Έδινε στους ανθρώπους νουθεσίες, συμβουλές για το δρόμο που είχαν πάρει στη ζωή τους, τους ευλογούσε, προσευχόταν για τους πάσχοντες, δεχόταν την έκφραση ευγνωμοσύνης εκείνων τους οποίους βοήθησε είτε να θεραπευθούν, όπως τον διαβεβαίωναν, είτε να διδαχθούν - και άθελά του χαιρόταν για όλα αυτά, συλλογιζόταν τον αντίκτυπο των πράξεών του, την επιρροή τους πάνω στους ανθρώπους. Έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα φωστήρα, κι όσο το σκεφτόταν αυτό, τόσο ένιωθε να τρεμοπαίζει, να σβήνει η θεϊκή φλόγα της αλήθειας που έκαιγε μέσα του. "Πόσα από αυτά που κάνω είναι για τον Θεό και πόσα για τους ανθρώπους;" Το ερώτημα αυτό τον βασάνιζε μέρα νύχτα - όχι επειδή δεν ήξερε την απάντηση, αλλά επειδή δεν είχε το θάρρος να παραδεχτεί την αλήθεια. Στα βάθη της ψυχής του αισθανόταν ότι ο διάβολος είχε βάλει το χέρι του δίνοντας άλλο νόημα στις πράξεις του, που δεν υπηρετούσαν πια τον Θεό αλλά τον εγωισμό του. Παλιότερα τον δυσαρεστούσε να τον αποσπούν από την απομόνωσή του, τώρα τον δυσαρεστούσε η απομόνωση. Βέβαια το ενοχλούσαν όλοι αυτοί οι επισκέπτες, τον κούραζαν, αλλά βαθιά μέσα του χαιρόταν που έρχονταν, χαιρόταν που τον εκθείαζαν.
Λ.Τολστόι, Ο Πατήρ Σέργιος, εκδ. Ροές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου