Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η πρώτη μετά τη καταστροφή. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ήταν εκείνες οι λάμψεις. Τις ακολούθησαν μια σειρά εκρήξεις. Και εκείνα τα τρομακτικά μανιτάρια. Το τελευταίο μεγάλο κοινό θέαμα που είδε η ανθρωπότητα. Από τότε δεν υπήρξε καμία επικοινωνία ανάμεσα σε χωριά, πόλεις ή χώρες. Τα πάντα νέκρωσαν. Από την άλλη ούτε πολλοί άνθρωποι υπήρχαν. Έπρεπε κανείς να περπατήσει μεγάλες αποστάσεις για να δει κάποιον άλλο. Αν αυτός είχε τα λογικά του. Αν μπορούσε να μιλήσει φυσιολογικά ή αν είχε την παραμικρή διάθεση για να τα κάνει όλα αυτά.
Περπάτησε για κάμποση ώρα ανάμεσα στα ερείπια. Πέρασε γειτονιές ολόκληρες, εντελώς κατεστραμμένες. Οι δρόμοι ήταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, τα κτίρια γκρεμισμένα, όλα κάτω από ένα σκονισμένο πέπλο ερήμωσης.
Ησυχία και μοναξιά. Πέρασε τόσα χρόνια να τα αποζητά. Να προσεύχεται γι' αυτά. Ε να, λοιπόν. Τώρα τα είχε επιτέλους. Και χωρίς να καταβάλλει κάποιον ιδιαίτερο κόπο για να αποφύγει τους ανθρώπους. Δεν είχαν απομείνει και πολλοί. Και οι ελάχιστοι επιβιώσαντες προτιμούσαν να μένουν κρυμμένοι όταν έπεφτε η νύχτα. Εκείνες οι εκρήξεις, δεν είχαν μόνο σκοτώσει, δεν είχαν μόνο ερημώσει, δεν είχαν μόνο εξαφανίσει. Όχι, οι επιπτώσεις ήταν πολλές και διαφορετικού τύπου. Τα ζώα που επέζησαν είχαν αγριέψει. Είχαν γίνει επιθετικά. Κάποιοι υποστήριζαν ότι είχαν αρχίσει να γίνονται και πιο μεγάλα. Υπήρχαν ιστορίες για σκύλους σε μέγεθος τίγρεων, για γάτες σαν λύκους και για αρουραίους ίσα με κυνηγόσκυλα. Κάποιοι λιγότεροι ανέφεραν για ανθρώπους που φέρονταν σαν αρπακτικά. Που επιτίθονταν σε άλλους ανθρώπους και τους κατασπάραζαν.
Παρόλα αυτά προχώρησε μέσα στα σκοτεινά χαλάσματα. Βρήκε μια μικρή εκκλησία που σαν από θαύμα δεν είχε γκρεμιστεί εντελώς. Μπήκε μέσα. Δεν υπήρχαν ούτε κεριά ούτε καντήλια να φωτίζουν. Δεν μύριζε λιβάνι, δεν ακούγονταν ψαλμωδίες. Τίποτα δε θύμιζε τη περσινή πανηγυρική ατμόσφαιρα. Προχώρησε στο ιερό. Μπήκε μέσα και προσκύνησε την Αγία Τράπεζα. "Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. ", ψέλλισε. Δεν τον ενοχλούσαν πια οι δουλειές των Χριστουγέννων. Ούτε ο κόσμος με τα παράπονα, τις παράλογες απαιτήσεις και όλες τις ενοχλητικές συμπεριφορές. Όλη εκείνη η τρέλα των ημερών φάνταζε πια τόσο γλυκιά και παρηγορητική.
Ανασήκωσε το τριμμένο ράσο του και σηκώθηκε. Δεν ήξερε τι σχέδια ακόμα είχε ο Θεός για την ανθρωπότητα που είχε απομείνει αλλά έδειχνε εμπιστοσύνη. Για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε πίστη στο θέλημά Του και είχε αφεθεί σε αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου