Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Μετά την "Αποκάλυψη", εφιάλτης

 


Ένιωσε το έδαφος να τραντάζεται. Είδε τα πεσμένα στο δρόμο χαλάσματα των σπιτιών να αναπηδούν. Έτρεξε να καλυφθεί. Χώθηκε σε μια τρύπα που είχε ανοίξει στον τοίχο ενός κοντινού σπιτιού και περίμενε να δει τι θα ακολουθήσει. Είδε να έρχονται από αντίθετες μεριές δύο στρατεύματα κραδαίνοντας τα όπλα τους. Και τι παράξενα όπλα που ήταν αυτά που κρατούσαν στα χέρια τους! Αν και έμοιαζαν με σπαθιά, κοντάρια, τσεκούρια και τόξα περασμένων αιώνων ξερνούσαν φωτιά και δηλητηριώδη αέρια μαζί με δέσμες φωτός που έλιωναν ο,τιδήποτε βρισκόταν στο διάβα τους.

Οι δυο στρατοί συγκρούστηκαν με ορμή και όλο το γύρω τοπίο αναστέναξε. Σκόνη σηκώθηκε και ανακατεύτηκε με τον κυκλώνα φωτιάς και αίματος του πεδίου της μάχης. Πόσο θαυμαστό σκηνικό στήθηκε  κάτω από το σκοτεινό από το πυρηνικό νέφος ουρανό. Τα ουρλιαχτά εναλλάσσονταν με τις ιαχές θριάμβου, τη περηφάνια διαδεχόταν ο πόνος, τα τραγούδια νίκης έδιναν τη θέση τους στους επιθανάτιους ρόγχους.

Και τότε βγήκαν από τις γραμμές οι δυο πρόμαχοι. Με τις αρματωσιές τους γεμάτες αίματα και χτυπήματα. Και σάρωσαν ο καθένας τους αντιπάλους του στήνοντας τα λάβαρά τους στην καρδιά του αντίπαλου στρατοπέδου. Όρμηξαν χωρίς δεύτερη σκέψη στα αντίπαλα άρματα που έκαναν την εμφάνισή τους στο πεδίο της μάχης. Αφήνοντας φρικτές πολεμικές κραυγές έκοψαν στα δύο τα τεθωρακισμένα με τα πύρινα όπλα τους και εξαΰλωσαν τα πληρώματά τους. 

Το αίμα που έτρεχε είχε πάρει πλέον τη μορφή ορμητικού ποταμού. Η στάθμη του άρχισε να ανεβαίνει καλύπτοντας τα πάντα. Ο χώρος στον οποίο είχε κρυφτεί άρχισε να πλημμυρίζει. Αν έμενε στη θέση του κινδύνευε με πνιγμό. Αν έβγαινε έξω σίγουρα θα έπεφτε θύμα της αδυσώπητης μάχης που γινόταν όλο και πιο έντονη. Δεν είχε πια επιλογή όμως. Το αίμα αναμειγμένο με πετρέλαιο και βενζίνη είχε ήδη φτάσει στη μέση του και ανέβαινε πολύ γρήγορα. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια κόντρα στο δυνατό ρεύμα να κρατηθεί και να βγει έξω. Δυσκολευόταν πολύ. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια με όση δύναμη του είχε απομείνει και βγάζοντας μια κραυγή πήδηξε στο δρόμο. 

Τότε είδε έναν από τους στρατιώτες να έρχεται τρέχοντας κατά πάνω του στριφογυρνώντας μια μπάλα με καρφιά την οποία συνέδεε με ένα κοντό ρόπαλο μια αλυσίδα. Όσο τη τριφογυρνούσε η μπάλα άρχισε να βγάζει μια περίεργη λάμψη, κόκκινου χρώματος και ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως αυτό το πράγμα έκαιγε. Ήξερε πως είχε έρθει το τέλος του. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να προσευχηθεί. Ξαφνικά ο πολεμιστής σταμάτησε και κοίταξε ψηλά. Ένας τεράστιος όγκος φωτιάς, που σε μέγεθος ήταν αρκετός να καλύψει πέντε φορές όλο το πεδίο της μάχης, ερχόταν με ορμή καταπάνω τους. Σύντομα δεν έβλεπε κανείς τίποτα παρά μόνο μια εκτυφλωτική λάμψη που όλο και πλησίαζε κατακαίγοντας ακόμα και τον αέρα. Είχε έρθει το τέλος.

Ξύπνησε απότομα, καταϊδρωμένος. Κοίταξε γύρω του. Όλα ήταν κατασκότεινα, όπως είναι εδώ και ένα χρόνο πια. Η νεκρική σιγή διακόπηκε από τον ελαφρύ ήχο που έκανε ο σκύλος του, που άλλαξε πλευρό. Τι όνειρο κι αυτό. Ήταν άραγε προφητικό ή κομμάτι μιας χαμένης ανάμνησης; Ή απλά αποτέλεσμα του φόβου του; Δεν μπόρεσε να καταλάβει. Έκανε το σταυρό του και ξαναξάπλωσε. Αποφάσισε να κοιμηθεί λίγο ακόμα πριν ξεκινήσει το δρόμο του. Σύντομα τον πήρε ξανά ο ύπνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To χάος ως τάξη

  Περπατώντας και κοιτάζοντας στον ουρανό το βράδυ, μετά από βροχή, κάποιος πατά ένα σαλιγκάρι. Πόσες πιθανότητες υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ό...