Οι σπηλιές πραγματικά στο εσωτερικό τους έσφυζαν από ζωή. Ήταν εξαιρετικά διαμορφωμένες . Είχαν φτιαχτεί έτσι ώστε κάθε μία να μοιάζει πάρα πολύ με άνετο διαμέρισμα. Συνδέονταν μεταξύ τους εσωτερικά με ένα πολύπλοκο δίκτυο διαδρόμων ενώ εξωτερικά υπήρχαν σκαλιά που ένωναν τις εισόδους του σπηλαιώδους συμπλέγματος. Μια ολόκληρη πολιτεία είχε κατασκευαστεί μέσα στη κοιλιά αυτού του λόφου.
"Σαν στο σπίτι σου!" επανέλαβε ο κυνηγός και αμέσως φώναξε δυνατά την υπόλοιπη φυλή, έτσι έλεγε τους υπόλοιπους κατοίκους των σπηλιών, να έρθει να υποδεχτεί τον νεοφερμένο. Η υποδοχή ήταν θερμή και το κλίμα έγινε γρήγορα εορταστικό. Προχώρησαν προς έναν αμφιθεατρικό χώρο στο εσωτερικό του δικτύου των σπηλαίων. Εκεί έκαιγε μια τεράστια φωτιά ενώ υπήρχαν καρέκλες τοποθετημένες έτσι ώστε να δημιουργείται μια ζεστή, ευρύχωρη αίθουσα συνεστίασης. Στα τοιχώματα υπήρχαν τρύπες, φανερά φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι. Επρόκειτο για ένα είδος σωληνώσεων που επέτρεπαν στη ζέστη της μεγάλης φωτιάς να φτάνει σε κάθε ένα από τα διαμερίσματα-σπηλιές. Σε κεντρική θέση καθόταν ένας γέρος με μακριά άσπρη γενειάδα. Φορούσε μια καλοφτιαγμένη κόκκινη φορεσιά. Ο κυνηγός τον πλησίασε, τον χαιρέτισε με σεβασμό και κάτι του είπε χαμηλόφωνα. Ο γέρος γύρισε και κοίταξε τον φιλοξενούμενο: "Έχεις καμιά ιδέα για το μέρος στο οποίο βρίσκεσαι;", τον ρώτησε. "Δεν ξέρω καλά καλά ποιος είμαι. Μόνο ότι ήμουν ιερέας θυμάμαι. Και την λάμψη από την έκρηξη". Ο γέρος κάγχασε. Του φάνηκε ξαφνικά πως η ατμόσφαιρα έγινε εξαιρετικά δυσάρεστη. "Έκρηξη πυρηνική να υποθέσω;" συνέχισε με τη γκρινιάρική φωνή του ο ηλικιωμένος. "Δεν έχω ιδέα, μπορεί" ξεκίνησε να απαντήσει αλλά ένα δεύτερο πιο δυνατό γέλιο τον έκοψε. Ένιωσε οργή να καταλαμβάνει το μυαλό του. Έσφιξε το ραβδί του και άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο να κατορθώσει ένα γερό χτύπημα στο κούφιο κεφάλι του ηλικιωμένου. "Πραγματικά δεν έχεις ιδέα!" φώναξε αυτός και ξαφνικά σοβάρεψε ενώ ησυχία απλώθηκε σε όλη την αίθουσα. Όλα τα μέλη της φυλής ξαφνικά σκυθρώπιασαν και θα μπορούσε να ορκιστεί πως κρατούσαν την αναπνοή τους. "Θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα νεαρέ, τώρα είναι η ώρα για η γιορτή του καλωσορίσματος. Ας ξεκινήσει η μουσική".
Πράγματι έκαναν την εμφάνισή τους πέντε μουσικοί με τα όργανά τους και πήραν θέση σε μια εξέδρα που όπως φαίνεται ήταν φτιαγμένη γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. Η ατμόσφαιρα ελάφρυνε και έγινε ιδιαίτερα χαρωπή. Η μουσική ξεκίνησε και σύντομα γέλια απλώθηκαν σε όλο το εσωτερικό του λόφου.
Έξω ξεκίνησε να βρέχει. Οι σταγόνες που έπεφταν ήταν μαύρες και πηχτές σαν του πετρελαίου. Σύντομα η πεδιάδα μπροστά στο λόφο μετατράπηκε σε μια σκοτεινή λίμνη. Κάτι φάνηκε να σαλεύει στα βαλτώδη νερά. Κινήσεις που θύμιζαν κάποιο είδους ερπετώδους θηρευτή. Το πλάσμα το οποίο εισήλθε ταχύτατα στα νερά του νεοδημιουργημένου βαλτότοπου κινήθηκε προς τις σπηλιές. Η στάθμη του βρωμερού υγρού είχε αρχίσει να ανεβαίνει προς τ απάνω καλύπτοντας τα πρώτα μέτρα του ανηφορικού μονοπατιού που οδηγούσε στη πιο χαμηλή είσοδο των σπηλαίων.
Ο σκύλος κοιτώντας τα νερά άρχισε να γρυλίζει. Δεν είχε ακολουθήσει το αφεντικό του στο εσωτερικό του συμπλέγματος. Λες και κάτι δεν του άρεσε. Λες και κάτι τον ανησυχούσε. "Μη φοβάσαι τετράποδε φίλε μου" ακούστηκε μια άγνωστη φωνή. "Είμαστε προετοιμασμένοι". Βάζοντας αρκετή δύναμη, τράβηξε ένα μοχλό και αυτομάτως οι είσοδοι στις τρεις πρώτες σειρές των σπηλιών έκλεισαν.
Η μαύρη βροχή δυνάμωσε, το ελώδες υγρό έγινε περισσότερο, η στάθμη του ανέβηκε. Κοντά στο λόφο, τα νερά ταράχτηκαν από το χτύπημα μια ογκώδους μακριάς φολιδωτής ουράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου