Διονύσης Σκλήρης
Βασικό χαρακτηριστικό των κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας ήταν ότι οι κοινοτικοί άρχοντες αποτελούσαν μεταιχμιακά υποκείμενα, που εκπροσωπούσαν τους Έλληνες προς τους Τούρκους, αλλά ενίοτε και αντιστρόφως δρούσαν για συμφέροντα των Τούρκων, κυρίως τη λήψη των φόρων μεταξύ των Ελλήνων. Ήταν υπόλογοι και είχαν ευθύνη έναντι και των δύο και μπορούσαν συχνά να χάσουν τη ζωή τους από τους Τούρκους. Η ονομασία των κοινοτικών αρχόντων ποικίλλει: «Επίτροποι», κυρίως στα νησιά, αλλά και «πρόκριτοι», «προεστοί», «προεστώτες», «καπετάνιοι», «καπετάνοι», «καστελλάνοι», «γουβερναδόροι», «πρωτόγεροι», «γέροντες», «δημογέροντες», «κοτσαμπάσηδες», «μοραγιάνηδες» στην Πελοπόννησο, «τσορμπατζήδες» στη Μακεδονία, «βιλαετλήδες» στα βιλαέτια. Γύρω τους υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν αναλάβει τη γραμματειακή υποστήριξη και την οικονομική διαχείριση, όπως στην Πελοπόννησο οι καψιμάληδες ή στη Σύρο οι καντζιλλιέρηδες. Και επίσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι εκπρόσωποι στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη ή σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, λ.χ. στα Ιωάννινα, που ονομάζονταν «βεκίληδες».
Πώς σμιλευόταν το κοινοτικό ήθος στους Ρωμιούς; Η όλη λογική των κοινοτικών θεσμών ήταν η σπουδή να επιλυθούν τα προβλήματα σε τοπικό επίπεδο προτού να χρειαστεί να παραπεμφθούν ή να τα αναλάβει το κράτος του Οθωμανού κατακτητή. Αυτό σήμανε οπωσδήποτε την καλλιέργεια ενός πνεύματος δυσπιστίας έναντι του κράτους, με έμφαση στην εμπιστοσύνη στους κοινοτικούς θεσμούς και την αποφυγή να εκθέσει κάποιος την κοινότητα προς τα έξω. Μετά το 1821 η νέα Ελλάδα κλήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο να παλέψει με δύο αντίπαλες ροπές: Αφενός τις απαιτήσεις ενός νέου συγκεντρωτικού έθνους- κράτους και αφετέρου τους εθισμούς μακραίωνης δυσπιστίας προς το κράτος και τη μόρφωση ήθους προτεραιότητας της τοπικής διευθέτησης. Ταυτοχρόνως, οι κοινότητες συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά και αυθαιρεσία των μεσαζόντων της οθωμανικής κρατικής μηχανής, κατ’ εξοχήν σε φορολογικά ζητήματα, χρησιμοποιώντας άλλοτε επιδέξιο δόλο και άλλοτε ευθεία διεκδίκηση να επεκταθεί η εκλογική ικανότητα των τοπικών κοινοτήτων και στους ανώτερους ομόκεντρους κύκλους του κράτους. Ωστόσο, παράλληλα με το αναγκαίο εκκρεμές μεταξύ αμφιπροσωπίας ή και διπροσωπίας και αντιστασιακού αγώνα, ένα σημαντικό στοιχείο των κοινοτήτων είναι η συνεχής λογοδοσία, ιδιαίτερα στις τελετές παράδοσης και παραλαβής των κοινοτικών αρχόντων, η οποία συνέχιζε το αρχαίο ελληνικό «λόγον διδόναι». Δίπλα, όμως, στο αρχαίο ελληνικό στοιχείο της λογοδοσίας υπήρχε και το χριστιανικό της ευθύνης της Εκκλησίας να συμφιλιώνει και να λύνει τις διαφορές, προωθώντας την ομογνωμοσύνη.
