Φουντούλης Ἰωάννης
Μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε χωρὶς ὑπερβολὴ τὴ Λειτουργία αὐτή, μαζὶ μὲ τὰ λειτουργικὰ χειρόγραφα, «Λειτουργία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς», γιατί πραγματικὰ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ χαρακτηριστικὴ ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς αὐτῆς περιόδου. Εἶναι δυστυχῶς ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀγνοοῦν τελείως τὴν ὕπαρξί της, ἢ τὴν ξεύρουν μόνο ἀπὸ τὸ ὄνομα, ἢ καὶ ἐλάχιστες φορὲς τὴν ἔχουν παρακολουθήσει. Δὲν πρόκειται νὰ τοὺς μεμφθοῦμε γὶ αὐτό.
Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τελεῖται σήμερα στοὺς ναούς μας τὸ πρωὶ τῶν καθημερινῶν της Τεσσαρακοστῆς, ἡμερῶν δηλαδὴ ἐργασίμων, καὶ γὶ αὐτὸ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δὲν δεσμεύονται κατὰ τὶς ὧρες αὐτὲς ἀπὸ τὰ ἐπαγγέλματα ἢ τὴν ὑπηρεσία τῶν. Τὰ τελευταία χρόνια γίνεται μιὰ πολὺ ἐπαινετὴ προσπάθεια ἀξιοποιήσεώς της. Σὲ πολλοὺς ναοὺς τελεῖται κάθε Τετάρτη ἀπόγευμα, σὲ ὧρες πού πολλοί, ἂν ὄχι ὅλοι οἱ πιστοί, ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ παρευρεθοῦν στὴν τέλεσί της.
Τὸ ὄνομά της ἡ Λειτουργία αὐτὴ τὸ πῆρε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση της. Εἶναι στὴν κυριολεξία Λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δὲν εἶναι δηλαδὴ λειτουργία ὅπως οἱ ἄλλες γνωστὲς λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στὶς ὁποῖες ἔχομε προσφορὰ καὶ καθαγιασμὸ Τιμίων Δώρων. Τὰ Δῶρα εἶναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, ἀπὸ ἄλλη Λειτουργία, πού ἐτελέσθη σὲ ἄλλη ἡμέρα. Τὰ προηγιασμένα δῶρα προτίθενται κατὰ τὴν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γιὰ νὰ κοινωνήσουν ἂπ αὐτὰ καὶ νὰ ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων εἶναι μετάληψις, κοινωνία.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν γενεσιουργὸ αἰτία τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων πρέπει νὰ ἀνατρέξωμε στὴν ἱστορία της. Οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἀρχαιοτάτη πράξη τῆς ‘Ἐκκλησίας μας. Σήμερα ἔχομε τὴ συνήθεια νὰ κοινωνοῦμε κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα. Στοὺς πρώτους ὅμως αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς ‘Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ κοινωνοῦσαν σὲ κάθε Λειτουργία, καὶ μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν ὑποπέσει σὲ διάφορα σοβαρὰ ἁμαρτήματα ἀπεκλείοντο γιὰ ἕνα ὠρισμένο χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Κοινωνοῦσαν δηλαδὴ οἱ πιστοὶ ἀπαραιτήτως κάθε Κυριακὴ καὶ κάθε Σάββατο καὶ ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ὅσες φορὲς ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, τακτικῶς ἢ ἐκτάκτως στὶς ἑορτὲς πού ἐτύχαινε νὰ συμπέσουν ἐντός της ἑβδομάδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος μαρτυρεῖ ὅτι οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς του κοινωνοῦσαν τακτικῶς τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δηλαδὴ τὴν Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴ (ἐπιστολὴ 93). Ἂν πάλι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τελεσθῆ ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ἡ Θεία Λειτουργία, τότε οἱ πιστοὶ κρατοῦσαν μερίδες ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία τῆς Κυριακῆς καὶ κοινωνοῦσαν μόνοι τους ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ τὸ ἐπιδοκιμάζει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος.
Στὰ Μοναστήρια καὶ ἰδιαίτερα στὰ ἐρημικὰ μέρη, ὅπου οἱ μοναχοὶ δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ παρευρεθοῦν σὲ ἄλλες λειτουργίες ἐκτός της Κυριακῆς, ἔκαμαν ὅ,τι καὶ οἱ κοσμικοί. Κρατοῦσαν δηλαδὴ ἁγιασμένες μερίδες ἀπὸ τὴν Κυριακὴ ἢ τὸ Σάββατο καὶ κοινωνοῦσαν κὰτ’ ἰδίαν. Οἱ μοναχοὶ ὅμως ἀποτελοῦσαν μικρὲς ἢ μεγάλες ὁμάδες καὶ ὅλοι ἔπρεπε νὰ προσέλθουν καὶ νὰ κοινωνήσουν κατὰ τὶς ἰδιωτικὲς αὐτὲς κοινωνίες. Ἔτσι ἀρχίζει νὰ διαμορφώνεται μία μικρὰ ἀκολουθία. Ὅλοι μαζὶ προσηύχοντο πρὸ τῆς κοινωνίας καὶ ὅλοι μαζὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεό, πού τοὺς ἀξίωσε νὰ κοινωνήσουν. Ἂν ὑπῆρχε καὶ ἱερεύς, αὐτὸς τοὺς προσέφερε τὴν θεία κοινωνία. Αὐτὸ ἐγίνετο μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ ἢ τῆς Θ’ ὥρας (3 μ.μ.), γιατί οἱ μοναχοὶ ἔτρωγαν συνήθως μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα, μετὰ τὸν ἑσπερινό. Σιγὰ -σιγὰ θέλησαν νὰ ἐντάξουν τὴν κοινωνία τοὺς αὐτὴ στὰ πλαίσια μιᾶς ἀκολουθίας, πού νὰ ὑπενθυμίζει τὴν θεία λειτουργία.
Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸν διεμορφώθη ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν (δηλαδὴ κατὰ τὸν τύπον τῆς Θείας Λειτουργίας), πρὸς τὸ τέλος τῆς ὁποίας κοινωνοῦσαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ μητρικὴ μορφὴ τῆς Προηγιασμένης.
Ἂς ἔλθωμε τώρα στὴν Τεσσαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἐτελεῖτο μόνον κατὰ τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές. Παλαιὸ ἔθιμο ἐπικυρωμένο ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες ἀπηγόρευε τὴν τέλεσι τῆς θείας λειτουργίας κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, γιατί αὐτὲς ἦσαν ἡμέρες νηστείας καὶ πένθους. Ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν κάτι τὸ ἀσυμβίβαστο πρὸς τὸν χαρακτήρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ Λειτουργία εἶναι πασχάλιο μυστήριο, πού ἔχει ἔντονο τὸν πανηγυρικό, τὸν χαρμόσυνο, τὸν ἐπινίκο χαρακτήρα. Αὐτὸ ὅμως γεννοῦσε ἕνα πρόβλημα. Οἱ χριστιανοὶ ἔπρεπε νὰ κοινωνήσουν δύο φορὲς τουλάχιστον ἀκόμη κατὰ τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὀλιγώτερο δηλαδὴ κατὰ τὶς ἐνδιάμεσες ἡμέρες, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή, πού μνημονεύει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ λύσις ἤδη ὑπῆρχε: Οἱ πιστοὶ θὰ κοινωνοῦσαν ἀπὸ Προηγιασμένα Ἅγια. Οἱ ἡμέρες αὐτὲς ἦσαν ἡμέρες νηστείας. Νηστεία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐσήμαινε πλήρη ἀποχὴ τροφῆς μέχρι τὴν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἡ κοινωνία λοιπὸν θὰ ἔπρεπε νὰ κατακλείση τὴν νηστεία, νὰ γίνη δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ συνδέεται ἡ ἱστορία μὲ τὴν σημερινὴ πράξι. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι σήμερα ἀκολουθία ἑσπερινοῦ, στὴν ὁποία προστίθεται ἡ παράθεσις τῶν δώρων, οἱ προπαρασκευαστικὲς εὐχές, ἡ θεία κοινωνία καὶ ἡ εὐχαριστία ὕστερα ἀπὸ αὐτήν. Ἡ διαμόρφωσίς της μέσα στὸ ὅλο πλαίσιο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔντονο «πενθηρό»,, κατὰ τὸν Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτήρα (Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων). Μὲ τὸν ἑσπερινὸ συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ ἁγία τράπεζα καὶ τὰ τίμια δῶρα εἶναι σκεπασμένα μὲ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχὲς εἶναι γεμάτες ταπείνωσι καὶ συντριβή. «Μυστικώτερα εἰς πᾶν ἡ τελετὴ γίνεται», κατὰ τὸν ἴδιο Πατέρα.
Καιρὸς νὰ ρίξουμε μιὰ ματιὰ σ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, στὴ μορφὴ πού ὕστερα ἀπὸ μακρὰ ἐξέλιξη ἀποκρυσταλώθηκε καὶ κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται σήμερα στοὺς ναούς μας. Ἤδη ἐπισημάναμε τὰ δύο λειτουργικὰ στοιχεῖα πού τὴν συνθέτουν: τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τὴν Θεία Κοινωνία. Τὸ πρῶτο μέρος της ἀποτελεῖ ὁ συνήθης ἑσπερινός της Τεσσαρακοστῆς μὲ μικρὲς μόνο τροποποιήσεις.
Ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ψαλμωδία τῆς Θ’ ὥρας ἐνδύεται τὴν ἱερατική του στολὴ καὶ θυμιᾶ. Ἡ ἔναρξις γίνεται μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατὰ τὸν τύπο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναγινώσκεται ὁ προοιμιακός, ὁ 103ος δηλαδὴ ψαλμός, πού περιγράφει τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ· «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Εἶναι τὸ προοίμιο τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀκολουθίας τοῦ νυχθημέρου, πού ἀρχίζει, ὡς γνωστό, κατὰ τὸν ἑβραϊκὸ τρόπο, ἀπὸ τὴν ἑσπέρα· πρῶτο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θεωρεῖται ἡ νύκτα. Ὕστερα ὁ διάκονος, ἢ ἐν ἀπουσία του ὁ ἱερεύς, θέτει στὸ στόμα τῶν πιστῶν τὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς«Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»,, τὰ εἰρηνικά. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ΙΗ’ καθίσματος τοῦ Ψαλτηρίου· «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι μὲ ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοὶ 119-133). Εἶναι τὸ τμῆμα τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔχει καθορισθῆ νὰ ἀναγινώσκεται κατὰ τοὺς ἑσπερινούς της Τεσσαρακοστῆς.
Ὁ ἱερεὺς ἐν τῷ μεταξὺ ἑτοιμάζει στὴν Πρόθεσι τὰ Προηγιασμένα -ἀπὸ τὴν Λειτουργία τοῦ προηγουμένου Σαββάτου ἢ τῆς Κυριακῆς- Τίμια Δῶρα. Ἀποθέτει τὸν Ἅγιο Ἄρτο στὸ Δισκάριο, κάμνει τὴν ἕνωσι τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος στὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ τὰ καλύπτει. Ὁ ἑσπερινὸς συνεχίζεται μὲ τὴν ψαλμωδία τῶν ψαλμῶν τοῦ λυχνικοῦ καὶ τῶν κατανυκτικῶν τροπαρίων τῶν ἑκάστοτε ἡμερῶν, πού περιλαμβάνονται στοὺς τελευταίους στίχους τῶν ψαλμῶν αὐτῶν καὶ γίνεται ἡ εἴσοδος. Διαβάζονται δύο ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἕνα ἀπὸ τὴν Γένεσι καὶ ἕνα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Θὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο στὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία τοῦ «Κατευθυνθήτω», τοῦ δευτέρου στίχου τοῦ 140ού ψαλμοῦ. Ψάλλεται μετὰ ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα ἓξ φορές, ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς χορούς, ἐνῶ ὁ ἱερεὺς θυμιὰ τὴν Ἁγία Τράπεζα.
«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου·
ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»..
Κατόπιν γίνεται ἡ ἐκτενὴς δέησις ὑπὲρ τῶν τάξεων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Κατηχουμένων, τῶν ἑτοιμαζομένων διὰ τὸ ἅγιον Βάπτισμα, «τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων»,, καὶ τῶν πιστῶν. Καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσι τῶν Κατηχουμένων ἔρχεται τὸ δεύτερο μέρος, ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων.
Τὴν μεταφορὰ τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπὸ τὴν Πρόθεσι στὸ Θυσιαστήριο, πού γίνεται μὲ ἄκρα κατάνυξι, ἐνῶ οἱ πιστοὶ προσπίπτουν «μέχρις ἐδάφους» συνοδεύει ἡ ψαλμωδία τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:
«Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
σὺν ἠμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν·
ἰδοὺ γὰρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται.
Πίστει καὶ πόθῳ προσέλθωμεν,
ἴνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενόμεθα.
Ἀλληλούϊα».
Ἡ προπαρασκευὴ γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως τὴν Κυριακὴ προσευχὴ (Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς… τὸν ἄρτον ἠμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμῖν σήμερον…», ἀκολουθεῖ ἡ Κοινωνία καὶ μὲτ’ αὐτὴν ἡ εὐχαριστία. Καὶ ἡ Λειτουργία κλείνει μὲ τὴν κατανυκτικὴ ὀπισθάμβωνο εὐχή. Εἶναι δέησις πού συνδέει τὴν τέλεσι τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς Λειτουργίας πρὸς τὴν περίοδο τῶν Νηστειῶν. Ὁ πνευματικὸς ἀγὼν τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι σκληρός, ἀλλὰ καὶ ἡ νίκη κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν εἶναι βεβαία γιὰ τοὺς ἀγωνιζομένους τὸν καλὸν ἀγώνα. Ἡ Ἀνάστασις δὲν εἶναι μακράν. Ἂς τὴν διαβάσωμε προσεκτικά. Εἶναι ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα:
«Δέσποτα παντοκράτορ, ὁ πάσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διὰ τὴν ἄφατόν σου πρόνοιαν καὶ πολλὴν ἀγαθότητα ἀγαγῶν ἠμᾶς εἰς τὰ πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, πρὸς ἐγκράτειαν παθῶν, πρὸς ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διὰ τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τὰ θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παρασχου καὶ ἠμῖν, ἀγαθέ, τὸν ἀγώνα τὸν καλὸν ἀγωνίσασθαι, τὸν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τὴν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλᾶσαι, νικητὰς τὲ τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καὶ ἀκατακρίτως φθᾶσαι προσκυνῆσαι καὶ τὴν ἁγίαν ἀνάστασιν».
Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ κατανυκτικότερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μία διαρκῆς πρόσκλησις γιὰ τὴν συχνὴ κοινωνία τῶν θείων μυστηρίων. Μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ζωντανὴ παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Φωνὴ πού λέγει ὅτι ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζῆ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἂν δὲν ἀνανεώνη διαρκῶς τὴν ἕνωσί του μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ ζωὴ ἠμῶν» (Κολοσ. 3, 4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου