Είχαν περάσει κάμποσες ημέρες από τότε που είχε γίνει μέλος της ομάδας εκείνων των αθεράπευτα αισιόδοξων και ρομαντικών ανθρώπων οι οποίοι είχαν βάλει στόχο τους να αναστήσουν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Τι στόχος κι αυτός! Γύρω τους υπήρχαν μόνο χαλάσματα, πτώματα, μεταλλαγμένοι άνθρωποι, πηγές μόλυνσης κι ένα σωρό άλλα δυσοίωνα σημάδια που δεν άφηναν χώρο σε κάποια ελπίδα.
Και ακόμα δεν ήταν και πολύ σίγουρος για το αν συμφωνούσε με την όλη προσπάθεια της ανασύστασης του ανθρώπινου πολιτισμού. Πού είχε οδηγήσει όλο αυτό στο κάτω κάτω; Σε τούτη την απαίσια καταστροφή. Αλλά και πριν την καταστροφή τι γινόταν; Κάθε είδους διαστροφή είχε ειδωλοποιηθεί, πόλεμοι, εγκλήματα, αρρώστιες, καταστροφή του πλανήτη. Ήταν τόσα πολλά που δεν ήξεραν καν ποια από όλες ήταν η αιτία του ολέθρου. Τι ήθελε τότε με αυτούς τους ανθρώπους; Γιατί έμεινε μαζί τους; Για να τους καθοδηγήσει πνευματικά; Πού; Σε ποιον προορισμό; Και ακόμα κι αν συμφωνούσε στον προορισμό, του είχε μείνει πίστη; Μετά από πολύ καιρό μπόρεσε να κάτσει και να ηρεμήσει. Και σιγά σιγά οι αναμνήσεις των απωλειών είχαν αρχίσει να τον ζυγώνουν.
Τότε, δυνατές φωνές διέκοψαν τις σκέψεις του. Κάποιοι φώναζαν πως δέχονταν επίθεση. Κοίταξε προς τη μεριά που ακούστηκαν οι φωνές. Τρεις μεταλλαγμένοι ορμούσαν σαν αγριόσκυλα προς τον καταυλισμό. Ήδη οι σύντροφοί του έπαιρναν θέσεις μάχης. Άρπαξε το ραβδί του κι έτρεξε προς το μέρος που γινόταν η επίθεση.
Ήδη οι προσπάθειες άμυνας είχαν ξεκινήσει. Άλλοι πετούσαν πέτρες, άλλοι είχαν φτιάξει κοντάρια ενώ ένας είχε φτιάξει τόξο και βέλη και τα χρησιμοποιούσε με αρκετή επιδεξιότητα. Μάλιστα κατάφερε να πετύχει έναν από τους τρεις αγριανθρώπους στο μάτι και να τον σκοτώσει.
Οι άλλοι δύο είχαν πλησιάσει πολύ όταν κατέφτασε μια άλλη ομάδα από τον καταυλισμό κρατώντας πυρσούς στα χέρια. Οι φωτιά φαινόταν να αποδιοργανώνει τους μεταλλαγμένους δίνοντας ευκαιρία στους αμυνόμενους να γίνουν επιτιθέμενοι και να περικυκλώσουν τους δύο εναπομείναντες εισβολείς. Με το ραβδί του πέτυχε ένα γερό χτύπημα στον έναν από αυτούς, ο οποίος τρέκλισε λίγο και έπεσε πριν ορμήσουν πάνω του οι υπόλοιποι υπερασπιστές του καταυλισμού και τον αποτελειώσουν. Ίδια μοίρα είχε μετά από λίγα δευτερόλεπτα και ο τελευταίος μεταλλαγμένος.
Πλησίασε και κοίταξε καλά έναν από αυτούς. Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο, σαν κάρβουνο, και τα δόντια του ήταν μυτερά σαν ποντικού. Τα νύχια του ήταν σαν αρπακτικού. "Τι λες παπά; Τι σόι δαίμονες είναι τούτοι;" τον ρώτησε ένας γεροδεμένος άντρας που είχε γεμίσει με τα αίματα του πλάσματος.
" Όχι. Όχι δαίμονες. Άνθρωποι.", απάντησε. "Είναι ή μάλλον ήταν κάποτε σαν κι εμάς". "Και πώς έγιναν έτσι; Πώς κατάντησαν τέρατα;" ξαναρώτησε ο άλλος. "Δεν υπάρχει χειρότερο τέρας από έναν άνθρωπο που το μόνο που του έχει μείνει και τον ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή του", απάντησε ξανά και έμεινε σκεπτικός. Η αναγέννηση του ανθρώπινου πολιτισμού ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις...
Παπα Κώστα σε φαντάστηκα με τη στολή της φωτογραφίας να λειτουργείς στα χαλάσματα! Εύχομαι να μη φτάσουμε εκεί βέβαια πρώτα ο θεός αλλά πριν πεινάσεις μαγειρεύεις λέει η παροιμία :D
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένουμε το επόμενο επεισόδιο.
Π
Θα πάω να πάρω πέντε έξι μάσκες αερίου καλού κακού...
ΔιαγραφήΔυστοπικό, σύντομο και ωραίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα κύρια χαρακτηριστικά μου. Με έμφαση στο τελευταίο!
ΑπάντησηΔιαγραφή