέμεινε σκληρή μαζί του. Όπως κάθε βράδυ, αιώνες τώρα, το είδωλό του δε φάνηκε στον καθρέφτη. Όπως σε κάθε του προσπάθεια, μόνο το κενό καθρεφτιζόταν στο τζάμι. Όπως κάθε άλλη νύχτα, θα έμενε με το ίδιο παράπονο. Με το ίδιο βάσανο. Με το ίδιο μαρτύριο. Όπως κάθε άλλη φορά, έτσι και τούτη τη νύχτα, θα έμενε ατημέλητος και αναμαλλιασμένος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To χάος ως τάξη

  Περπατώντας και κοιτάζοντας στον ουρανό το βράδυ, μετά από βροχή, κάποιος πατά ένα σαλιγκάρι. Πόσες πιθανότητες υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ό...