Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Η κοιμωμένη


slpress.gr

του Δημήτρη Παυλόπουλου  – 

Διπλή επέτειος φέτος για την Κοιμωμένη, το πιο γνωστό και συζητημένο έργο της νεοελληνικής γλυπτικής. Συμπληρώνονται εκατόν σαράντα χρόνια από τη δημιουργία της και ογδόντα από τον θάνατο του γλύπτη της, του Γιαννούλη Χαλεπά (1851/3;-1938). Το ταφικό μνημείο της νεαρής κόρης βρίσκεται στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών και φαίνεται να εικονογραφεί με τον πιο εύστοχο τρόπο τη σχέση των δύο δεινών θεών της ηροδότειας Θεογονίας, των δίδυμων αδελφών Ύπνου και Θανάτου.

Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί για την ιστορία του μνημείου, πολλές από τις οποίες τις έχει εμπνεύσει ο μυθοποιητικός ρομαντισμός του 19ου αιώνα, που έφτασε στο σημείο να πλέξει ειδύλλιο ανάμεσα στην κοπέλα και στον γλύπτη. Γνωρίζουμε κάποια δεδομένα για την ταυτότητα της Κοιμωμένης από άρθρο του δημοσιογράφου Γιάννη Φάτση (1930-1997) στην εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής’ (23 Δεκεμβρίου 1973).
Το έργο αποτελούσε το ταφικό μνημείο της δεκαεπτάχρονης Σοφίας, μιας από τις δύο κόρες –η άλλη ήταν η Μαργή, κατόπιν σύζυγος του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Χατζημιχάλη (1835-1908)– του υφασματέμπορου από την Κίμωλο Κωνσταντίνου Οικ. Αφεντάκη. Ο Κωνσταντίνος Αφεντάκης είχε έρθει στην Αθήνα μετά από τον αδελφό του Γεώργιο, με τον οποίον άνοιξε κατάστημα στην οδό Ερμού. Ο Γεώργιος θα αφήσει κληρονομιά με τη διαθήκη του το 1899 για ίδρυμα και το 1907 το Αφεντάκειο Κληροδότημα Κιμώλου αποτελεί την υλοποίησή του με νομική μορφή φιλανθρωπικού ιδρύματος.
Οι δύο αδελφές πήραν καλή παιδεία, ενώ επιδίδονταν παράλληλα στη μουσική και σε άλλες τέχνες. Η Σοφή, όπως την έλεγαν χαϊδευτικά, είχε γεννηθεί το 1856. Αρρώστησε όμως ξαφνικά. Επίμονος βήχας και βάρος στο στήθος δεν ήταν καλά σημάδια… Μια έντονη ωχρότητα στο όμορφο πρόσωπο προμήνυε το χειρότερο: τη φυματίωση, νόσο αθεράπευτη ακόμα τότε.


Οι γιατροί σύστησαν στην κοπέλα να πάει κοντά στη θάλασσα. Υποχρεώθηκε τότε να φύγει από το πατρικό σπίτι στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Αρμοδίου για την Κίμωλο. Στο νησί έμεινε κοντά στη θάλασσα, στο λιμανάκι της Ψαθής. Οι περίπατοι στην παραλία και οι βαρκάδες δεν τη βοήθησαν. Η Σοφή επιστρέφει αδύναμη στην Αθήνα. Την κατάστασή της την επιδείνωσαν και αιμοπτύσεις, μέρα με τη μέρα συχνότερες. Έπεσε πλέον στο κρεβάτι, χωρίς κάποιαν ελπίδα. Θα φύγει από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 1873.
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1877, ο θείος της Γεώργιος Αφεντάκης παραγγέλλει στον νεαρό Τηνιακό γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, επιτύμβιο μνημείο της. Ο Χαλεπάς δουλεύει τότε υπέρ το δέον, κατά μαρτυρία της μητέρας του. Το γύψινο πρόπλασμα είναι έτοιμο το 1878, όταν αρχίζουν και τα πρώτα συμπτώματα μελαγχολίας του γλύπτη.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς την εποχή της Κοιμωμένης

Το γλυπτό

Στο έργο απεικονίζεται σε αρχαιοπρεπή κλίνη η νεαρή κοπέλα ζωντανή, την ώρα που ψυχορραγεί. Το σώμα της κείτεται πάνω στο κρεβάτι, με φυσικότητα και χάρη. Εξαιρετικής κατεργασίας, σαν από ύφασμα και όχι από συμπαγές υλικό, από μάρμαρο, είναι οι πτυχώσεις του σεντονιού που πέφτει και καλύπτει το νεανικό, σφριγηλό κορμί. Αμέσως αισθάνεται κανείς τη θλίψη να τον διαπερνά. Το πρόσωπο της κοπέλας μοιάζει ακόμα ροδαλό.
Ο Χαλεπάς μόλις έχει επιστρέψει από το Μόναχο, όπου συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του από το 1873 έως το 1876 στη Βασιλική Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών, κοντά στον κλασικιστή Max von Widnmann (1812-1895), με υποτροφία του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Είχαν προηγηθεί τα χρόνια της μαθητείας του στην Αθήνα, στο Σχολείο των Τεχνών, από το 1869 έως το 1872, δίπλα στον επίσης κλασικιστή γλύπτη του μεγάρου της Ακαδημίας Αθηνών Λεωνίδα Δρόση (1834-1882).
Tο πρότυπο της Κοιμωμένης ανιχνεύεται στην Κοιμωμένη Αριάδνη, αντίγραφο πρωτοτύπου του 2ου αιώνα π.Χ. Περνά στην Ludovica Albertoni του Gianlorenzo Bernini (1598-1680), έργο του 1671-75, στο παρεκκλήσιο Altieri στον San Francesco a Ripa. Στην Penelope Boothby του Thomas Banks (1735-1805), από το 1793, στο παρεκκλήσιό της στο Ashbourne. Στη Λιπόθυμη Μαγδαληνή του Antonio Canova (1757-1822), από το 1794-96, στο Palazzo Bianco της Γένοβας. Και στο ταφικό μνημείο της βασίλισσας Λουίζας της Πρωσίας, που το φιλοτέχνησε ο Christian Daniel Rauch (1777-1857) το 1818-27, στο Charlottenburg του Βερολίνου.
Λεπτομέρεια της Κοιμωμένης
Η κεκοιμημένη του Χαλεπά θέλει να μείνει στη ζωή! Το μαξιλάρι της είναι ψηλότερα βαλμένο, σαν να το έχει βάλει για να κοιμηθεί ανετότερα. Την όλη χαλάρωση της στάσης της την επιτείνουν τα μισάνοιχτα χείλη της και η μαλακή κάμψη του αριστερού ποδιού της σε λανθάνουσα κίνηση. Μοναδική υπόμνηση του θανάτου της, ο σταυρός που κρατάει με το αριστερό χέρι στο στήθος.
Το μοτίβο της Κοιμωμένης το επεξεργάστηκαν, μετά από τον Χαλεπά ―ας σημειωθεί ότι το επανέλαβε το 1935 σε δύο γύψινα έργα του και το 1937 σε άλλα τρία επίσης γύψινα έργα, αλλά και σε σχέδιά του― και άλλοι γλύπτες στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών: οι Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892) το 1885, ο Γεώργιος Μπονάνος (1863-1940) το 1917, ο Γεώργιος Δημητριάδης ο Αθηναίος (1880-1941) και ο Ευάγγελος (Άγγελος) Βρεττός (1890-1942) το 1926. Κανενός όμως η Κοιμωμένη δεν πέρασε στη συνείδηση των απλών ανθρώπων ως Ωραία Κοιμωμένη.

Οι μαρμαρογλύπτες της Κοιμωμένης

Οι Έλληνες γλύπτες του 19ου αιώνα διδάσκονταν στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας την προπλαστική σε πηλό και σε γύψο. Τη μεταφορά των προπλασμάτων στο μάρμαρο αναλάμβαναν συνήθως Ανδριώτες και Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες. Εγκατεστημένοι στη Νεάπολη, το 1888 είχαν ιδρύσει την Αδελφότητα Μαρμαρογλύφων, η οποία το 1900 αριθμεί 355 μέλη.
Απασχολούνταν σε οικοδομές και σε μνημεία που απαιτούσαν τα μαστορικά χέρια τους. Η παράδοση λέει ότι ήξεραν να γλεντάνε τη ζωή τους με τραγούδι και κρασί. Δύο τέτοιοι μαρμαρογλύπτες ανέλαβαν να περάσουν και την Κοιμωμένη του Χαλεπά από τον γύψο στο μάρμαρο.
Ο ένας μαρμαρογλύπτης είναι ο Αλέξιος (Αλεξάκης για τους φίλους του) Λάβδας, από το χωριό Ζαγανιάρι της Άνδρου. Γεννημένος το 1854, συμμαθητής του Χαλεπά, είχε αρραβωνιαστεί το 1878 την αδελφή του Αικατερίνη. Ο Λάβδας είχε δουλέψει από το 1871 στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Γιαννούλη, του Ιωάννη Χαλεπά (1834-1901) στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη. Το 1875 ανοίγει το δικό του εργαστήριο στην οδό Πατησίων, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στο τέλος του Μαρτίου του 1879 αναλαμβάνει τη μεταφορά στο μάρμαρο της Κοιμωμένης, παίρνοντας από τον Χαλεπά το πρόπλασμα, πεντακόσιες δραχμές και έναν όγκο λεπτόκοκκου μαρμάρου από την Καράρα της Ιταλίας, όπου τα περίφημα λατομεία από την εποχή του Michelangelo και του Canova.
Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά από τον Απρίλιο του 1879. Στο μεταξύ έχει προηγηθεί επίσκεψη του Γιαννούλη στο εργαστήριο του Αλεξάκη, όπου οι δύο παλιοί γνώριμοι συζητούν για την Κοιμωμένη που αρχίζει να προβάλλει μέσα από τον άμορφο όγκο σιγά σιγά. Ο Λάβδας εκτελεί τις τελευταίες διορθώσεις και στήνει το επιτύμβιο μνημείο στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Ως μαρμαρογλύπτης άφησε πολλές διακοσμητικές μαρμαρικές εργασίες σε μέγαρα και μνημεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα το 1944.

Ο Χαλεπάς δεν έβαλε την υπογραφή του στην Κοιμωμένη του…

Μόλις το 1913 δύο άλλοι Τηνιακοί γλύπτες, οι Λουκάς Δούκας (1890-1925) και Μήτσος Περάκης (1893-1965), θα τη σκαλίσουν. Το 1930 Χαλεπάς και Λάβδας ξαναβρέθηκαν στο σπίτι των ανιψιών του Χαλεπά, του τραπεζικού Βασιλείου (1894-1955) και της συζύγου του Ειρήνης (1894-1987), στην οδό Δαφνομήλη 35, όπου από τον Αύγουστο του 1930 έζησε μέχρι το τέλος του ο γλύπτης.
Στο σπίτι εκτυλίσσονταν καθημερινά σκηνές λαϊκού προσκυνήματος! Ο Χαλεπάς, υπό το κράτος της αναγνώρισής του, φέρεται να είπε στον Λάβδα για την Κοιμωμένη: «Α, ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες», εννοώντας δηλαδή ότι ο Λάβδας δούλεψε μόνο σε αρχικό στάδιο το μάρμαρο. Ο άλλος μαρμαρογλύπτης είναι ο Γιώργης Χαμηλός, από το χωριό Πλατειά της Τήνου. Γεννημένος το 1854, είχε γνωριστεί με τον Λάβδα στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Χαλεπά το 1876-77, όπου δούλευαν μαζί. Ήταν από οικογένεια μαρμαρογλυπτών.
Εργάστηκε στο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Γεωργίου Λυκαβηττού. Μετέφερε στο μάρμαρο προπλάσματα πολλών συναδέλφων του, χωρίς να τα έχει υπογράψει! Γύρω στο 1898 επέστρεψε στην Τήνο. Από εκεί η Μικρασιατική Καταστροφή τον έφερε στην Αθήνα, στο σπίτι πλούσιου ξαδέλφου του στο Κολωνάκι. Κατέληξε στην Τήνο, όπου και πέθανε.

Καταξίωση του Χαλεπά

Η Κοιμωμένη εντυπωσίασε και εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα. Το 1879 η εφημερίδα Παλιγγενεσία την αποκαλεί κάλλιστο από όλα τα έργα του Α’ Κοιμητηρίου. Το 1915 ο λόγιος δημοσιογράφος Θεόδωρος Βελλιανίτης (1863-1933) σημειώνει στην εφημερίδα «Αθήναι» ότι βλέπει κανείς όλη τη σαρκική ευκαμψία, όλη την ανθρώπινη αίσθηση, όλη την εσωτερική έκφραση της ψυχής.
Το 1924 ο ζωγράφος, υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και λογογράφος Αλέξανδρος Θ. Φιλαδελφεύς (1866-1955) στον ιστορικό, αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό οδηγό του Μνημεία Αθηνών, που εκδόθηκε ακόμα στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα, την ονομάζει θαυμασιότατο γλυπτικό έργο των νεωτέρων Αθηνών.
Ακολουθούν οι έπαινοι δημοσιογράφων, όπως του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940), του Μιχαήλ Ροδά (1884-1948), του Νικολάου Γιοκαρίνη (1893-1951), του Κώστα Αθάνατου (1896-1966), καθώς ακόμα και κείμενα ψυχιάτρων, γραφολόγων, αλλά και βιβλιοπωλών-εκδοτών, όπως ο Ρήγας Γαρταγάνης (1903-1966). Την περιέβαλε πλέον ο θρύλος που είχε τυλίξει και τον δημιουργό της.
«Η ‘κοιμωμένη’… δημοσιογραφία των Αθηνών, εξυπνήσασα και τρίβουσα τα μάτια της, είδε πως ο Γιαννούλης Χαλεπάς ζη και βόσκει τα γίδια της αδελφής του. Φοβερόν!», γράφει ο ανήσυχος λόγιος ξυλουργός του Πύργου Τήνου, του χωριού του Χαλεπά, Νικόλαος Χ. Μωραΐτης (1871-1926/7) ως Αβδηρίτης.
Ο Χαλεπάς συγκέντρωνε κάθε προϋπόθεση για να αξιοποιηθεί ως ιδιάζουσα περίπτωση του τύπου του καλλιτέχνη που θα λάτρευε η κοινή γνώμη: εγκλεισμός στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 έως το 1902 και καταστροφή έργων του από το 1918. Κατά τη δεκαετία του 1920 ο γλύπτης ανακαλύπτεται, με επιστέγασμα τη βράβευσή του το 1927 από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Ο πρόεδρός της, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σίμος Μενάρδος (1871-1933) θα πει: «Εντός δύο ετών έπλασε το περίφημον μνήμα της Σοφίας Αφεντάκη […]». Εντούτοις, η εκτίμηση του Χαλεπά βασίστηκε στα έργα του μετά από το 1920, τα «μεταλογικά».
Ο γλύπτης και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών Θωμάς Θωμόπουλος (1873-1937), που είχε πάει, εντεταλμένος του Υπουργείου Παιδείας και του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, το 1922 στην Τήνο για να συναντήσει τον γλύπτη, θεωρεί ότι ο Χαλεπάς της δεκαετίας του 1920 «είναι ανώτερος από τον Χαλεπάν που εγνωρίσαμεν».
1930: Ο Χαλεπάς ξαναβλέπει την Κοιμωμένη του, 52 χρόνια μετά από τη δημιουργία της
Το 1930 ο Χαλεπάς επισκέπτεται πάλι την Κοιμωμένη. Τον συνόδευε κόσμος. «Από τον φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώρισε όλα, τα θυμούνταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν έφθασε μπροστά της, ζήτησε να τ’ ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του και τα φευγαλέα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε προς το πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νεότητάς του, μαρτυρούσαν πως φοβόνταν μην προδοθεί. Κάποιος τότε του είπε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα-φορτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηρίζονταν πάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!”» (Στρατή Δούκα, Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, Αθήνα 1970).
Η αναγνώρισή του έχει παγιωθεί. Το Σωματείο των Ελλήνων Γλυπτών τον δεξιώνεται τον ίδιο χρόνο, το 1930, ως σύμβολο της τέχνης της Γλυπτικής.

Η γοητεία της Κοιμωμένης

Το 1950 ο δημοσιογράφος Σπύρος Σ. Δενδρινός (1909-1985) δημοσιεύει σε συνέχειες στην αθηναϊκή εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος και το 1953 αναδημοσιεύει σε βιβλίο το τρυφερό ρομάντζο της Κοιμωμένης με τον πιο διάσημο οξύφωνο της εποχής του, τον Ιταλό Giovanni Matteo De Candia, τον Mario (1810-1883), που φέρεται να αυτοκτονεί με περίστροφο όταν πληροφορείται τον θάνατό της.
Ο αγαπημένος της Κοιμωμένης Mario στον Don Giovanni
Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2012 από τις Εκδόσεις Φιλιππότη, συμπληρωμένο με ιστορικά τεκμήρια από το αρχείο του συγχωριανού του Χαλεπά, απογόνου του επίσης Τηνιακού γλύπτη του Ξυλοθραύστη στο Ζάππειο Δημητρίου Ζ. Φιλιππότη (1834-1919), εκδότη Στρατή Γ. Φιλιππότη (γ. 1933).
Το 1950 γίνεται δίκη για την Κοιμωμένη στο μνημείο της με αντιδίκους τον Δήμο Αθηναίων και τον έναν από τους κληρονόμους της, τον ιδιότροπο αντιστράτηγο ε.α. Χρήστο Μ. Χατζημιχάλη (1885-1957). Ο Χατζημιχάλης διαπραγματευόταν την εξαγωγή της Κοιμωμένης στην Αμερική αντί 1000 λιρών και το υπουργείο Παιδείας μελετούσε την εξεύρεση του ποσού για να εξαγοραστεί η Κοιμωμένη από το ελληνικό κράτος!
Το 1963 ο Δενδρινός, σε συνεργασία με τον επίσης δημοσιογράφο Γιώργο Πράτσικα (1897-1975), διασκεύασε το βιβλίο του σε θεατρικό έργο, ενώ το προσάρμοσε και σε σενάριο για κινηματογραφική ταινία.
Το 1970 μια άλλη δίκη με θέμα την Κοιμωμένη διεξήχθη, αυτή τη φορά στο Πρωτοδικείο Αθηνών: αντίδικοι ο Δενδρινός και ο δημοσιογράφος-θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης (1899-1974). Ο Γιαννουκάκης, εκτός από φυσικός κληρονόμος της Αφεντάκη, είχε γράψει και θεατρικό έργο με τίτλο «Η Κοιμωμένη κι ο Χαλεπάς» που το είχε ανεβάσει η Αντιγόνη Βαλάκου (1930-2013).
Τα επόμενα χρόνια το ενδιαφέρον για την Κοιμωμένη φαίνεται αμείωτο, συνυφασμένο με τον μύθο της τρέλας: μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες.
Το 2004, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Ταξίδια στο Φαντασιακό – Αφιέρωμα στον Γιαννούλη Χαλεπά», η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Έκπλους και το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου εξέδωσαν το βιβλίο «Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και Μύθος», με ανθολόγιο κειμένων από το 1902 έως το 1966, συναγωγή μελετών ιστορικών της τέχνης και εικαστικών για τον Χαλεπά και καταγραφή της συναφούς βιβλιογραφίας. Το εξώφυλλό του κοσμούσε λεπτομέρεια της Κοιμωμένης.
Το εξώφυλλο της έκδοσης Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και Μύθος (2004)
Τον Φεβρουάριο του 2007 εγκαινιάστηκε στην Εθνική Γλυπτοθήκη έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Χαλεπά. Στο εξώφυλλο του συνοδευτικού τόμου της δεσπόζει λεπτομέρεια της Κοιμωμένης.
Το 2012 δίγλωσσο, στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, λεύκωμα του Γιάννη Σουλιώτη «Η Κοιμωμένη» (εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη) παρουσιάζει, εκτός φωτογραφιών και κειμένων, την ερωτική ιστορία δύο νέων που το τραγικό τέλος της θα δώσει το όνομα Κοιμωμένη σε κορυφογραμμή του Πόρου. Να σημειωθεί ότι η Κοιμωμένη Πόρου είναι και το θέμα πίνακα της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου (1882-1965) στη συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.
Σοφίας Λασκαρίδου, Κοιμωμένη Πόρου – Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός
Και ο Δήμος Αθηναίων όμως δεν έμεινε ανενεργός. Ήδη από το 1953 εκφράζει την πρόθεση να περισώσει το έργο από τις βροχές που ήδη το είχαν διαβρώσει. Καθαρισμοί του φθαρμένου σώματος της Κοιμωμένης έγιναν κατά καιρούς. Το 2008 υπολογιζόταν ένταξή της σε Μουσείο Ταφικής Τέχνης στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Τον Φεβρουάριο του 2018, σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, ο δήμαρχος πάλι ενημερώνει και εισηγείται για την Κοιμωμένη.
Το άγαλμα της ήρεμης εν χώρα ζώντων κόρης παραμένει σήμερα στον φυσικό χώρο του, στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Τα λουλούδια, ευλαβικό δώρο, πάνω της, εκφράζουν συναισθήματα που εξακολουθεί να εμπνέει η αγέραστη Κοιμωμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...