Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Η "σφαγή του Αγ.Βαλεντίνου"


slpress.gr

της Μαρίας Νικολαΐδου  – 

Ήταν η 14η Φεβρουαρίου του 1929 όταν μεγαλύτερος μαφιόζος της εποχής Αλ Καπόνε αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τους σκοτεινούς λογαριασμούς με τον μεγαλύτερο εχθρό του, τον Μπαγκς Μοράν. Το μακελειό που ακολούθησε στην περίφημη αποθήκη του Σικάγο έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για τους δυο γκάνκστερ.
Η δεκαετία του ‘20 στις ΗΠΑ έχει μείνει στο μυαλό των περισσότερων ως μία ρομαντική εποχή. Όπως περιγράφεται στα φιλμ νουάρ είναι η περίοδος όπου το γυναικείο φύλο κάνει τα πρώτα δραστικά βήματα προς την χειραφέτησή του. Οι γυναίκες καπνίζουν, αποκτούν σεξουαλική ελευθερία και πλέον μπορούν να ψηφίσουν.

Η πόλη του Σικάγο είναι μοιρασμένη σε δύο αρχηγούς συμμοριών, οι οποίοι κερδίζουν εκατομμύρια δολάρια από την παράνομη διακίνηση του αλκοόλ στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ο Ιταλός Αλ Καπόνε κυριαρχούσε στο νότιο τμήμα του Σικάγου και ο Μπαγκς Μοράν με τους ιρλανδογερμανούς του στο βόρειο.

Οι δύο γκάνγκστερς είχαν διαφορές μεταξύ τους όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο Αλ Καπόνε, βρισκόταν στην ακμή της εγκληματικής του δραστηριότητας και διψούσε για εκδίκηση, καθώς ο Μοράν είχε εξολοθρεύσει μέλη της συμμορίας του.


«Το πολυβόλο»
Το σχέδιο για την εξόντωση του Μοράν το είχε καταστρώσει ο Βιτσέντζο Τζιμπάλντι, πρωτοπαλίκαρο του Καπόνε. Ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Τζακ Μακ Γκαρν, αλλά και με το παρατσούκλι «το πολυβόλο». Το ραντεβού που δόθηκε για την ημέρα των ερωτευμένων στο βόρειο Σικάγο στις 10.30 το βράδυ είχε δέλεαρ ένα φορτίο ακριβού ουίσκι. Πέντε άνδρες του Καπόνε έφθασαν στην ώρα τους με δύο περιπολικά. Οι τρεις ήταν μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς και οι άλλοι δύο ήταν ντυμένοι με πολιτικά. Δεκάδες συνεργοί του τρομερού γκάνγκστερ είχαν επίσης ακροβολιστεί στην γύρω περιοχή.

Οι τρεις αστυνομικοί ανέλαβαν δράση όταν είδαν έναν άνδρα που έμοιαζε με τον Μοράν να μπαίνει στην αποθήκη, αιφνιδιάζοντας τα επτά άτομα που βρίσκονταν μέσα. Τους διέταξαν να σταθούν με την πλάτη στον τοίχο και χωρίς δεύτερη σκέψη τους γάζωσαν με τα αυτόματα όπλα τύπου Τόμσον που έφεραν. Οι περίοικοι ακούγοντας τους παρατεταμένους πυροβολισμούς ειδοποίησαν την αστυνομία η οποία όταν έφτασε στον τόπο του μακελειού βρέθηκε μπροστά σε έξι πτώματα και έναν βαριά τραυματία. Όταν τον ρώτησαν ποιος τον πυροβόλησε, αυτός ψέλλισε «κανείς» και άφησε την τελευταία του πνοή.

Από τους επτά νεκρούς, πέντε ήταν μέλη της συμμορίας του Μοράν, ένας συνεργαζόμενος μικροκακοποιός κι ένας άσχετος με την ιστορία, ένας μηχανικός που είχε κληθεί για να επισκευάσει ένα αυτοκίνητο της συμμορίας και βρέθηκε κατά λάθος στο μοιραίο ραντεβού. Ο Μοράν σώθηκε χάρη στην καλή του τύχη. Καθυστέρησε να πάει στο ραντεβού και όταν είδε τους κανονικούς αστυνομικούς στον τόπο του εγκλήματος φρόντισε να εξαφανιστεί.

Μετά το μακελειό
Το μακελειό ήταν η αιτία να δημιουργηθεί κύμα αντίδρασης στο Σικάγο, με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής να απαιτούν να μπει επιτέλους ένα τέλος στη δράση των συμμοριών. Ωστόσο, η αστυνομία δεν κατάφερε να προχωρήσει σε συλλήψεις παρότι εντόπισε τους πρωταγωνιστές του αιματηρού επεισοδίου πολύ γρήγορα. Τόσο ο Αλ Καπόνε όσο και το πρωτοπαλίκαρό του είχαν ακλόνητα άλλοθι. Ο πρώτος βρισκόταν σε διακοπές στην Φλόριντα και ο δεύτερος στην αγκαλιά της αγαπημένης του.

Το θέμα ξέφυγε από τα στενά όρια του Σικάγου και έγινε παναμερικανική υπόθεση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέλαβε δράση με το FBI και το IRS (Εφορία). Με μεθοδικό τρόπο οι δύο υπηρεσίες ξεσκέπασαν τη δράση του Αλ Καπόνε, που συνελήφθη δύο χρόνια αργότερα με την κατηγορία της φοροδιαφυγής.

Αντίστοιχη ήταν και η πτώση του Μπαγκς Μοράν. Από ζάμπλουτος γκάνγκστερ κατάντησε να ληστεύει τράπεζες. Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Αλ Καπόνε, ο Φρανκ Νίτι διαφέντευε το Σικάγο τη δεκαετία του ’30. Με την άνοδο, όμως, του Ρούζβελτ στην εξουσία το 1933, η ποτοαπαγόρευση καταργήθηκε, περιορίζοντας δραστικά το κύκλο εργασιών των κακοποιών της εποχής.

Η αποθήκη του μακελειού στην Κλαρκ Στριτ έγινε τουριστική ατραξιόν μέχρι το 1967, οπότε και κατεδαφίστηκε. Ο αιματοβαμμένος τοίχος αποσυναρμολογήθηκε και πουλήθηκε σε δημοπρασία στον Καναδό επιχειρηματία Τζορτζ Πάτεϊ, ο οποίος τον ξανάχτισε μέσα στο μπαρ που διατηρούσε στο Βανκούβερ.

Η εν λόγω σφαγή αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την κινηματογραφική βιομηχανία και όχι άδικα. Άφησε παρακαταθήκη ταινίες διαμάντια όπως το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» του Μπίλι Γουάιλντερ (1959), ο «Σημαδεμένος» (1932) όπως και τη «Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου» (1967).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...