Περπατούσε πολλή ώρα μέσα στην γκροτέσκα ερημιά που είχαν δημιουργήσει τα χαλάσματα της πόλης. Θυμήθηκε πόσο του άρεσε να περπατάει τις ώρες που ησύχαζε η πόλη. Τότε που τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια που του διέκοπταν το περπάτημα γινόταν ελάχιστα. Του άρεσε να αφήνεται να τον καθοδηγούν οι δρόμοι χωρίς να γνωρίζει πού θα τον βγάλουν.
Τι ειρωνικό. Αυτός που ήθελε να περπατάει μέσα στην ησυχία, τώρα βάδιζε χιλιόμετρα ολόκληρα μπας και συναντήσει καμιά ψυχή. Αλλά πέρα από το σκύλο του, δε συνάντησε κανένα ζωντανό πλάσμα. Είτε φυσιολογικό είτε τρελαμένο από την καταστροφή είτε μεταλλαγμένο. Τίποτα. Όλη αυτή η ησυχία είχε αρχίσει να τον χτυπάει στα νεύρα.
Ξαφνικά σταμάτησε το περπάτημα. Είχε βρεθεί μπροστά σε μια λιμνούλα. Από που είχαν βρεθεί αυτά τα νερά; Ήταν καθαρά; Μολυσμένα από κάποιου είδους χημικό; Βρώμικα; Ποιος ξέρει; Έβγαλε το σταυρό που φορούσε και πήρε το ιερατικό βιβλίο που είχε στη τσάντα του. Άρχισε να διαβάζει την ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού. Ήταν άλλωστε Θεοφάνεια. Μόλις τελείωσε ράντισε τριγύρω του σταυροειδώς. Τα βιβλία που είχε διαβάσει έγραφαν ότι οι Απόστολοι όταν σταύρωναν δηλητηριασμένα νερά, μετά έπιναν από αυτά χωρίς να πάθουν τίποτα. Άραγε θα είχε καθαρισθεί και το νερό της λιμνούλας; Είχε αρκετή πίστη να πιει από αυτή;
Μια σειρά ήχων διέκοψαν τις σκέψεις του. Φωνές. Ήταν σχετικά κοντά και ακούγονταν ανθρώπινες. Και μάλλον πολιτισμένες. Ή έστω σχεδόν πολιτισμένες. Έβαλε το βιβλίο στη τσάντα του, ξαναπέρασε το σταυρό στο λαιμό του, κρέμασε τη τσάντα στη πλάτη του και πήγε προς τις φωνές. Δεν ήπιε από το νερό που μόλις είχε αγιάσει. Ο σκύλος του τον κοίταζε να απομακρύνεται. Έσκυψε στη λιμνούλα, ήπιε κάμποσο από το νερό και ακολούθησε τρέχοντας το φίλο του. Ήταν Θεοφάνεια, ένα χρόνο περίπου μετά την "Αποκάλυψη".
Ο σκύλος πάντως ήταν σίγουρος για τον αγιασμό των υδάτων νερά :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠ
Δε μπορούσα να μη βάλω και το φιλοζωικό μου...
Διαγραφή