Προσπάθησε να τεντώσει τα φτερά του, κι ας μην υπήρχε ούτε ίχνος τους στη πλάτη ή έστω στα χέρια του. Σαστισμένο άνοιξε τα μάτια του. Δεν είχε κόρες για να εστιάσουν και ήταν ολόμαυρα. Έβλεπε όμως. Έβλεπε καθαρά για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, αν και καμία ανάμνηση πια δεν του είχε μείνει. Έκανε να μιλήσει μα ήχο δε μπόρεσε να βγάλει εκείνο το σκοτεινό χάσμα που είχε για στόμα. Κοίταξε τα γαμψά νύχια στα χέρια του χωρίς να μπορέσει να διακρίνει καθόλου δάχτυλα. Το δέρμα του του φάνηκε σκληρό, παρόλο που ήταν εντελώς άυλο. Τα πόδια του δεν κατέληγαν σε πέλματα και πατούσες.
Η βροχή δεν το άγγιζε και το σκοτάδι δεν εμπόδιζε την όρασή του. Μπορούσε εύκολα να κινείται στο κακοτράχαλο μονοπάτι αλλά και έξω από αυτό. Περνούσε μέσα από τα χορτάρια, τους αγκαθωτούς θάμνους. Περπατούσε πάνω στα νερά χωρίς να βυθίζεται και στον αέρα χωρίς να πέφτει. Δίπλα από τους ανθρώπους στεκόταν χωρίς να γίνεται αντιληπτό. Μόνο μια γάτα, κατάμαυρη με άσπρα πατουσάκια, σήκωσε τις τρίχες της και έβγαλε τα νύχια της στο πέρασμά του και ένας σκύλος κάτασπρος με κόκκινο λαιμό, γάβγισε μέσα από την αυλή ενός σπιτιού καθώς το προσπερνούσε.
Συνέχισε να περιπλανιέται στροβιλιζόμενο στον άνεμο και τη νεροποντή. Έγινε ένα με τα σύννεφα και χώθηκε βαθιά στη γη. Οι αστραπές δε μπόρεσαν το πρόσωπό του να φωτίσουν. Ακούραστο δε σταματούσε ούτε δευτερόλεπτο την πορεία του. Κανένα εμπόδιο δεν ήταν ικανό να το καθυστερήσει. Ανέβηκε τη πλαγιά του λόφου και βρέθηκε μπροστά σε ένα φράκτη. Πέρασε από μέσα του σαν να μην υπάρχει. Το σκοτεινό αερικό γλίστρησε στις σκιές του κήπου και έγινε ένα με αυτές. Βρέθηκε μπροστά στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Τα ανέβηκε με χορευτικές ημικυκλικές κινήσεις. Σταμάτησε μπροστά στη βαριά σιδερένια πόρτα. Θα μπορούσε να περάσει από μέσα της αλλά κάτι το έκανε να διστάζει. Κάτι το εμπόδιζε. Κάτι του έλεγε πως έπρεπε να δράσει αλλιώς.
Άπλωσε το γαμψό μαύρο νύχι του και χτύπησε το κουδούνι. Ένας άντρας άνοιξε τη πόρτα. Το κοίταξε καλά. Κατευθείαν στα μάτια του τα γεμάτα από νύχτα. Έμεινε ακίνητος κάποια δευτερόλεπτα. Τι να σκεφτόταν άραγε;
Με μια απότομη κίνηση του έκλεισε με θόρυβο την πόρτα κατάμουτρα. "Ποιος ήταν τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό;¨ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από τον πάνω όροφο του σπιτιού. "Μην ανησυχείς γλυκιά μου, μια ανάμνηση ήταν. Ένα κακό όνειρο".
Πάντα ήθελα να έβλεπα τα πράγματα και από την πλευρά του τέρατος του.. αερικου πολύ έξυπνη ιδέα!! Αναπάντεχο φινάλε!! Δυνατό διήγημα!!
ΑπάντησηΔιαγραφή