Ήταν ξημερώματα. Η σχετική ησυχία της πόλης διακόπηκε από το βροντερό ήχο μιας δυνατής έκρηξης την οποία ακολούθησε μια εκτυφλωτική λάμψη. Κλάσματα του δευτερολέπτου μετά η αναταραχή αυτή έδωσε τη θέση της σε απόλυτη ησυχία και πυκνό σκοτάδι καθώς οι αισθήσεις του τον εγκατέλειπαν και έπεφτε σαν κούτσουρο στο έδαφος. Το τελευταίο πράγμα που του φάνηκε να ακούει ήταν ο γδούπος που έκανε το σώμα του όταν χτύπησε στο έδαφος.
Όταν ξύπνησε το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν το κρύο. Στιγμές αργότερα αντιλήφθηκε και το περίεργο σκοτάδι που σκέπαζε τα πάντα. Ήταν ένα σκοτάδι πυκνό που όμως επέτρεπε στα μάτια του να διακρίνουν τι βρισκόταν γύρω του. Βγήκε έξω από το μισογκρεμισμένο κτίριο που κάποτε ήταν το σπίτι του. Κοίταξε τη γειτονιά γύρω του ή ό,τι είχε απομείνει από αυτήν. Κοίταξε όσο μακρύτερα μπορούσε. Το μόνο που έβλεπε ήταν ερείπια. Σκαρφάλωσε στη ταράτσα ενός σπιτιού που φαινόταν σε καλύτερη κατάσταση. Τουλάχιστον δεν κινδύνευε με άμεση κατάρρευση. Κοίταξε από ψηλά. Η πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή είχε απομείνει ένα φάντασμα χαλασμάτων και ερήμωσης. Τίποτα δε θύμιζε ότι κάποτε υπήρχαν άνθρωποι εκεί που ζούσαν την καθημερινότητά τους.
Υπήρχαν αλήθεια άνθρωποι ποτέ εκεί; Δε μπορούσε να θυμηθεί. Δε μπορούσε να θυμηθεί ούτε αν ο ίδιος είχε κάποιου είδους ζωή εκεί. Θυμόταν τι δουλειά έκανε. Θυμόταν ότι ήταν κληρικός -πάλι καλά γιατί αλλιώς θα του φαινόταν πολύ παράξενο αυτό το μακρύ μαύρο ρούχο- θυμόταν τις σπουδές του, είχε ανάμνηση των γνώσεών του αλλά δε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο. Δε θυμόταν σε ποια περιοχή ήταν το σπίτι του, δε θυμόταν αν είχε οικογένεια, συγγενείς ή φίλους, δε μπορούσε να θυμηθεί καν το όνομά του! Τι σόι αμνησία ήταν τούτη!
Μπήκε στο σπίτι του ξανά. Ή τέλος πάντων σε αυτό το σπίτι στο οποίο ξύπνησε μετά από την έκρηξη. Βρήκε ένα σάκο και τον γέμισε με κάποια λίγα ρούχα, κάποια τρόφιμα και δυο μπουκάλια νερό που βρήκε. Πήρε μαζί του και ένα μαχαίρι αρκετά μεγάλο. Το πέρασε στη ζώνη του κάτω από το ράσο. Ξεκίνησε να περπατά. Ίσως αν έβρισκε κι άλλους ανθρώπους, ίσως τότε να μπορούσε να ξεκλειδώσει τα κομμάτια της μνήμης του που κρατούσαν επτασφράγιστα τα μυστικά της ζωής του.
Περπατούσε για πολλή ώρα όταν βρήκε έναν άντρα να περιφέρεται εμφανώς σαστισμένος στο δρόμο. Πλησίασε και του μίλησε. Τον ρώτησε για την έκρηξη, για την προηγούμενη ζωή του, για τη δουλειά του, για το όνομά του. Κι εκείνος θυμόταν την έκρηξη, τη λάμψη, τις γνώσεις και το επάγγελμά του αλλά τίποτε άλλο. Ούτε αν είχε οικογένεια ούτε καν το όνομά του. Του πρότεινε να συνεχίσουν μαζί αλλά ο άλλος αρνήθηκε λέγοντας πως μόνο κίνδυνοι θα υπήρχαν παρά έξω και πως σκόπευε να μείνει εκεί τουλάχιστον όσο κρατούσαν οι προμήθειές του. Του ευχήθηκε καλή τύχη και συνέχισε την πορεία του.
Μετά από μίλια ερημιάς και ένα χρόνο συνεχούς μετακίνησης, μετά από συναντήσεις με λίγους ανθρώπους - και ακόμα λιγότερους που είχαν ακόμα τα λογικά τους- και αφού άκουσε για περίεργα μεταλλαγμένα δίποδα όντα (κάποια από αυτά τα είδε και ο ίδιος) έφτασε μπροστά σε ένα εκκλησάκι. Μισοερειπωμένο κι αυτό. Αν και δε θυμόταν ποιος είναι, τουλάχιστον θυμόταν αυτό. Πλησίαζαν Χριστούγεννα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου