Είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που είδε τελευταία φορά άνθρωπο. Κανονικό ή μεταλλαγμένο. Είχε περπατήσει αμέτρητα μίλια και ούτε ψυχή δεν είχε βρει. Παρ' όλα αυτά δεν αισθανόταν κάποια λύπη, κάποια θλίψη, πόσο μάλλον απελπισία. Απελπισία δε θα έπρεπε να νιώθει ένας άνθρωπος που είχε μείνει σχεδόν μόνος του στον κόσμο; Σχεδόν γιατί του κρατούσε συντροφιά ακόμα ο αδέσποτος σκύλος που τον είχε ακολουθήσει αλλά και κάθε βράδυ όταν κοιμόταν είχε για "παρέα" τους εφιάλτες του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν του έλειπε η ανθρώπινη παρουσία. Έτσι σαν αγρίμια που είχαν γίνει αυτοί που συνάντησε, τι να τους κάνει τους ανθρώπους; Από την άλλη ούτε τους ανθρώπους όπως ήταν πριν την καταστροφή επιθυμούσε να δει. Καθόλου δε θα βιαζόταν να συναντήσει μια κοινότητα ανθρώπων έστω και σε εκείνη την πρότερη κατάσταση. Το σοκ εκείνων των πρώτων μηνών μετά την έκρηξη είχε περάσει και η μοναξιά τον ευχαριστούσε τόσο πολύ.
Ίσως βέβαια να υπήρχε και κάποιος φόβος κρυμμένος σε αυτή του τη στάση. Ο φόβος του πως θα απαντούσε στις ερωτήσεις που θα του έθεταν. Πώς θα μιλούσε για έναν Θεό που μας αγαπά όλους σε μια ανθρωπότητα αποδεκατισμένη, διαλυμένη ακόμα και μεταλλαγμένη πια. Πώς να εξηγήσεις και πως να επικαλεστείς το σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου μετά από τέτοιας έκτασης καταστροφή; Πώς θα μπορούσε να απολογηθεί για το θέλημα του Θεού όταν ούτε και αυτός μπορούσε να το καταλάβει;
Από την άλλη, ίσως να μη του ζητούσαν τίποτα τέτοιο. Ίσως το μόνο που θα ήθελαν από αυτόν να ήταν λίγη παρηγοριά, δυο λόγια ελπίδας. Μια διαβεβαίωση ότι όλα θα φτιάξουν, όλα θα πάνε καλά, όπως μετά τον κατακλυσμό του Νώε. Αλλά μήπως μπορούσε και αυτό να το προσφέρει; Ούτε τον εαυτό του δεν είχε καταφέρει να παρηγορήσει τόσο καιρό. Μέχρι που έπεσε σε πλήρη αναισθησία. Το μόνο που δούλευε επάνω του ήταν τα πόδια του που περπατούσαν, τα μάτια του που εντόπιζαν χρήσιμα πράγματα και τρόφιμα και τα χέρια του που τα άρπαζαν. Πριν τη συμφορά αυτή ήταν παπάς. Τώρα αισθανόταν τρωγλοδύτης. Ίσως να μπορούσε να συγκαταλεχθεί στα σαπροφάγα ζώα, όπως οι ύαινες ή τα τσακάλια πια. Μπα! Όχι. Ήταν απλά ένας εκπληκτικά προσαρμοστικός τύπος με ισχυρότατο ένστικτο επιβίωσης. Δε φτάνει όμως να επιβιώνεις, σκέφτηκε αφήνοντας ένα πικρό χαμόγελο να εμφανιστεί στα χείλη του, πρέπει και να ζεις. Τι σημαίνει όμως το να ζεις; Ειδικά σε τέτοιες συνθήκες που ήταν το όριο μεταξύ της επιβίωσης και της ζωής; Και άξιζε να ρισκάρεις το ένα για το άλλο; Ή να εγκαταλείψεις το δεύτερο για το πρώτο;
Κουράστηκε από το πολύ περπάτημα. Ήθελε πια να ξεκουραστεί. Και ο σκύλος το ίδιο. Έψαξε γύρω του να βρει ένα κατάλληλο κατάλυμα. Αφουγκράστηκε για λίγο. Στα αυτιά του έφτανε ένας απαλός ήχος νερού τρεχούμενου. Έκανε βήματα προς τη κατεύθυνση του νερού. Δεν είχε λαθέψει. Ο ήχος όλο και δυνάμωνε. Πίσω από κάποιους ψηλούς ερειπωμένους όγκους τσιμέντου, που κάποτε ήταν περήφανες, πανύψηλες πολυκατοικίες είχε δημιουργηθεί ένας μικρός υδροβιότοπος με νερό φρέσκο και χλωρίδα. Ίσως για πρώτη φορά από εκείνη τη μαύρη ημέρα αισθανόταν πως ο Θεός δεν είχε εγκαταλείψει εντελώς τους ανθρώπους.
Ήπιε νερό, γέμισε τα παγούρια του και λίγο πιο πέρα βρήκε ένα μέρος που του φαινόταν αρκετά ασφαλές για να χωθεί μέσα και να κοιμηθεί. Μετά από πολύ καιρό δεν είδε εφιάλτες...
Σωστός, ακόμα και σε αποκαλυπτικό περιβάλλον μπορεί βεβαίως κάπου να υπάρχει μια μικρή όαση. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει εντελώς τους ανθρώπους, αυτό καλό είναι να το έχουμε στο νου μας ότι και να συμβαίνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέμε για τις μέρες μας πόσο έχουν αλλάξει όλα, πόση ταλαιπωρία, να το πω έτσι ευγενικά τραβάει ο κοσμάκης, πόσοι απελπίζονται (η απελπισία λένε το πιο αλάνθαστο όπλο του εξ'από δω). Ποιος ξέρει όμως τι έρχεται μπροστά, ας κρατάμε πισινές κι ας λέμε πού και πού κανένα ευχαριστώ σε Εκείνον για όλα.
Π
Είναι μια σκέψη μου, τι σόι κήρυγμα θα έκανε ένας παπάς σε μια τέτοια εποχή.
Διαγραφή