rogerios.wordpress.com
Από τη διήγηση αυτή δεν πρέπει να περιμένετε βαθυστόχαστες αναλύσεις. Δεν έχει αναφορές σε κοινωνίες διαπολιτισμικές, σε πόλεις λαμπρές και πλούσιες, όπου ζουν διάφορες εθνότητες που εκτός από εμπορεύματα ανταλλάσσουν και τη σοφία των πολιτισμών τους. Ούτε υπάρχει και κάποια προσωπικότητα που με τη δράση της διαμόρφωσε την Ιστορία κρατών και λαών ή άλλαξε τον τρόπο σκέψης και ζωής των ανθρώπων. Ο ήρωάς μας είναι ένας απλός τυχοδιώκτης και τίποτε άλλο. Δεν γνωρίζουμε πού και πότε γεννήθηκε, από πού καταγόταν και ποιός στ’ αλήθεια ήταν. Ξέρουμε μόνο πως απίστευτες συγκυρίες μαζί με τις αδιαμφιβήτητες ικανότητές του ως πολεμιστή τον έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας και του έδωσαν την ευκαιρία να κυνηγήσει όνειρα που μοιραία αποδείχτηκαν χίμαιρες. Ίσως και να πρόβαρε τα πορφυρά αυτοκρατορικά ενδύματα, μα η πρόβα ήταν ανεπιτυχής. Οι πράξεις του δεν καθόρισαν το μέλλον του χώρου δράσης του. Κάθε αναφορά στο όνομά του θα μπορούσε να παραλειφθεί δίχως να αλλάξει κάτι ουσιαστικό στην κατανόηση της ιστορίας της εποχής του. Κι ούτε γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιό ακριβώς ήταν το τέλος του. Όπως έγραψε εύστοχα ο ποιητής για κάποιον που έζησε δώδεκα αιώνες νωρίτερα από τον ήρωά μας κι ήταν μάλλον λιγότερο προικισμένος κι ικανός από αυτόν:
«Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη·
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.»
Ακόμη κι έτσι, πάντα έχουν ενδιαφέρουν οι ιστορίες των ωραίων αποτυχημένων που πάσχισαν να πραγματοποιήσουν άπιαστα όνειρα. Η περιπέτεια του Ρουσσέλ του Μπαγιέλ, μια κι αυτό είναι το όνομα του ήρωά μας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας ιστορίας.
Ο Ρουσσέλ (ή Ροσκελίνος) πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1040. Δεν είμαστε βέβαιοι για το πού ακριβώς, καθώς υπάρχουν τουλάχιστον τρία μέρη στη Γαλλία με το τοπωνύμιο Μπαγιέλ: τα δύο από αυτά βρίσκονταν στο Δουκάτο της Νορμανδίας (στους σημερινούς γαλλικούς νομούς του Ορν και του Ερ αντίστοιχα). Ίσως, όμως, να μην ήταν καν Νορμανδός: το τρίτο Μπαγιέλ βρίσκεται στην Πικαρδία, στον νομό του Σομμ. Πριν τρέξουμε να διορθώσουμε τον τίτλο, ας πούμε ότι υπέρ της νορμανδικής καταγωγής συνηγορούν οι όποιες αναφορές στις πηγές, οι στατιστικές πιθανότητες κι ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας του.
Υποθέσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε και όσον αφορά τους λόγους που οδήγησαν τον Ρουσσέλ να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Μπορεί να διέπραξε κάποιο φόνο ή να μπλέχτηκε σε βεντέτα και να τιμωρήθηκε με την ποινή της εξορίας. Ή, ίσως, αποφάσισε να ξενιτευτεί για τους γνωστούς λόγους που παρακίνησαν τόσους Νορμανδούς να αναζητήσουν την τύχη τους μακριά από το δουκάτο. Η αναζήτηση δόξας, πλούτου και εξουσίας πρέπει να αποτέλεσε το κίνητρο για να βρεθεί ο Ρουσσέλ του Μπαγιέλ στον ιταλικό Νότο. Όπως είδαμε στα δύο πρώτα επεισόδια της διήγησής μας για την εποποιία των Νορμανδών στην Κάτω Ιταλία βρισκόμαστε στην περίοδο που οι δύο αδελφοί Ωτβίλλ, ο Ροβέρτος Γισκάρδος και ο Ρογήρος (μετέπειτα κόμης της Σικελίας), επεκτείνουν και εδραιώνουν τη νορμανδική κυριαρχία στα ιταλικά εδάφη. Η πρώτη χρονικά ιστορική αναφορά στον Ρουσσέλ του Μπαγιέλ τον βρίσκει στην υπηρεσία του «Μεγάλου Κόμη» Ρογήρου. Ο Ρουσσέλ συμμετέχει στην επιχείρηση κατάκτησης της Σικελίας και έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μάχη του Τσέραμι (1063) που θα καταλήξει σε θριαμβευτική επικράτηση των Νορμανδών του Ρογήρου επί των μουσουλμάνων. Δεν θα στεριώσει πάντως στη Σικελία ή στη Νότια Ιταλία: δεν θα παραμείνει καν για αρκετό χρόνο για να συμμετάσχει στην ολοκλήρωση της κατάκτησης της Σικελίας από τους Νορμανδούς (1071). Ίσως να μην έμεινε ικανοποιημένος από το φέουδο που θα του πρότειναν οι Ωτβίλλ, μπορεί και να παρεξηγήθηκε μαζί τους. Ακόμη πιθανότερο είναι να επιθυμούσε απλώς να αποδείξει τις ικανότητές του σαν αρχηγός και να αναζητούσε νέες προκλήσεις και διαφορετικά πεδία μαχών. Για τους σκοπούς αυτούς συγκέντρωσε ένα μισθοφορικό στράτευμα που το αποτελούσαν Νορμανδοί και Γάλλοι και επικεφαλής του βρέθηκε στο Βυζάντιο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1060 ξαναβρίσκουμε τον Ρουσσέλ στην υπηρεσία του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη. Διοικεί ένα μεγάλο μισθοφορικό σώμα, στις τάξεις του οποίου συναντάμε όχι μόνο τους Νορμανδούς και τους Γάλλους που έφερε μαζί του ο Νορμανδός τυχοδιώκτης, αλλά και Βαράγγους, Αγγλοσάξονες (που εγκατέλειψαν τη χώρα τους μετά το Χάστινγκες και την κατάκτησή της από τους Νορμανδούς του Γουλιέλμου) και Αγγλοσκανδιναβούς από την περιοχή της Υόρκης. Ο Ρουσσέλ συμμετείχε στην εκστρατεία του Ρωμανού που κατέληξε στη συντριβή του Μαντζικέρτ στα τέλη Αυγούστου του 1071. Γνωρίζουμε ότι του είχε ανατεθεί μια αποστολή αναγνώρισης του εδάφους στην περιοχή νοτιοδυτικά της λίμνης Βαν. Δεν ξέρουμε αν βρέθηκε στο Μαντζικέρτ, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι δεν πολέμησε. Πολλοί συμπεραίνουν ότι ο Νορμανδός ιππότης πρόδωσε τον αυτοκράτορά του: είτε ήρθε απευθείας σε συνεννόηση με τους Σελτζούκους Τούρκους του Αλπ Αρσλάν είτε (το πιθανότερο) συμμάχησε με τους Βυζαντινούς ευγενείς που πρόδωσαν τον αυτοκράτορα επιδιώκοντας την πτώση του. Από όσα γνωρίζουμε, άλλωστε, τα στρατεύματα του Ρουσσέλ πρέπει να βρίσκονταν κοντά σ’ αυτά του Ιωσήφ Ταρχανιώτη, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ποτέ στο πεδίο της μάχης για να βοηθήσει τον κακότυχο Ρωμανό. Υπάρχει, τέλος, μια πιθανότητα ο Ρουσσέλ να περίμενε απλά την έκβαση της μάχης και των εσωτερικών συγκρούσεων στο βυζαντινό στρατόπεδο προκειμένου να καθορίσει τη στάση του. Ο ήρωάς μας επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία του νέου αυτοκράτορα, του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα που έμεινε στην Ιστορία ως Παραπινάκης (=μείον ένα τέταρτο) λόγω των νομισματικών υποτιμήσεων στις οποίες προέβη.
Η επόμενη αποστολή που ανατέθηκε στον Ρουσσέλ του Μπαγιέλ ήταν να συνοδέψει τον στρατηγό Ισαάκιο Κομνηνό σε μια προσπάθεια ανάκτησης των εδαφών της Ανατολίας που κατείχαν πλέον οι Τούρκοι. Όταν τα βυζαντινά στρατεύματα έφτασαν στην Καππαδοκία, ο Νορμανδός στασίασε (1073). Έχοντας παρατηρήσει ότι επικρατούσε αναρχία στα περισσότερα εδάφη της Μικράς Ασίας, φαίνεται να αποφάσισε ότι είχε μπροστά του τη χρυσή ευκαιρία για να γίνει αληθινός ηγεμόνας. Με τους μισθοφόρους του εφορμούσε τόσο εναντίον των Τούρκων όσο και κατά των Βυζαντινών: γρήγορα κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο τμήμα της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας, σχηματίζοντας μια ηγεμονία που ξεκινούσε από τη Φρυγία και έφτανε ως τη Λυκαονία. Από το Ικόνιο ως την, ας πούμε «πρωτεύουσά» του, Άγκυρα, ο Ρουσσέλ ήταν απόλυτος κυρίαρχος. Σαστισμένος ο Μιχαήλ προσπάθησε να αντιδράσει κι έστειλε τον θείο του, τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, για να υποτάξει τον ενοχλητικό Νορμανδό. Εννοείται ότι η επιχείρηση είχε ως κατάληξη την παταγώδη αποτυχία: οι Νορμανδοί και άλλοι μισθοφόροι συνέτριψαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα κοντά στον Σαγγάριο ποταμό και αιχμαλώτισαν τον Ιωάννη. Εκείνη τη στιγμή ο Ρουσσέλ θα πρέπει να πίστεψε ότι το πεπρωμένο του συμπλεκόταν στενά με το αυτοκρατορικό μεγαλείο. Δεν έφτασε βέβαια ως το σημείο να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας, ήταν όμως βέβαιος ότι μπορούσε να ορίσει το μέλλον της αυτοκρατορίας και, φυσικά, το πρόσωπο που θα καθόταν στον αυτοκρατορικό θρόνο. Μπαίνοντας απόλυτα στο πετσί του ρόλου ενός μαγιορδόμου ή ατάμπεη, ο Ρουσσέλ ανακήρυξε αυτοκράτορα τον αιχμάλωτό του, τον Ιωάννη Δούκα, και κινήθηκε κατά της Κωνσταντινούπολης. Έφτασε μέχρι το Σκουτάρι στη Βιθυνία, το οποίο και πυρπόλησε. Δεν επρόκειτο όμως να φτάσει μέχρι τη Βασιλεύουσα, τουλάχιστον όχι ως θριαμβευτής και αρχιστράτηγος. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στη μόνη στρατιωτική δύναμη της περιοχής που μπορούσε να εγγυηθεί τη συντριβή του Νορμανδού, δηλαδή τους Σελτζούκους. Πολύ γρήγορα ο στρατός του Ρουσσέλ συνετρίβη στην Καππαδοκία από τον εμίρη Αρτούτς κι ο ίδιος ο στασιαστής βρέθηκε αιχμάλωτος (1074).
Ο φίλος μας δεν έμεινε πολύ στη φυλακή. Δωροδόκησε και κατάφερε να απελευθερωθεί. Ανασυγκρότησε το στράτευμά του κι επέστρεψε δριμύτερος στο γνώριμο πεδίο δράσης του. Αυτή τη φορά διακρίθηκε σε ληστρικές επιδρομές με νέο στόχο τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Ωστόσο, και η δεύτερη ηγεμονία του Ρουσσέλ αποδείχτηκε εξίσου εφήμερη με την πρώτη. Για κακή τύχη του Νορμανδού βρέθηκε στον δρόμο του ένας εξαιρετικά ικανός νεαρός στρατηγός, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός. Ο Αλέξιος, στον οποίο απονεμήθηκε ο τίτλος του στρατοπεδάρχη, έχει λίγα μέσα στη διάθεσήτου (μόλις χίλιους άνδρες) και είναι αναγκασμένος να περιοριστεί σε επιχειρήσεις παρενόχλησης. Συμμαχεί, επομένως, με τον Σελτζουκίδη σουλτάνο Μαλίκ Σαχ, ο οποίος έχει διαδεχτεί τον πατέρα του, τον Αλπ Αρσλάν, από το 1072. Χάρη στην τουρκική ενίσχυση ο Κομνηνός επικρατεί του Ρουσσέλ, ο οποίος αιχμαλωτίζεται (1075). Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι, στην προσπάθειά του, ο νεαρός Κομνηνός θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους κατοίκους της Αμάσειας, οι οποίοι παραμένουν πιστοί στον Νορμανδό: όχι μόνο δυσανασχετούν γιατί είναι αναγκασμένοι να συγκεντρώσουν το χρηματικό ποσό που υποσχέθηκε ο Αλέξιος στους Τούρκους, ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους, αλλά κυρίως θεωρούν ότι ο Ρουσσέλ παρέχει την πλέον αποτελεσματική στρατιωτική προστασία των ελληνικών πόλεων του Πόντου.
Η ιστορία θα επαναληφθεί: ο Ρουσσέλ θα αφήσει γρήγορα τις βυζαντινές φυλακές. Γνωρίζοντας τις στρατιωτικές ικανότητες του Νορμανδού τυχοδιώκτη, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ θα του αναθέσει την αποστολή να αντιμετωπίσει τους στασιαστές που απειλούν τον θρόνο του. Ο Ρουσσέλ θα βρεθεί δίπλα στον πρώην αντίπαλό του, τον Αλέξιο Κομνηνό, προκειμένου να καταπνίξουν την εξέγερση της οποίας ηγείται ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος. Θα αντιμετωπίσουν σε μάχη και θα συντρίψουν τον αδελφό του τελευταίου, τον Ιωάννη Βρυέννιο (Ιανουάριος 1078). Οι εξελίξεις στην αυτοκρατορία, όμως, είναι ραγδαίες: αντιμέτωπος με έναν ακόμη στασιαστή στρατηγό, τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, ο πανικόβλητος Μιχαήλ θα παραιτηθεί από τον θρόνο και θα βρεί καταφύγιο ως… μοναχός στη Μονή του Στουδίου (άνοιξη 1078). Ο Βοτανειάτης θα καταλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο. Σε αυτές τις συνθήκες σύγχυσης, ο Ρουσσέλ θα προτιμήσει να εγκαταλείψει τον Αλέξιο και να συγκροτήσει εκ νέου την ηγεμονία του. Ο νέος αυτοκράτορας και ο Αλέξιος Κομνηνός θα έρθουν ξανά σε συνεννόηση με τους Τούρκους οι οποίοι θα συντρίψουν το στράτευμα του Ρουσσέλ κοντά στη Νικομήδεια. Υποθέτουμε ότι κάπου εδώ τερματίζεται η σταδιοδρομία του, καθώς είτε πέθανε στη φυλακή είτε εκτελέσθηκε κατόπιν διαταγής του Νικηφόρου Βοτανειάτη.
Ο Ρουσσέλ του Μπαγιέλ διέθετε τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, τις στρατιωτικές ικανότητες και την απίστευτη επιθυμία για δόξα και πλούτο του τυπικού Νορμανδού του δεύτερου μισού του 11ου αιώνα. Το ότι τα αποτελέσματα της δράσης του υπήρξαν πρόσκαιρα, μολονότι εντυπωσιακά, οφείλεται σε δύο, κυρίως, λόγους. Δεν διέθετε, καταρχάς, την πολιτική ιδιοφυία ενός Ροβέρτου Γισκάρδου ή ενός Ρογήρου (του πρώτου ή του δεύτερου). Έπειτα, το πεδίο που επέλεξε για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του δεν ήταν το καλύτερο δυνατό: αντί για το κενό εξουσίας της Νότιας Ιταλίας, βρέθηκε ανάμεσα σε μια υπερδύναμη (έστω και σε περίοδο βαθειάς κρίσης) και σε μια ανερχόμενη στρατιωτική δύναμη. Μεταξύ Βυζαντίου και Σελτζούκων, ο Ρουσσέλ είχε ελάχιστες πιθανότητες τελικής επικράτησης.
Τελικά, η ιστορία του Ρουσσέλ δεν είναι τόσο ασήμαντη όσο αρχικά φαίνεται και, σε κάθε περίπτωση, μας επιτρέπει να συναγάγουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για την κατάσταση του Βυζαντίου στα χρόνια της μεγάλης κρίσης που ακολούθησε το τέλος της μακεδονικής δυναστείας. Αν η κυριαρχία ενός στασιαστή σε σημαντικό τμήμα της αυτοκρατορίας και για περιορισμένο χρονικό διάστημα δεν είναι αφεαυτής ασυνήθιστη, το γεγονός ότι αυτός ο ηγεμόνας είναι Νορμανδός δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί αξιοπρόσεκτο. Ιδίως όταν, όπως μαρτυρά και η στάση των Ελλήνων της Αμάσειας που εξακολουθούν να τον υποστηρίζουν και μετά την ήττα του, φαίνεται να διέθετε και κάποιες διοικητικές ικανότητες που θα θέλαμε να γνωρίζουμε καλύτερα απ’ όσο μας επιτρέπουν οι πενιχρές πηγές μας. Αυτό που αποδεικνύεται μετά βεβαιότητας από τη σταδιοδρομία του Ρουσσέλ του Μπαγιέλ είναι το πόσο χαλαρές (για να μην πούμε σαθρές) ήταν οι διοικητικές δομές της αυτοκρατορίας στα χρόνια εκείνα. Και προφανώς πόσο μεγάλη ήταν η αδιαφορία της αριστοκρατίας της Βασιλεύουσας για τις επαρχίες της. Μιλάμε για την ίδια αριστοκρατία που δεν δίστασε να προδώσει τον Ρωμανό σε μια καθοριστικής σημασίας σύγκρουση με τον απειλητικότερο εξωτερικό εχθρό της αυτοκρατορίας και που με τη στάση της επιδείνωσε τις συνέπειες της ήττας του Μαντζικέρτ, επιτρέποντας τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στην Ανατολία. Τέλος, οι περιπέτειες του Ρουσσέλ καταδεικνύουν το πόσο σύνθετες ήταν οι σχέσεις Βυζαντινών και Τούρκων κατά τη διάρκεια αυτής της ρευστής και κρίσιμης περιόδου. Όσοι πίστευαν ότι αυτές μπορούν να ερμηνευθούν με όρους απόλυτης αντιπαλότητας αντιλαμβάνονται ότι αστόχησαν στην κρίση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου