Κάποια φορὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόταν στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:
«Ἀντώνιε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὸ μέτρο τοῦ τάδε τσαγκάρη ποὺ ζεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια».
Σηκώθηκε τὸ πρωί, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του καὶ πῆγε νὰ τὸν βρεῖ. Ἔφθασε σὲ κεῖνο τὸ μέρος καὶ μπῆκε στὸ ἐργαστήριό του.
Ἐκεῖνος ὅταν τὸν εἶδε ταράχτηκε. Τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας:
«Μίλησέ μου γιὰ τὶς πράξεις σου».
Ὁ τσαγκάρης εἶπε:
«Δὲν ξέρω νὰ ἔχω κάνει ποτὲ κάτι καλό, παρὰ μόνο, μόλις σηκωθῶ τὸ πρωὶ νὰ καθίσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ὁλόκληρη ἡ πόλη αὐτή, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο, μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἐνάρετες πράξεις τους καὶ ὅτι μόνο ἐγὼ κληρονομῶ τὴν κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Τὸ βράδυ πάλι λέω τὰ ἴδια λόγια, πρὶν κοιμηθῶ».
Τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος καὶ εἶπε:
«Ἀληθινά, σὰν καλὸς χρυσοχόος, ἐνῷ κάθεσαι στὸ σπίτι, ἀναπαυτικὰ κληρονόμησες τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐγὼ ὅλο μου τὸν χρόνο τὸν περνῶ στὴν ἔρημο, ὅμως, καθὼς δὲν ἔχω διάκριση, δὲν σὲ ἔφθασα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου