Το όνομά μου δεν έχει πια καμία σημασία. Κανείς δεν έμεινε άλλωστε να το θυμάται. Κανείς από αυτούς που με γνώριζαν, από τους φίλους, τους μαθητές, το λαό μου δεν έχει μείνει. Ακόμα κι αυτή η ερωμένη μου, η μεγάλη βασίλισσα, έχει πια σβηστεί από τα βιβλία και τις αναμνήσεις των ανθρώπων. Ακόμα και ο ίδιος ο Θεός πιθανόν να μη με θυμάται πια.
Ήμουν ιερέας της χαμένης φυλής των Χαζάρων. Ήμουν ένας Κυνηγός των Ονείρων. Διάβαζα τα όνειρα, τα εξηγούσα, βουτούσα μέσα τους όπως βουτάνε οι άνθρωποι τα ζεστά καλοκαιρινά πρωινά σε μια λίμνη και τελικά ζούσα μέσα σε αυτά. Μπορούσα να χαθώ μέσα στα όνειρα και να ανασύρω από αυτά οποιοδήποτε θήραμα, είτε θηρίο είτε άνθρωπο είτε αντικείμενο μου ζητούσαν. Ήμουν ο καλύτερος των Κυνηγών. Τα όνειρα δεν ήταν απλά το πεδίο δράσης μου, δεν ήταν απλά το φυσικό περιβάλλον μου ή το σπίτι μου, ήταν η ζωή μου.
Μου έγινε τόσο οικείος ο χώρος των ονείρων που έφτασα σε τέτοια βάθη μέσα τους που ανακάλυψα την ουσία των ονείρων. Και εκεί βρήκα το δρόμο για να συναντήσω τον Θεό, να δω το πρόσωπό Του. Το κατάφερα γιατί ήμουν ο καλύτερος στο είδος μου. Δεν έκανα ούτε ένα λάθος στην ανάβασή μου προς Αυτόν. Αλίμονο όμως, μπορεί να μην έκανα λάθος στον πηγαιμό μα έκανα λάθος από τον ενθουσιασμό μου(που δεν επιτρεπόταν για ένα Κυνηγό της εμπειρίας μου) κατά την επιστροφή μου. Και έτσι χάθηκα.
Χάθηκα μέσα στον απύθμενο ωκεανό των ονείρων. Κανείς δεν με είδε ξανά, κανείς δεν με άκουσε ξανά. Οι αιώνες πέρασαν και το όνομά μου έπαψε να αναφέρεται στις συζητήσεις των ανθρώπων. Λίγοι απόμειναν να με θυμούνται, αυτοί οι ελάχιστοι αναζητητές του αοράτου, του αθέατου, αλλά κι αυτοί χάθηκαν τελικά. Τους έπνιξε ο νέος κόσμος που αναδύθηκε. Ο κόσμος των πειραμάτων, των μηχανών, του χειροπιαστού.
Έτσι χάθηκα κι εγώ από τον κόσμο. Απόμεινα ένα περιπλανώμενος στο κόσμο των ονείρων. Ένας κολυμβητής που δεν μπορεί να βρει στεριά να ξαποστάσει. Ένας πεζοπόρος που αδυνατεί να φτάσει στον προορισμό του. Πού και πού κάποιος άνθρωπος μπορεί να με συναντήσει στα όνειρά του, μα μόλις ξυπνήσει η ανάμνησή μου ξεγλιστράει από τη συνείδησή του. Μένει μια σκιά σε κάποιο μέρος του μυαλού του.
Κι εσύ φίλε μου, που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, μη φοβηθείς και μη ξεγελαστείς. Ένα όνειρο βλέπεις, ένα όνειρο που είναι προορισμένο να ξεχαστεί, να σβήσει όπως η φλόγα του κεριού που τη φυσάει ο άνεμος. Που θα σκορπιστεί όπως σκορπίζεται η άμμος όταν φυσά δυνατά ο άνεμος του νοτιά. Αν όμως σου μείνει έστω κι ένα δείγμα ανάμνησης, μια υποτυπώδης σκιά κάπου στο υποσυνείδητό σου, κάνε μια προσευχή για εμένα σε όποιον Θεό κι αν πιστεύεις. Κάνε μια προσευχή έστω στον άνεμο ή στο φως που αντανακλάται στο φεγγάρι και τα αστέρια. Και την επόμενη φορά που τα όνειρά σου θα είναι ταραγμένα θα έχεις ένα συνοδοιπόρο που θα σου προσφέρει τη συντροφιά του και θα σε βοηθήσει να μην πνιγείς στων ονείρων τη φουρτούνα.
* Ένα μικρό διήγημά μου εμπνευσμένο από τους χαρακτήρες των Κυνηγών των Ονείρων και του Μοκαντάσα αλ Σάφερ που δημιούργησε ο Σέρβος συγγραφέας Μίλοραντ Πάβιτς στο βιβλίο του "Το Λεξικό των Χαζάρων"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου