Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Ν.Γούναρης:ελαφρό τραγούδι με ειδικό βάρος

GOUNARIS 1
«Όσο υπάρχει Γούναρης το λαϊκό τραγούδι δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι», φέρεται να είχε πει ο Βασίλης Τσιτσάνης, «αυτό το παιδί είναι δικός μας», ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ενώ «αξέχαστο τροβαδούρο» τον αποκαλεί ο Μίμης Πλέσσας
Από το 1936 οπότε και έκανε το επίσημο ντεμπούτο στο τραγούδι και τη δισκογραφία, ο Γούναρης έκλεψε τις εντυπώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόσωπο και την τέχνη του υποκλίθηκαν τόσο οι εκπρόσωποι του ελαφρού όσο και του λαϊκού τραγουδιού και μάλιστα σε μια εποχή που ανάμεσα στα δύο μουσικά στρατόπεδα η κατάσταση ήταν σχεδόν… εμπόλεμη. Θαυμαστές του υπήρξαν μεταξύ άλλων -εκτός, προφανώς, από τον Βασίλη Τσιτσάνη- ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Στέλιος Καζαντζίδης και πολλοί άλλοι… Λέγεται ότι στα μισά του ’50, στο κέντρο Βυζάντιο της Νέας Υόρκης ο πολύς Αντρέ Σεγκόβια, με τον οποίο και συνδεόταν με φιλικούς δεσμούς, δήλωσε τον θαυμασμό του για το περίτεχνο παίξιμό του στην κιθάρα… 

Μ. ΠΛΕΣΣΑΣ: ΣΗΚΩΣΕ ΣΤΠΟΔΙ ΤΟ ΚΑΛΛΙΜΑΡΜΑΡΟ
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Μίμη Πλέσσα μέσα από την αυτοβιογραφία του (εκδόσεις Κάκτος) όπου περιγράφει ανάγλυφα στιγμές απ’ τη συναυλία που δόθηκε το 1953 στο Καλλιμάρμαρο για τους σεισμόπληκτους του Βόλου:

«Το ΕΙΡ είχε δώσει τη συμφωνική του ορχήστρα και τη μεικτή χορωδία του, η Λυρική μας Σκηνή τους σολίστες και τους μαέστρους της, κι εμείς είχαμε βάλει τα καλά μας, είχαμε ενορχηστρώσει τα τραγούδια μας για τη μεγάλη ορχήστρα και διευθύναμε τους τραγουδιστές μας. Άστραφταν τα χάλκινα, δάσος ανεβοκατέβαιναν τα δοξάρια στα έγχορδα, έντονα ηχούσαν τα κρουστά, κι εμείς, ο ένας μετά τον άλλον, ανεβαίναμε στο πόντιουμ και δώσ’ του υπόκλιση, δώσ’ του ρεβεράντζα. Το Στάδιο γεμάτο και ο κόσμος ευγενικός μ’ ένα χειροκρότημα συγκρατημένο. Στο διάλειμμα αναγγέλθηκε ένας τραγουδιστής που έλειπε χρόνια στην Αμερική. Στην άδεια, μεγάλη εξέδρα κρατώντας την κιθάρα του προχώρησε με ιδιόρρυθμο βήμα (κουτσαίνοντας) και χωρίς συνοδεία τραγούδησε: Ένα βράδυ που ’βρεχε… ταραραράμ (η κιθάρα του), που ’βρεχε μονότονα… ταραραράμ – επέμεινε…
Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε ότι θα πάει άπατος, χωρίς τα δικά μας “μεγαλεία”, γιατί στο μεταξύ είχε φτάσει στο ρεφρέν. Και τότε 60.000 στόματα ακούστηκαν με μια φωνή: Αχ, αυτός ο άτιμος ήθελε μαχαίρωμα…!
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι σημαίνει λαϊκός τραγουδιστής και αγαπημένο τραγούδι. Και πριν από το τέλος είχα γνωρίσει τον αξέχαστο τροβαδούρο, τον τραγουδιστή Νίκο Γούναρη!»…




Αθήνα, Τετάρτη 5 Μαΐου 1965, ώρα 5:30 το απόγευμα. Ο Νίκος Γούναρης αφήνει την τελευταία του πνοή στα πενήντα του χρόνια, χτυπημένος από τον καρκίνο…
Ο θάνατός του -αναμενόμενος από το ευρύ κοινό που είχε πληροφορηθεί από τα λαϊκά περιοδικά αλλά και την περιρρέουσα φημολογία τη βαριά κατάσταση της υγείας του- δεν δείχνει να αιφνιδιάζει κανέναν, και η θλιβερή είδηση περνά στα ψιλά των περισσότερων αθηναϊκών εφημερίδων, που εκείνες τις ημέρες κυριαρχούνταν από τα ρεπορτάζ για την αιματηρή εισβολή των Αμερικανών στον Άγιο Δομίνικο. Λιτό και το αγγελτήριο της κηδείας του καλλιτέχνη στη Μητρόπολη Αθηνών, που υπογραφόταν από την αγαπημένη σύντροφο -αλλά και μούσα- της ζωής του Βαλεντίνη, τη μητέρα του Όλγα, τα παιδιά του και τον συνονόματο εγγονό…

ΜΕ ΡΙΖΕΣ ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Ποιος, όμως, ήταν αλήθεια ο Νίκος Γούναρης, και τι είναι αυτό που τον έκανε αποδεκτό από όλους; Τι είναι αυτό που διέσωσε τον μύθο του μέσα στον χρόνο και τον εκτόξευσε μέχρι και τις ημέρες μας;
Ο επιφανής ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου γράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ντόμπρα και σταράτα»:
«Από αυτούς του ευρωπαϊκού, μόνο ΕΝΑΣ είναι σωστός. Ο Γούναρης. Αυτό το παιδί είναι δικός μας. Από το ρεμπέτικο ξεκίνησε, μας εκτιμά και τον εκτιμάμε»!
Στον αντίποδα ο, επίσης επιφανής, εκπρόσωπος της σχολής του λεγόμενου «ελαφρού τραγουδιού» Μίμης Τραϊφόρος γράφει το 1982 στο οπισθόφυλλο του δίσκου «Σοφία Βέμπο – Νίκος Γούναρης. Δυο Μεγάλες Αξέχαστες Φωνές»:
«Δεν ξέρω τι πιστεύετε εσείς οι σημερινοί για τη Βέμπο και τον Γούναρη, μα εμείς οι… χτεσινοί ή μάλλον οι… προχτεσινοί, τους θεωρούμε σαν τα δύο και μοναδικά ιερά τέρατα του ελαφρού τραγουδιού!.. Εμείς οι παλιοί, όταν λέμε ελληνικό τραγούδι το απλώνουμε και το περιορίζουμε στη Βέμπο και στον Γούναρη. Όχι γιατί η εποχή μας δεν έδωσε κι άλλες φωνές άξιες κι ενδιαφέρουσες, μα γιατί η Βέμπο κι ο Γούναρης δέχτηκαν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς και σφράγισαν με το τραγούδι τους μια ολόκληρη εποχή σπάνιου τραγουδιού (…)».
«ΚΑΤΕΒΑΖΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΚΟ»
Στη σημαντική και αξιόπιστη «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού» του Κώστα Μυλωνά (τόμος 1, σελ. 241 και επ.), διαβάζουμε:
«Ο Γούναρης είχε το χάρισμα να “κατεβάζει” από το πάλκο το τραγούδι του• ο τρόπος που ερμήνευε είχε αντίκρισμα στις μεγάλες μάζες, είχε αμεσότητα και αλήθεια. Δεν τραγουδούσε μόνο με το στόμα του αλλά και με την ψυχή του, εγκαινιάζοντας μια καινούργια άποψη επικοινωνίας με το κοινό που τότε ακόμα έβλεπε τον τραγουδιστή σαν έναν ηθοποιό που ζει τον ρόλο του και πάσχει μαζί του. Δεν ήταν, όμως, ο στημένος θεατρίνος που με ψεύτικες υπερβολές προσπαθεί να κερδίσει τη συγκατάθεση και την αποδοχή, αλλά ο λυμένος καλλιτέχνης που έχει ταυτιστεί με το αντικείμενο της δουλειάς του, την οποία γνωρίζει πολύ καλά και είναι γεννημένος γι’ αυτήν. Είχε καταπληκτικές φωνητικές ευκολίες, λιτότητα στην έκφραση και θαυμάσια τεχνική, αλλά κυρίως ένα μοναδικό ταλέντο να μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και στο ακροατήριό του (…)».
Και συμπληρώνει -στα 1985- ο ανώνυμος σχολιογράφος, στο οπισθόφυλλου του δίσκου «Χρυσή Εποχή – Νίκος Γούναρης»:
«Η χαρακτηριστική μελωδική φωνή του, ζεστή, βελούδινη αλλά συγχρόνως τόσο αρρενωπή, δίκαια επέβαλε τον Ν. Γούναρη σαν ένα κορυφαίο ερμηνευτή σ’ αυτό που ονομάσαμε ελαφρό τραγούδι (…) Είναι ένα σύμβολο της εποχής του και κάθε νεώτερη γενιά “ανακαλύπτει” και αναγνωρίζει τον μελωδικό αυτόν τροβαδούρο της Αθήνας (…)».
ΠΡΩΤΟΣ, ΤΟ «ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ»
Η διαδρομή της ζωής του Νίκου Γούναρη, κοντολογίς, από τότε που είδε το φως -στα 1915- μέχρι τις ύστατες στιγμές της επιθανάτιας αγωνίας του, υπήρξε καθαρή και συνεπής. Νέος ακόμα και αυτοδίδακτος, αναζήτησε την τύχη του στο ευρωπαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του 1930 και μέχρι τον πόλεμο, άλλοτε μόνος και άλλοτε σε συνεργασία με άλλους σημαντικούς ομοτέχνους (στη σύνθεση, στον στίχο και στην ερμηνεία), πέτυχε να χτίσει ένα αξιοπρόσεκτο όνομα στον χώρο του. Κατά την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου αναφέρεται ότι τραγούδησε πρώτος -πριν από τη Σοφία Βέμπο- το περίφημο «Κορόιδο Μουσολίνι» (σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη), ενώ στα χρόνια της Κατοχής συνέχισε να μετέχει δραστήρια στα καλλιτεχνικά δρώμενα και παράλληλα να παίρνει μέρος και στον κοινό αγώνα του έθνους κατά των ξένων κατακτητών, διακινδυνεύοντας συχνά τη ζωή του. Την εποχή ακριβώς αυτήν της άγριας τρομοκρατίας συνθέτει και το πατριωτικό τραγούδι του «Χαϊδάρι» (σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη), που δυστυχώς «θάφτηκε» από τις μεταπολεμικές πολιτικές σκοπιμότητες και δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα γνωστό. Και ίσως γι’ αυτό πρέπει να ξαναθυμίσουμε τους στίχους εκείνου του λησμονημένου τραγουδιού:
Όπως στην άλλη τη ζωή / όταν θα πας ένα πρωί
στην κόλαση σε στείλουνε / αν δε σου δώσουν χάρη
έτσι στη μαύρη τη σκλαβιά / παίρνουν του κόσμου τα παιδιά
οι άτιμοι οι Γερμανοί / τα στέλνουν στο Χαϊδάρι.
Περνούσανε μαρτυρικά / μέναν ’κεί μέσα νηστικά
λες κι εγκληματούσανε / λες κ’ είχαν κάνει κάτι
ερήμωσαν συνοικισμούς / με μπλόκους κι εξευτελισμούς
τον Βύρωνα, την Κοκκινιά / Καισαριανή, Παγκράτι.
Και κάθε μέρα αποκεί / την κολασμένη φυλακή
παίρνουν παιδιά αμούστακα / για να τα τουφεκίσουν
χωρίς τη μάνα τους να δουν / μόν’ τ’ άκουγαν να τραγουδούν
γιατ’ ήξεραν τ’ αδέρφια τους / ελεύθερα θα ζήσουν.
Τα χτύπαγαν με απονιά / του Χαϊδαριού κάθε γωνιά
κρύβει βασανιστήρια / που ο νους σου δεν τα βάζει
άλλα ν’ ακούς κι άλλα να λες / κι όμως, μανούλα μου, μην κλαις
απ’ της σκλαβιάς τα σίδερα / η λευτεριά χαράζει.
ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΨΑΝ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Μετά τον πόλεμο το άστρο του Νίκου Γούναρη αναδύεται κατακόρυφα στο ελληνικό μουσικό στερέωμα και από το 1947 -οπότε και πρωτοταξιδεύει στις ΗΠΑ- η φωνή του κατακτά και τον ελληνισμό της διασποράς. Έκτοτε, και για αρκετά χρόνια, κυριαρχεί απόλυτα στις προτιμήσεις του κοινού, άλλοτε ως συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, άλλοτε ως συνθέτης και ερμηνευτής, και άλλοτε απλώς ως ερμηνευτής. Από τα πολλά τραγούδια που συνδέθηκαν τότε -υπό την οποιαδήποτε ιδιότητα- με το όνομά του αναφέρουμε ενδεικτικά τους τίτλους Για τις γυναίκες ζούμε όλοι, Γύρνα πάλι αγάπη μου, Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, Αυτός ο άλλος, Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη, Ένα βράδυ που ’βρεχε, Το γιασεμί, Μη σε τρομάζουν τα γκρίζα μου μαλλιά, Μπαμ και κάτω, Λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές, Όμορφη Αθήνα, Μια κότα στρουμπουλή, Ο κόσμος άλλαξε, Πάμε στα μπουζούκια, Πλαφ και πλουφ, Γλυκά μου μάτια, Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια, Όταν γελάς, Σουσουράδα, Σκαλί καλέ μου σκαλί και Σε είδα να κλαδεύεις.
Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΓΛΕΝΤΙΟΥ
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που καθιέρωσε τον Νίκο Γούναρη ως πρωταγωνιστή υπήρξε η ικανότητά του να παράγει συναίσθημα, να μετατρέπει, με την κιθάρα, τη θεία φωνή και το χαμόγελό του το κάθε του τραγούδι σε αφορμή για γλέντι ή -ακόμα- για ένα διακριτικό δάκρυ στην άκρη του ματιού. Ίσως αξίζει να δανειστούμε εδώ λίγες γραμμές από το οπισθόφυλλο του δίσκου «Nico Gunaris & Trio Belcanto’, που κυκλοφόρησε πριν από αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Γράφει σχετικά ο ομογενής Μιχάλης Μάνος:
«Πολυτάλαντος, αλήθεια, καλλιτέχνης προικίστηκε από τις μούσες ο Νίκος Γούναρης: ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ με καθάριο φωνητικό μέταλλο, που ζει ο ίδιος έντονα τον στίχο, το μέλος και τους συναισθηματικούς των κραδασμούς. ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ με λεπτότατο και πηγαίο λυρισμό, που γίνεται δέκτης και ερμηνευτής μαζί των αισθημάτων και των αιτημάτων του λαού μας. ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ δεινός και συναρπαστικός, που εναρμονίζει θαυμάσια τον ήχο των χορδών με της φωνής του τις απαλές εναλλαγές. ΠΥΡΟΔΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΛΕΝΤΙΟΥ στάθηκε σε όλη την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ο Νίκος Γούναρης, με το τραγούδι και την κιθάρα του (…)».
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΕΡΑΣΦΟΡΟ» ΣΥΖΥΓΟ
Κλείνοντας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και σ’ εκείνον τον πιπεράτο μύθο για την ιδιωτική ζωή του Νίκου Γούναρη, που έγινε απολύτως πιστευτός και συγκίνησε βαθιά όλον τον κόσμο – και ιδίως κάθε «κερασφόρο» σύζυγο. Αναφερόμαστε, βεβαίως, στην παντελώς ανυπόστατη διάδοση σύμφωνα με την οποία είχε δήθεν εγκαταλειφθεί άκαρδα από την αγαπημένη του, για χάρη κάποιου άλλου. Σ’ αυτήν, λοιπόν, την «άκαρδη» -σύμφωνα με τα διαδιδόμενα- αναφέρονταν τα πιο απελπισμένα αλλά και εμπορικότατα ερωτικά του τραγούδια (όπως π.χ. τα Γύρνα πάλι αγάπη μου, Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη, Ένα βράδυ που ’βρεχε), αλλά και το εξόχως κακεντρεχές Αυτός ο άλλος, με δική του μουσική σε στίχους κατά παραγγελία στον Κώστα Κοφινιώτη, το οποίο σχεδόν αναγκάστηκε να ερμηνεύσει ώστε ν’ αποφορτίσει, να ελαφρύνει το «κλίμα», σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί κατά το δυνατόν από τα συναισθήματα «συμπαράστασης» που τον κατέκλυζαν! Ωστόσο, εκείνο το παραμύθι εξακολουθεί ακόμα -ύστερα από τόσες δεκαετίες- να γίνεται πιστευτό από πολλούς λάτρεις του μεγάλου καλλιτέχνη. Πλάκα δεν έχει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...