Η νεκρική πομπή προχωρούσε με βήμα σταθερό, με έναν παράδοξα συντονισμένο ρυθμό. Γοερά κλάματα ακούγονταν μέσα στο χαλασμό που προκαλούσε η νεροποντή. Μπροστά πήγαινε ο παπάς του χωριού ψέλνοντας ακολουθούμενος από τον επίτροπο της εκκλησίας που κρατούσε το σβησμένο από το νερό της βροχής θυμιατό. Το φέρετρο κουβαλούσαν τέσσερις συγγενείς του νεκρού, ο αδελφός και τα ξαδέρφια του. Πιο πίσω οι γονείς του, γερασμένοι και αποκαμωμένοι ακόμα περισσότερο από το κακό που τους βρήκε ξαφνικά, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ακόμα τι είχε συμβεί. Η πορεία ολοκληρωνόταν από τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους οι οποίοι άλλοι βουβοί και άλλοι κλαίγοντας με αναφιλητά συνόδευαν τον αγαπημένο τους στη τελευταία του κατοικία.
Πατώντας πάνω σε πεσμένα φύλλα, σπασμένα κλαδιά και λάσπες έφτασαν μπροστά τον τάφο. Η βροχή δυνάμωσε κι άλλο κάνοντας ακόμα πιο βαριά την ατμόσφαιρα. Οι ευχές και τα τροπάρια ειπώθηκαν σχετικά γρήγορα, το φέρετρο κατέβηκε και το χώμα άρχισε να ρίχνεται για να σκεπάσει τον τάφο. Οι αστραπές που έπεφταν ρίχνοντας σύντομα το εκτυφλωτικό τους φως και τα εκκωφαντικά μπουμπουνητά που έκαναν τον τόπο να τρέμει δημιούργησαν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Ήταν τέτοια τα παιχνίδια που έκανε η φύση εκείνη την ώρα που σε κάποιους φάνηκε πως άκουσαν φωνές μέσα από το φέρετρο ενώ άλλοι νόμισαν πως το είδαν να κινείται.
Όταν πέρασε και το τελευταίο και δυσκολότερο κομμάτι της τελετής ο καθένας πήρε το δρόμο του κουβαλώντας με τον δικό του τρόπο τη θλίψη που του αναλογούσε. Μόλις η πόρτα του κοιμητηρίου έκλεισε, ένας κεραυνός χτύπησε κοντά στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Όλοι πάγωσαν για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια ξέσπασαν σε δυνατά κλάματα. Άνοιξαν βήμα και έφυγαν.
Οι ώρες περνούσαν και η καταιγίδα δε σταματούσε. Τα σύννεφα πύκνωσαν κι άλλο. Ο τόπος σκοτείνιασε τόσο πολύ που μικρή διαφορά φάνηκε όταν νύχτωσε. Τα φώτα κάποια στιγμή έσβησαν, και οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν, άλλος νωρίτερα και άλλος αργότερα. Τα όνειρα όλων εκείνο το βράδυ ήταν ταραγμένα. Και ο καιρός δεν βοηθούσε τα μυαλά τους να ηρεμήσουν και να επεξεργαστούν τη θλίψη της ημέρας. Ο νεκρός στοίχειωσε τα νυχτερινά οράματά τους είτε ξεστομίζοντας κατάρες είτε ορκιζόμενος εκδίκηση είτε εκλιπαρώντας για κάποια βοήθεια είτε ζητώντας απεγνωσμένα συγχώρεση. Υπήρξαν και περιστατικά που όσοι δε μπόρεσαν να κοιμηθούν καλά και σηκώθηκαν το βράδυ τον είδαν να περιφέρεται έξω από τις αυλές τους. Μέλη της οικογένειάς του ορκίζονταν πως άκουσαν χτυπήματα στη πόρτα ή στο παράθυρο αν και με τόση φασαρία που έκανε ο αέρας που λυσσομανούσε πώς θα μπορούσαν να είναι σίγουροι; Μάλλον η φαντασία τους τους έπαιζε παιχνίδια.
Η δύσκολη νύχτα έδωσε τη θέση της σε μια γαλήνια ημέρα. Τα σύννεφα διαλύθηκαν και ο ήλιος μπόρεσε να φωτίσει και να ζεστάνει τον τόπο. Κάποιος φίλος του, ο καλύτερός του φίλος πήγε νωρίς στο νεκροταφείο για να δει αν χρειαζόταν να ξαναρίξουν χώμα μετά από τόση βροχή. Δεν έκανε πολλά βήματα στο χώρο του κοιμητηρίου πριν το βάλει στα πόδια. Μετά από λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι ξεσηκωμένοι από τις φωνές του. Βρήκαν το χώμα του τάφου να έχει υποχωρήσει με τρόπο παράξενο που έδειχνε σαν κάποιος να το έσκαψε από κάτω ενώ δίπλα ένα τσακάλι καθόταν σαν σκύλος που φυλάει το σπίτι του αφεντικού του. Ενοχλημένο από το θόρυβο που έκανε ο κόσμος που είχε μαζευτεί, το αγρίμι σηκώθηκε αργά και έφυγε περνώντας από μια τρύπα που είχε ανοιχτεί στο κάτω μέρος της περίφραξης του κοιμητηρίου. Λίγοι τόλμησαν να πλησιάσουν τον τάφο. Άρπαξαν τα φτυάρια που ήταν αφημένα από τη χθεσινή ημέρα, έριξαν μπόλικο χώμα στον τάφο, ο παπάς ξαναδιάβασε ευχές και έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Κανείς τους δε μίλησε ποτέ για το τι είδαν όταν έφτασαν κοντά σε εκείνο το τάφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου