Είχε περάσει πια και η πρωτοχρονιά. Χωρίς να δει άνθρωπο. Χωρίς να ακούσει, όχι μουσική, αλλά έστω κάποιον ήχο που να υποδηλώνει πως αυτός που τον παράγει έχει μια κάποια νοημοσύνη. Ο σκύλος και τα όποια απομεινάρια πίστης του, τον γλίτωναν από την παραφροσύνη. Είχε χάσει και τις μέρες πια. Είχαν μείνει δύο ή τρεις ημέρες για τα Φώτα;
Τα Φώτα. Πώς να τα γιορτάσεις με τόσο σκοτεινό ουρανό. Πώς να τα γιορτάσεις όταν από εκεί που κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα τώρα έπεφτε μόνο όξινη βροχή και νιφάδες ραδιενεργού πάγου; Πώς να τα γιορτάσεις μετά από ένα χρόνο απόλυτου σκοταδιού το οποίο δε φαίνεται να έχει τέλος;
Μπήκε σε ένα γκρεμισμένο σούπερ μάρκετ. Βρήκε κάποια μπουκάλια νερό και κονσέρβες για τον ίδιο και το σκύλο του. Το σκύλο του. Από πού βρέθηκε αυτό το αδέσποτο; Θυμήθηκε που πάντα του άρεσε να παρομοιάζει τον εαυτό του με αδέσποτο σκύλο και να που τώρα, αυτό το "σύμβολο" είναι η μόνη του παρέα. Η μόνη του παρέα σε ολόκληρο τον κόσμο. Τόσο πολύ είχε ερημώσει ο τόπος που ένα χρόνο μετά έβρισκε ρούχα, φάρμακα, τρόφιμα. Δεν υπήρχε κανείς για να τα κλέψει.
Υπήρχε όμως και μια σχεδόν μεταφυσική γαλήνη η οποία του άρεσε. Μπορεί να ντρεπόταν να το παραδεχτεί λόγω των τεράστιων απωλειών που χρειάστηκαν για να υπάρξει αυτή η γαλήνη αλλά ναι, του άρεσε. Η απουσία θορύβων και δυνατών φωνών. Η έλλειψη τσακωμών και εξατμίσεων χαλασμένων. Έπρεπε να καταστραφεί σχεδόν(;) η ανθρωπότητα-και μάλιστα από το ίδιο της το χέρι- για να αποκτήσει μια ανθρωπιά ο πλανήτης. Πόσο καταστροφικό είδος είμαστε τελικά; Μήπως η καινούρια κατάσταση είναι καλύτερη;
Ξαφνικά ένα ουρλιαχτό διέκοψε τη γαλήνη. Μια γυναικεία κραυγή ήταν σίγουρα. Κινήθηκε προς το μέρος της. Μετά από κάμποσα μέτρα σχεδόν τρεξίματος, μια και το έδαφος δεν ευνοούσε το πολύ γρήγορο τρέξιμο, πέρασε μέσα σε ένα διάδρομο που είχαν σχηματίσει κάποια γκρεμίσματα και βγήκε σε κάτι που θα το λέγαμε ξέφωτο.
Μια γυναίκα, γύρω στα 35 με 40, ποιος μπορούσε να πει πια, πάλευε γενναία με ένα αλλόκοτο ανθρωπόμορφο πλάσμα. Ήταν ψηλό, γύρω στα δύο μέτρα, με μαύρο γυαλιστερό δέρμα, καθόλου μαλλιά, και με πολύ γαμψά νύχια στα άκρα του που πιο πολύ έμοιαζαν με τέσσερα πόδια παρά με δύο πόδια και δύο χέρια. Η γυναίκα κρατώντας κάτι σαν σπαθί αμυνόταν λυσσασμένα απέναντι σε τούτο το τέρας. Του είχε καταφέρει μάλιστα μερικά καλά χτυπήματα. Παρ' όλα αυτά το πλάσμα την είχε στριμώξει. Έπρεπε να τη βοηθήσει.
Πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι, ο σκύλος του όρμηξε γαβγίζοντας προς το απαίσιο πλάσμα. Προσπάθησε να τον συγκρατήσει αλλά μάταια. Κοίταξε γύρω του. Βρήκε μια μεγάλη μυτερή πέτρα. Έκοψε μια λωρίδα από το έτσι κι αλλιώς διαλυμένο ράσο του, έβαλε τη πέτρα μέσα, έκανε το σταυρό του και άρχισε να τη στριφογυρνά. Την εκτόξευσε και αυτή καρφώθηκε στο κεφάλι του τέρατος του οποίου την προσοχή είχε πλήρως αποσπάσει ο σκύλος του. Ένα βογκητό ακούστηκε και το πλάσμα έπεσε νεκρό.
"Κοίτα να δεις!", σκέφτηκε, "έγινα ένας μετα-αποκαλυπτικός Δαβίδ!". Γέλασε λίγο. Πόσο καιρό είχε να γελάσει...Πλησίασε τη πεσμένη κοπέλα και της έδωσε το χέρι του για να σηκωθεί. Εκείνη το χτύπησε με τη λαβή του σπαθιού της και χάθηκε τρέχοντας μέσα σε ένα μισοχαλασμένο θεοσκότεινο δρομάκι.
" Ο κόσμος καταστράφηκε, εγώ ρίχνω πέτρες σαν τον Δαβίδ αλλά η ανθρωπότητα ακόμα και τώρα παραμένει δέσμια της καχυποψίας της". Γύρισε στο σκύλο. "Πάλι οι δυο μας" του είπε και συνέχισαν το δρόμο τους.
Η άλλη ούτε ένα ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς είναι, τουλάχιστον έχει τον σκύλο!
Π
Έχει και συνέχεια...
Διαγραφή