Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τα αποκριάτικα γλέντια τότε και τώρα


slpress.gr

της Νεφέλης Λυγερού  – 

Διονυσιακός, μεσαιωνικός, έξω καρδιά… Έτσι τουλάχιστον υποτίθεται ότι είναι ο εορτασμός της Αποκριάς. Υπόσχεται να ξορκίσει έστω και για λίγο την κατήφεια και τη ρουτίνα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, μοιάζει να απευθύνεται σ΄ ένα συγκεκριμένο κοινό: τα παιδία και τους δύστυχους γονείς τους που σέρνονται από παιδότοπο σε παιδότοπο.
Τα ενήλικα πάρτι στα σπίτια τείνουν να εκλείψουν και οι μαζικές εκδηλώσεις χαρακτηρίζονται στην πλειονότητά τους από ένα ψυχαναγκαστικό κέφι που μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε υπαρξιακού τύπου κατάθλιψη. Η αποκριάτικη περιρρέουσα ατμόσφαιρα περιορίζεται σε μασκαρεμένους τηλεπαρουσιαστές, φτωχικά καρναβάλια και κακοπληρωμένους μπάρμεν και σερβιτόρες που μεταξύ των άλλων δεινών τους είναι υποχρεωμένοι και να εργάζονται μασκαρεμένοι υπό τους ήχους της τζομπίτζομπά και του κεντελαπόνγκο.

Και όμως. Κάποιες δεκαετίες πριν, η μικρή Αθήνα, η μικρή Θεσσαλονίκη, η μκρή Πάτρα μετατρεπόταν σε μία παρέα. Τα τερτίπια, οι σκοτούρες και τα αλληλοτρωγώματα που τριβέλιζαν ανέκαθεν τα μυαλά των Ελλήνων παραμέριζαν. Το μοναδικό θέμα συζήτησης στις παρέες ήταν τα «Μπαλ Μασκέ», όπως αποκαλούσαν τα πάρτι που γινόντουσαν σε σπίτια ή γνωστά ξενοδοχεία.

Ξεχώριζε εκείνο της «Μεγάλης Βρεταννίας», όπου όλοι πήγαιναν ντυμένοι ντόμινο με απαραίτητο αξεσουάρ τη μάσκα. Ετσι, μη γνωρίζοντας ποιος είναι ποιος, απολάμβαναν το απενεχοποιημένο φλερτ με απρόσμενα επακόλουθα, αφού λόγω μεταμφίεσης πολύ συχνά σύζυγοι πλησιάζαν τις συζύγους τους.


Ακολουθούσε το πάρτι του Ιππικού Oμίλου, της Ενωσης Θεατρικών Συγγραφέων, του ξενοδοχείου «Σεσίλ» στην Κηφισιά και του «Κινγκ Τζορτζ». Η ιδιοκτήτριά του Καίτη Καλκάνη οργάνωνε κάθε χρόνο στο Tudor Hall το περίφημο bal de tête, όπου οι καλεσμένοι κατέφταναν, έχοντας στολισμένο μόνο το κεφάλι.

Άνοιγαν τα σπίτια τους…
Πολλά σπίτια άνοιγαν τις πόρτες τους και δεχόντουσαν μεγάλες παρέες μασκαράδων. Για να τους επιτραπεί η είσοδος έπρεπε ο αρχηγός της παρέας να χτυπήσει το κουδούνι και να αποκαλύψει το πρόσωπό του, ενώ οι υπόλοιποι δεν όφειλαν να βγάλουν τη μάσκα τους, διατηρώντας έτσι ένα μυστήριο.

Μεγάλοι και μικροί χόρευαν τσα-τσα και τουίστ. Τότε, οι προσκλήσεις για τις περισσότερες εκδηλώσεις εστάλονταν και έναν μήνα πριν, ενώ συνήθως επέβαλαν ένα συγκεκριμένο θέμα. Εποχή άφησε ένα πάρτι με τίτλο «Μια βραδιά στο λιμάνι». Οι περισσότερες γυναίκες, μεταξύ αυτών και πολλές διασημότητες της εποχής, ντύθηκαν πόρνες της Τρούμπας.

Τη δεκαετία του ’60 βασίλισσα του καρναβαλιού είχε στεφτεί η Ζωζώ Σαπουντζάκη, ενώ λίγα βήματα πιο πίσω την ακολουθούσε η Ρίκα Διαλυνά. Τεράστια απήχηση είχαν και οι δημόσιοι αποκριάτικοι χοροί που οργάνωναν οι πρεσβείες, τα σωματεία, τα δημοτικά θέατρα.

Στου Ψυρρή και στην Πλάκα
Το μεγαλύτερο γλεντοκόπημα, όμως, γινόταν στις ξακουστές τότε ταβέρνες της Πλάκας και του Ψυρρή. Του Τζουτζούρη, του Καβαλλάρη, του Παπαχειμώνα, του Γάκη, του Ρούκουνα και τόσες άλλες. Από κόσμο γέμιζε ασφυκτικά και η Ομόνοια, ενώ στη γωνία της Πανεπιστημίου και Εμμανουήλ Μπενάκη γινόταν σωστό πανδαιμόνιο. Έστηναν ξέφρενο χορό στη μέση του δρόμου, εκεί κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Κάθε περαστικός, μάλιστα, συνήθως έβρισκε τον εαυτό του παρασυρμένο στο αυτοσχέδιο πάρτι, μέχρι που ο δρόμος και τα πεζοδρόμια δεν φαίνονταν από τις πιεροτίνες και τους ιππότες.

Στη δεκαετία του ’80, το αθηναϊκό καρναβάλι είχε ως επίκεντρο την Πλάκα, όπου μασκαράδες κάθε ηλικίας αλώνιζαν με μουσικές, ρόπαλα και ροκάνες, γέλια και φωνές, σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο. Εξάλλου, ο εορτασμός των αποκριών δεν αφορούσε τους κοσμικούς, ούτε απαιτούσε χρήματα. Παρέες έβαζαν ρεφενέ από ένα 100αρικο και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Τραγουδούσαν στις ταβέρνες και ξεχύνονταν μέχρι και τη Δεξαμενή.

Αυτά αναλογίζομαι όταν βρίσκομαι και εγώ απόγευμα Σαββάτου σ’ ένα παιδικό αποκριάτικο πάρτι. Βαριεστημένοι γονείς έχουν συνοδεύσει τα καμάρια τους σ’ έναν γυμνό παιδότοπο που μάταια έχει ντυθεί εορτινά. Τα γνωστά και καθιερωμένα καρναβαλικά τραγούδια μας μετατρέπουν σε αποικία της Νοτίου Αμερικής, δίχως, όμως, να υπερκαλύψουν τα κλάματα, τις γκρίνιες και τα μικρά οικογενειακά δράματα που θα λάβουν χώρα τις επόμενες 2,5 ώρες που φαντάζουν με ατέρμονα έτη…

4 σχόλια:

  1. Ειλικρινά απορώ γιατί δημοσιεύεις τέτοια κείμενα. Έπαψε να είναι το καρναβάλι εορτή του Διόνυσου ? Δεν είναι αμαρτίες όλα αυτά που περιγράφει το κείμενο ?

    Εκτός κι αν το δημοσιεύεις ως αφορμή για συζήτηση.
    π. Βασίλειος Μαυρίδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καταπληκτικό κείμενο,με πολύ ζωηρές περιγραφές και με μπόλικη νοσταλγία.Βγάζει μια αίσθηση ελιτισμού και δείχνει ότι η συγγραφέας πρέπει να είναι στα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης.
      Επίσης μου θύμισε λίγο τις απόκριες των παιδικών μου χρόνων.Μέχρι να αρχίσουν οι ανοησίες με τα γεμισμένα με πιεσμένο χαρτί ρόπαλα...
      Εγώ ήξερα ότι οι απόκριες-όπως έφτασαν στις μέρες μας-κρατάνε από την τουρκοκρατία,όταν οι Έλληνες ντύνονταν με τρομακτικά κοστούμια για να φοβούνται οι δεισιδαίμονες Τούρκοι και να μπορούν να γλεντάνε.
      Τα περί σύνδεσης με παγανισμούς τα έμαθα αργότερα από κάτι παπάδες που φωνάζανε.

      Διαγραφή
    2. Προσυπογράφω τα περί ροπάλου. Ο πατέρας μου μού μιλούσε με πολύ νοσταλγία για τις Αποκριές των '60s, όταν όλοι οι κάτοικοι του κλεινού άστεως συνέρρεαν στα στενά της Πλάκας, βράδυ Τσικνοπέμπτης, για να λουστούν στο κονφετί και να γευθούν τα αθώα πειράγματα με πλαστικά σφυράκια. Έπειτα κατέβηκαν οι βάρβαροι, το σφυράκι αντικαταστάθηκε με το ρόπαλο γεμιστό με άμμο, και η χυδαιότητα εξαφάνισε ακόμη μια όμορφη πτυχή της κοινωνικής ιδιοπροσωπίας μας..

      Διαγραφή
    3. Στο Περιστέρι,που μέχρι το '85-87 είχαμε βοσκούς με κοπάδια,τα ρόπαλα ήρθαν πολύ αργότερα και πρόλαβα λίγο από αυτή την ατμόσφαιρα.
      Το ρόπαλο-χωρίς την άμμο ή όποιο άλλο γέμισμα-ήταν ωραίο παιχνίδι.Αλλά σε σχέση με το σφυράκι δημιουργούσε μια απόσταση.

      Διαγραφή

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...