Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Η μάχη (ένα πολεμικό διήγημα α-νοησίας)





Τον ξύπνησε ο βρυχηθμός του πολέμου. Αυτό το τόσο γνωστό πια στα αυτιά του τιτίβισμα που κάνουν οι βόμβες λίγο πριν να σκάσουν πετώντας λουλούδια γύρω τους. Έτσι φύτρωσαν οι κήποι στην ανατολική πλευρά της πόλης. Εκεί έπεσαν τρεις ομάδες βομβών. Η πρώτη άπλωσε παντού μενεξεδιά λουλούδια, η δεύτερη κίτρινα και η τρίτη κόκκινα τριαντάφυλλα. Έτσι οι μέλισσες και οι πεταλούδες, με τους έλικές τους να δουλεύουν με πλήρη ισχύ, μπορούσαν πια γρήγορα να ανεφοδιάζονται. 

Ένα σπουργίτι ήρθε και κάθισε στο περβάζι του παραθύρου του. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε τη κάρτα του από το πορτοφόλι του και την έβαλε στην υποδοχή ΑΤΜ που είχε στο στήθος του το μικρό πτηνό. Πάτησε ελαφρά το ράμφος του και από τη θυρίδα στη πλάτη του σπουργιτιού βγήκαν τα χρήματα που ήθελε να σηκώσει. Έβαλε τα χρήματα στο πορτοφόλι του. Το χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ δε σταμάτησε να τραγουδά παρά μόνο όταν έκλεισε το πορτοφόλι του και το έβαλε στη τσέπη.

Φόρεσε τις αρβύλες του και πήγε να πάρει το όπλο του. Του φάνηκε βαρύτερο από τις άλλες φορές. "Το αναθεματισμένο", σκέφτηκε, "σίγουρα σηκώθηκε το βράδυ και άδειασε όλο το κουτί με τα μπισκότα". Πλησίασε στο ντουλάπι. Το άνοιξε και βρήκε μέσα το κουτί των μπισκότων άδειο, να τραγουδά ένα πένθιμο μοιρολόι. Έκλεισε το ντουλάπι δυνατά. Τόσο δυνατά που ντουλάπι γάβγισε σα λυσσασμένο. Σήκωσε το όπλο του βρίζοντας και βγήκε έξω από το διαμέρισμα. Χαιρετίστηκε με μια κατσαρίδα που γυρνούσε αργά στο σπίτι της μετά από μια ολοφάνερα δύσκολη νύχτα. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια που χόρευαν σε παραδοσιακούς ήχους κλαρίνου και λαούτου. Στάθηκε στην έξοδο του κτιρίου. Κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Βγήκε έξω και πήρε γρήγορα θέση κάλυψης. 

Ένας μεταλλικός άνεμος φύσηξε κι ακολούθησε το βιομηχανικό θρόισμα των φύλλων των πυρηνοκίνητων δέντρων. Δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Ήταν φανερό πλέον πως κάποιος τον παρακολουθούσε. Έπεσε στο χάλκινο γρασίδι και σύρθηκε πάνω του. Μύγες πετούσαν από πάνω του αφήνοντας λεπτές γραμμές αερίων. Το νιαούρισμα ενός αεροπλάνου που διέσχιζε τον γκριζοπράσινο ουρανό του τράβηξε για λίγα δευτερόλεπτα τη προσοχή. Καταράστηκε τον εαυτό του για την απροσεξία του τούτη και προσπάθησε να ελέγξει το χώρο γύρω του. Ήταν όπως το περίμενε.

Ο εχθρός είχε εκμεταλλευτεί την ολιγωρία του και είχε πάρει καλές θέσεις περικυκλώνοντάς τον. Το τέλος ήταν πια πολύ κοντά. Άκουσε τρία διαφορετικά όπλα, δυο τουφέκι και ένα οπλοπολυβόλο να πορδίζουν δυνατά. Μπουρμπουλήθρες σαπουνιού εκτοξεύτηκαν από τα τουφέκια ενώ το οπλοπολυβόλο ξερνούσε ριπές απορρυπαντικού και μπύρας. Προσπάθησε να καλυφθεί σε ένα όρυγμα το οποίο εκείνη την ώρα χασμουριόταν αλλά εκείνο έκλεισε πριν προλάβει να χωθεί μέσα. Όλα είχαν τελειώσει. Ήταν πλέον πλυμένος και ντυμένος με κοτλέ παντελόνι κόκκινου χρώματος με τσέπες οι οποίες κουνούσαν παιχνιδιάρικα τις ουρές τους, κίτρινο σατέν πουκάμισο με κουμπιά που έπαιζαν μακριά γαϊδούρα ενώ γύρω από το λαιμό του δενόταν μια γραβάτα με στόμα αλιγάτορα. Οι αρβύλες του είχαν αντικατασταθεί με σκαρπίνια πάνω στα οποία δέσποζε το πολύχρωμο φτέρωμά τους.

Πέταξε το όπλο του. Αυτό μόλις χτύπησε στο έδαφος ρεύτηκε τα μπισκότα που είχε καταβροχθίσει το προηγούμενο βράδυ. Αυτή η μάχη είχε πια χαθεί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παγίδα

  Δεν είναι και λίγες οι φορές που όταν γράφουμε κάτι, δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς τις σκέψεις μας αλλά περισσότερο μας ενδιαφέρει να βρει θε...