Και, βεβαίως, αποτελούσε προτεραιότητα της κοινότητας το να διαγνωσθεί η δυνατότητα του κάθε ατομικού υποκειμένου να πληρώνει φόρους ανάλογα με τη δυνατότητά του, το οποίο λεγόταν «στρώσιμο των τεφτεριών». Όμως μέσα στο πνεύμα της αλληλεγγύης, τα αδύνατα πρόσωπα μπορούσαν να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην κοινότητα. Το οντολογικό βάθος του ζητήματος είναι ότι ήταν υπόλογη κατά βάση όλη η κοινότητα ως ένα υποκείμενο. Οι κοινοτικοί άρχοντες δεν μπορούσαν παρά να χρησιμοποιούν ως όπλο άλλοτε τη νουθεσία για να φέρουν τους αμελέστερους στο φιλότιμο και άλλοτε την αυστηρότητα και τον κοινωνικό παραδειγματισμό που μπορούσε να λειτουργήσει σε κοινωνίες ντροπής. Η προτροπή του αποστόλου Παύλου «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2) έβρισκε εφαρμογή κυρίως ως προς αδύναμους, όπως οι χήρες, τα ορφανά, οι αιχμάλωτοι και γενικότερα οι φτωχοί. Ταυτοχρόνως, η ετέρα χριστιανική αρετή, η ταπεινοφροσύνη, καλλιεργείτο από την ανάγκη να μην επιδεικνύει κανείς τα πλούτη του για να μη φέρει συλλογική βλάβη στην κοινότητα μέσω έκτακτης φορολογικής επιβάρυνσης. Το κοινοτικό πνεύμα ενός σώματος χαλυβδωνόταν από την κοινή αντίθεση στις τουρκικές αρχές, η καταφυγή στις οποίες θεωρείτο ως εσχάτη προδοσία της κοινότητας, καθώς επέφερε συνήθως συλλογικές ποινές, δημεύσεων περιουσίας και άλλες. Ο έξωθεν αυτός κίνδυνος οδηγούσε σε μία ανάγκη για συναινέσεις. Επρόκειτο, πάντως, για μία απειλή που μπορεί να λειτουργούσε ως πρόξενος πολύ διαφορετικών αντιδράσεων: Είτε συντηρητικών, όταν η αντίσταση απαγορευόταν από φόβο συλλογικών αντιποίνων, ενώ και η οποιαδήποτε ετερότητα προκαλούσε αντανακλαστικά ξενοφοβίας λόγω της κατ’ αρχήν μη εμπιστοσύνης αν ο ξένος θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αλληλεγγύης και ενίοτε συνενοχής. Είτε τολμηρών, όπως η συλλογική κινητικότητα ενός ολόκληρου χωριού που μπορεί να έφευγε όλο μαζί για μετοικεσία, προκειμένου να μη μείνει κανείς πίσω για να πληρώσει τα αντίποινα. Στις τελευταίες περιπτώσεις έχουμε μια ζωντανότατη υπόμνηση της αλήθειας ότι κοινότητα είναι οι άνθρωποι και όχι ο τόπος, όπως στις καλύτερες σελίδες του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη για τις πόλεις που είναι οι άνθρωποί τους, οι οποίοι μπορεί και να μετοικήσουν συλλογικώς, όπως λ.χ. οι Αθηναίοι πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Χαρακτηριστικά, λοιπόν, του κοινοτικού τρόπου ζωής ήταν σωτηρία της χριστιανικής πίστεως και της λειτουργικής ζωής, του φρονήματος, της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων, η δικαιοσύνη στην κατανομή της φορολογίας, ένα είδος δημοκρατικότητας με την εκλογή των αρχόντων, αλλά πολλές φορές και του δασκάλου, αλλά υπάρχει και μια αναφορά στον ιερέα ως κέντρο της κοινότητας, ο οποίος χρειάζεται να τελεί στην εντέλεια τα καθήκοντά του που έχουν εκκλησιαστικό αλλά και πολιτισμικό και πολιτικό χαρακτήρα και χρειάζεται η κοινότητα να τον συνδράμει. Θα μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε λόγο για ένα είδος δημοκρατικότητας ή μάλλον ένα είδος αιρετής αριστοκρατίας, για να θυμηθούμε τους όρους του Αριστοτέλη, η οποία σε κάθε περίπτωση συνεχίζει την παράδοση των πόλεων της αρχαιότητας. Σε αυτό το πλαίσιο σφυρηλατήθηκε ένα κοινοτικό ήθος στους Ρωμιούς, που ήταν ένα αλληλεγγύης, έλλειψης ατομισμού, αποφυγής της ατομικής επίδειξης, κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Η Αθήνα από τον λόφο των Μουσών“) είναι έργο του, δανού, Josef Theodor Hansen.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου