Κατὰ καιροὺς ἔχει δημοσιευτεῖ ἕνα ἁπλό, ἀλλὰ πολὺ δυνατὸ ποίημα – προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό, γραμμένο ἀπὸ ἕναν στρατιώτη λίγο πρὶν σκοτωθεῖ στὴν μάχη. Στὰ μέχρι τώρα δημοσιεύματα ὑποστηρίζεται ὅτι τὸ ποίημα βρέθηκε στὴν τσέπη ἑνὸς Ἀμερικανοῦ στρατιώτη ποὺ σκοτώθηκε στὸν πόλεμο τοῦ Ἰράκ.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι πολὺ διαφορετική. Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ ποίημα γράφηκε ἀπὸ τὸν Ρῶσσο στρατιώτη Ἀλεξάντερ Ζατσέπα, ποὺ κατὰ πάσα πιθανότητα σκοτώθηκε σὲ μία πολὺ σκληρὴ μάχη μεταξὺ Γερμανῶν καὶ Ρώσσων στὴν Ρωσσία τὸ 1944. Μετὰ ἀπὸ τὴν μάχη αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποία σχεδὸν κανεὶς δὲν ἔμεινε ζωντανός, ὁ Ρῶσσος ἰατρικὸς ὑπεύθυνος βρῆκε ἕνα κομμάτι χαρτιοῦ μὲ τὸ ποίημα αὐτὸ στὴν τσέπη τοῦ πανωφοριοῦ ἑνὸς νεαροῦ στρατιώτη, πού εἶχε σκοτωθεῖ.
Τὸ ποίημα τὸ πῆρε ἕνας ἄλλος στρατιώτης, ὁ Βασίλης Σοκόλοφ, ὁ ὁποῖος κατάφερε σχεδὸν ἀπὸ θαῦμα νὰ ἐπιζήση ἀπὸ τὴν ἴδια φονικὴ μάχη μὲ ἐλάχιστους ἀκόμη στρατιῶτες.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ρώσσους στρατιῶτες διάβασαν αὐτὸ τὸ ἁπλὸ ποιηματάκι. Τοὺς ἄγγιξε ἀμέσως καὶ τὸ κράτησαν, πολλοὶ ἀργότερα τὸ ἀντέγραψαν. Λίγους μῆνες μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ὁ Βασίλη Σοκόλοφ ἐγκλείστηκε ἀπὸ τὸ κουμμουνιστικὸ καθεστὼς σὲ στρατόπεδο συγκέντρωσης, λόγω κάποιου ἀστείου ποὺ εἶπε γιὰ τὸν δικτάτορα Στάλιν. Ὅταν τὸν συνέλαβαν, τοῦ ἀφαίρεσαν τὸ ἀρχικὸ κομμάτι χαρτιοῦ μὲ τὸ ποίημα. Ὅμως ὁ Βασίλη Σοκόλοφ τὸ εἶχε ἤδη ἀποστηθίσει καὶ τὸ ἔγραψε ξανὰ ἀπὸ τὴ μνήμη του. Διαβάζοντας τό, σταδιακὰ ἄλλαζε ἡ σκέψη καὶ ἡ ζωή του. Τὸ ποίημα αὐτὸ παραδόθηκε στὴν πιστὴ γιατρὸ Μαρία Σεργκέγιεβνα ἀπὸ τὸν Βασίλη Σοκόλοφ, λίγο πρὶν πεθάνη ἀπὸ φυματίωση σὲ στρατόπεδο συγκέντρωσης φυματικῶν πολιτικῶν κρατουμένων στὴν Οὐκρανία. Ἡ Μαρία Σεργκέγιεβνα κατέγραψε ὁλόκληρη τὴν ἱστορία.
Τὸ ποίημα εἶχε τὴν ὑπογραφὴ “Ἀλεξάντερ Ζατσέπα”. Ὁ Ἀλεξάντερ Ζατσέπα στρεφόταν ἀδέξια στὸν Θεό, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωή του, λίγο πρὶν τὸ βίαιο τέλος της. Αὐτὴ ἦταν ἡ τρομερὴ δύναμη τοῦ ποιήματος. Τὸ ποίημα εἶναι τὸ ἑξῆς:
Ἄκου, Θεέ… καμμιὰ φορᾶ στὴν ζωή μου
Δὲν ἔχω μιλήσει μαζί Σου, ἀλλὰ σήμερα
Θὰ ἤθελα νὰ Σοῦ πῶ «γειά σου».
Γνωρίζεις ὅτι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια πάντοτε μοῦ ἔλεγαν
Ὅτι δὲν ὑπάρχεις, καὶ ἐγώ, ὁ ἀνόητος, τοὺς πίστευα.
Ποτὲ δὲν ἔχω συλλογιστεῖ γιὰ τὴν δημιουργία Σου.
Ἀλλὰ μόλις αὐτὴν τὴν νύκτα πρόσεξα
Ἀπὸ ἕναν κρατήρα, ποὺ ἄνοιξε μία βόμβα καθὼς ἔσκασε,
Τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ ἀστέρια ἀπὸ πάνω μου.
Ξαφνικὰ κατάλαβα, καθὼς θαύμαζα τὰ ἄστρα ποὺ λαμπύριζαν,
Πόσο σκληρὴ μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἀπάτη.
Ἄραγε, Θεέ, θὰ μοῦ δώσης τὸ χέρι Σου;
Σοῦ τὸ λέω γιὰ νὰ μὲ καταλάβης.
Δὲν εἶναι περίεργο ποὺ μέσα στὴν φρικτότερη κόλαση
Τὸ φῶς μου ἀποκαλύφτηκε ἔξαφνα καὶ Σὲ εἶδα;
Δὲν ἔχω τίποτε νὰ πῶ πέρα ἀπὸ αὐτό.
Μόνο ὅτι εἶμαι εὐτυχισμένος ποὺ Σὲ εἶδα.
Τὰ μεσάνυκτα θὰ ἀρχίσουμε ἐπίθεση.
Ἀλλὰ δὲν φοβᾶμαι – Μᾶς κοιτάζεις ἀπὸ πάνω.
Τὸ σῆμα. – Λοιπόν, πρέπει νὰ πηγαίνω.
Εἶναι ὡραία νὰ εἶμαι μαζί Σου. – Θέλω ἐπίσης νὰ πῶ
Ὅτι, ὅπως γνωρίζεις, ἡ μάχη θὰ εἶναι φονική,
Καὶ ἴσως, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν νύκτα θὰ κτυπῶ στὴν πόρτα Σου…
Καὶ ἔτσι, παρότι μέχρι τώρα δὲν ἤμουνα φίλος Σου,
Θὰ μὲ ἀφήσεις νὰ μπῶ, ὅταν ἔλθω σὲ Σένα;
Μά, φαίνεται ὅτι κλαίω… Θεέ μου, βλέπεις
Τί μοῦ συνέβη, τὰ μάτια μου ἔχουν ἀνοίξει.
Γειά σου, Θεέ μου – Φεύγω. Καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο ὅτι θὰ ἐπιστρέψω.
Τί παράξενο – ἀλλὰ τώρα δὲν φοβᾶμαι τὸν θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου