Η μακραίωνη παρουσία και η ιστορική κληρονομιά των Ελλήνων στην Αρμενία, που είναι μαρτυρούμενη και καταγεγραμμένη από την Αρχαιότητα, τυγχάνει σήμερα ιδιαίτερης προσοχής και αξιολόγησης.
Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 δημιουργήθηκαν νέες ελληνικές κοινότητες στην Αρμενία, ενώ ανανεώθηκαν οι ήδη υπάρχουσες με την προσθήκη νέων μελών.
Νέα κύματα μεταναστών Ποντίων Ελλήνων υποδέχτηκε η αρμενική γη τον 18ο αιώνα, όταν οι βόρειες επαρχίες της Ανατολικής Αρμενίας ήταν ενσωματωμένες στο βασίλειο της Γεωργίας, η οποία, μαζί με την Ανατολική Αρμενία, υπαγόταν στον Σάχη της Περσίας. Την 6η δεκαετία του 18ου αιώνα, λοιπόν, ο βασιλιάς της Γεωργίας Ηράκλειος Β΄ προσκάλεσε στα βόρεια μέρη της Αρμενίας ποντίους μεταλλουργούς, με επικεφαλής τον αρχιτεχνίτη Θεόδωρο Χατζιφότοφ. Ο αριθμός των ελληνικών οικογενειών οι οποίες κατάγονταν από την περιοχή της Αργυρουπόλεως, της Χαλδίας του Πόντου, καθώς και από το Καρίν (Ερζερούμ) της Δυτικής Αρμενίας, ανερχόταν στις 800. Οι μετανάστες ασχολήθηκαν με την εξόρυξη χρυσού, αργύρου και χαλκού στα ορυχεία της Αρμενίας (περιοχές Λορί, Αχταλά, Αλαβερδί).
Πανοραμική άποψη της περιοχής Αχταλά (φωτ.: Armtoursites / commons.wikimedia.org)
Στις αρχές του 19ου αιώνα, αφού η Ανατολική Αρμενία απελευθερώθηκε από την Περσοκρατία και ενσωματώθηκε στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ένα μέρος των Ελλήνων μεταλλουργών κατέβηκε στη νότια επαρχία Σιουνίκ. Εκεί, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της πόλης Καπάν και ξεκίνησαν την επεξεργασία των μετάλλων σε δύο μεταλλουργεία-εργοστάσια. Το ένα ήταν το εργοστάσιο στο Χαλιτζόρ, το οποίο λειτούργησε από το 1857 μέχρι το 1910. Το δεύτερο εργοστάσιο βρισκόταν 6 χλμ νότια από το Καπάν. Ήδη το 1846 στα δύο αυτά εργοστάσια εργάζονταν 150 Έλληνες μεταλλουργοί.
Εκτός από αυτό, οι Έλληνες διαχειρίζονταν το ορυχείο στο χωριό Κατάρ, και στο χωριό Νορασενίκ οι Πόντιοι αδελφοί Λαζάρεφ είχαν ανοίξει το δικό τους εργοστάσιο, όπου δούλευαν κι άλλα 100-185 άτομα.
Οι ορθόδοξοι Έλληνες, ζώντας στην Αρμενία, δημιούργησαν και άφησαν ως πνευματική κληρονομιά πολλά πολιτισμικά και θρησκευτικά μνημεία, τα οποία είναι μάρτυρες της πορείας και της δράσης του ελληνικού λαού στην αρμενική γη. Σύμφωνα με τους ειδικούς, ανάμεσα σ’ αυτά τα μνημεία ξεχωρίζει, με την ιδιομορφία και το κάλλος της, η εκκλησία του Αγίου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους στο Καβάρτ.
Ο ναός αυτός χτίστηκε κατά τα έτη 1861-1865, σε απόσταση 5-6 χλμ από την πόλη Καπάν, στους πρόποδες του βουνού Βορσασάρ, μέσα στο ελληνικό χωριό Καβάρτ. Εκεί τον 19ο αιώνα ζούσαν περίπου 130 Έλληνες μεταλλουργοί, με επικεφαλής τους επτά αδελφούς Κουνδούροφ. Ο μεγαλύτερος αδελφός ήταν ο Χαράλαμπος. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε και πολλά για τη ζωή του. Καταγόταν από την περίφημη Κρώμνη του Πόντου, αλλά έφυγε για την Αρμενία, όπου δούλευε στα ορυχεία του Ζανγκεζούρ, του Αγκαράκ, έπειτα στο εργοστάσιο του Κατζαράν, και τέλος στο εργοστάσιο του Καβάρτ όπου κι έγινε αρχιτεχνίτης, σύμφωνα με τα αρχειακά έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχείο της Αρμενίας.
Σύζυγος του Χαράλαμπου ήταν η Ελένη, η οποία απεβίωσε το 1883 σε ηλικία 88 ετών και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο κοντά στην εκκλησία του Καβάρτ.
Ο Χαράλαμπος Κουνδούροφ, λοιπόν, υπήρξε ο κτήτορας της εν λόγω εκκλησίας, όπως μας πληροφορεί η κτητορική επιγραφή που είναι χαραγμένη στα ρωσικά πάνω σε μια πέτρινη πλάκα (σήμερα φυλάσσεται στο Γεωλογικό Μουσείο του Καπάν). Η επιγραφή αναφέρει τα εξής: «Το σωτήριο έτος 1865, βασιλεύοντος του Αυτοκράτορος πάσης Ρωσίας Αλεξάνδρου Β΄, επί εξάρχου του Καυκάσου Μεγάλου Πρίγκιπα Μιχαήλ Νικολάεβιτς, επί εξάρχου της Γεωργίας Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Ευλογίου, εκτίσθη ο Ναός τούτος εν ονόματι του Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, πλησίον του χαλκουργείου του Καβάρτ, δαπάνη του Χαραλάμπους Κουνδούροφ, κάτοικου της περιοχής Κρομν της διοίκησης Κιμισχανά της Τουρκίας, του αρχηγού…».
Η κτητορική επιγραφή που φυλάσσεται στο Μουσείο του Καπάν
Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους αποτελεί ένα περικαλλές και επιβλητικό μνημείο μοναδικής τεχνοτροπίας. Ανήκει στον τύπο των τετρακιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με τρούλο. Χτίστηκε με συνδυασμό τοπικού αρμενικού πωρόλιθου (του λεγομένου «τουφ») και βασάλτη.
Ενώ οι τοίχοι έχουν σκούρα μοβ και καστανή απόχρωση, τα παράθυρα και οι κορνίζες πλαισιώνονται και σχηματίζονται από λευκές πέτρες, χάρη στις οποίες η εκκλησία αποκτά μια ευχάριστη διακοσμητική επένδυση. Ο τρούλος έχει οκταγωνική βάση, ενώ η στέγη του ήταν σε ρωσικό στυλ, δηλαδή σε μορφή τιάρας ή μίτρας. Τις τέσσερις γωνίες του ναού κάποτε διακοσμούσαν τέσσερις τρουλίσκοι, επομένως η εκκλησία ήταν πεντάτρουλος. Οι τρούλοι καλύπτονταν με χάλκινες πλάκες, ενώ η στέγη του ναού ήταν καλυμμένη με κεραμίδια.
Η εκκλησία έχει μια μοναδική είσοδο από τη δυτική πλευρά, πάνω από την οποία υψώνεται το διώροφο καμπαναριό.
Σ’ εμάς είχε διασωθεί το «μετρικό βιβλίο» της ενορίας του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο είναι στη ρωσική γλώσσα και σήμερα φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο της Αρμενίας. Στο βιβλίο αυτό είναι καταγεγραμμένες οι γεννήσεις, οι γάμοι και οι θάνατοι των ενοριτών κατά τα έτη 1871-1889. Μας πληροφορεί ότι οι κληρικοί του ναού ήταν αποκλειστικά ελληνικής καταγωγής, ενώ αναφέρονται και μερικές από τις ποντιακές πατρίδες των μεταναστών, όπως π.χ. το χωριό Κρώμνη του Πόντου, το χωριό Ολουκλού του Καρς της Δυτικής Αρμενίας κ.ά.
Η δημιουργική ζωή των Ελλήνων του Σιουνίκ συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές του αιματηρού 20ού αιώνα. Μετά την Γενοκτονία των Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδεινώθηκε η κατάσταση της Ανατολικής («Ρωσικής») Αρμενίας, με θλιβερές συνέπειες και στην οικονομική ζωή της χώρας. Έτσι, αρκετά από τα ορυχεία σταμάτησαν τη λειτουργία τους. Επιπλέον το 1920, μετά τη σύντομη Δημοκρατία της Αρμενίας του 1918-1920, η χώρα σοβιετοποιήθηκε και έναν χρόνο αργότερα δημεύτηκαν όλα τα εργοστάσια, οι επιχειρήσεις, τα ορυχεία κτλ. Στο Σιουνίκ, λόγω ανεργίας, έμειναν λιγοστοί Έλληνες οι οποίοι, προκειμένου να αποφύγουν τη δυσμενή συμπεριφορά των Μπολσεβίκων προς αυτούς, άλλαξαν τα ρωσικά επώνυμά τους σε αρμενικά.
Έτσι το Καβάρτ εγκαταλείφθηκε, η ζωή του χωριού τερματίστηκε και οι καμπάνες του Αγίου Χαραλάμπους σιώπησαν...
Ο ναός, όμως, στέκει ακόμη! Ένας ναός μπροστά στον οποίο θαύμασαν ακόμα και οι άθεοι, αφού στα κομμουνιστικά χρόνια έγιναν εργασίες για τη συντήρηση του μνημείου, χάρη στις οποίες άντεξε τις δονήσεις των καθημερινών εκρήξεων των γύρω ορυχείων.
Ο Άγιος Χαράλαμπος του Καβάρτ, ένα μοναδικό στο είδος του μνημείο, αποτελεί λαμπρή έκφραση του ελληνικού πνεύματος και μάρτυρα της ιστορικής παρουσίας του ελληνικού λαού στο Σιουνίκ της Αρμενίας. Όμως ο πιο όμορφος ελληνορθόδοξος ναός της Αρμενίας στέκει σήμερα μόνος του σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μέρα με τη μέρα αυξάνονται οι ρωγμές στους τοίχους του. Γυμνός από στέγη, είναι απροστάτευτος απέναντι στις κλιματικές συνθήκες και τις εισβολές της φύσης.
Ανά πάσα στιγμή ο ναός μπορεί να πέσει για πάντα. Αλλά ακόμη καρτερεί!
Καρτερεί ηρωικά, με ελπίδα, περιμένοντας τη βοήθειά μας. Με την περιφανή και αξιοπρεπή στάση του, ο Άγιος Χαράλαμπος κάθε μέρα χαιρετά την ανατολή και κάθε βράδυ αποχαιρετά τη δύση του ηλίου, ελπίζοντας σε μια καινούργια ζωή! Μακάρι να βρεθούν «νέοι Κουνδούροφ», οι οποίοι να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το όνειρο του Αγίου Χαραλάμπους!
Νικόλας Νικολαΐδης
Εκπρόσωπος νεολαίας της ελληνικής κοινότητας «Πόντι» του Γερεβάν.
Αγάπη Χουρσουδιάν
Υπεύθυνη για θέματα πολιτισμού της κοινότητας «Πόντι».
Απόδοση από τα αρμενικά: Γκεβόργκ Καζαριάν, θεολόγος.
Εκπρόσωπος νεολαίας της ελληνικής κοινότητας «Πόντι» του Γερεβάν.
Αγάπη Χουρσουδιάν
Υπεύθυνη για θέματα πολιτισμού της κοινότητας «Πόντι».
Απόδοση από τα αρμενικά: Γκεβόργκ Καζαριάν, θεολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου