π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
«Τῇ 25η τοῦ αὐτοῦ Μηνός [Δεκεμβρίου]», Χριστούγεννα, δηλαδή..
Κηροσταγμένο Μηναῖο τοῦ Δεκεμβρίου μηνός. Ἐκδόσεως Βενετίας 18...Μὲ φύλλα σταχτόχρωμα, χοντρά, ποτισμένα μελάνια, μαῦρα καὶ κόκκινα, μὲ πρωτογράμματα περίεργα καὶ γραμματοσειρὰ φροντισμένη.
Τὸ ἀνοίγεις ἀπὸ περιέργεια, μέρες ποὺ εἶναι τῶν Εἰσοδίων τοῦ Ἁγίου Δωδεκαήμέρου καὶ ἀναρριγᾶς, καθὼς ἀνταμώνεις τὶς σελίδες ὅπου γράφονται: Τῇ ΚΕ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Φυλλομετρᾶς μὲ προσοχὴ καὶ συγκίνηση τὶς σελίδες κι ἀφουγράζεσαι τὸ δίπλωμα τῶν σελίδων, ποὺ γίνεται ἥσυχα καὶ μὲ τὸν ἀπαιτούμενο σεβασμό. Γιατὶ τὸ θέαμα ποὺ ἀναδύεται, καθὼς γυρίζουν τὰ φύλλα, εἶναι πράγματι συγκλονιστικό. Εἶναι θέαμα ποὺ δὲν ξεπερνιέται εὔκολα. Ὅπως δὲν μπορεῖς π. χ. νὰ μὴ σταθεῖς μπροστὰ σὲ ἕνα τοπίο ἐξαίσιο, σὲ ἕνα ἔργο τέχνης εὐφρόσυνο καὶ νὰ μὴν τὸ θαυμασεις. Κι αὐτό, ἐπειδὴ οἱ σελίδες αὐτὲς ποὺ ἔχουν πιὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ στιγματιστεῖ ἀπὸ τὸ χρόνο, τὴ χρήση καὶ τὴν προσφορά τους, διακρίνονται καὶ νοῦνται πιὰ ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη . Κι εἶναι ὄντως ἱερὴ κι ἁγιασμένη παρακαταθήκη αὐτὲς οἱ σελίδες, ἀφοῦ ἔχουν κρατήσει μέσα τους ζωντανὸ τὸ Χρόνο, ποὺ τὸν (ξανα)ζεῖς, ἀλλὰ καὶ τὸν ψαύεις στὰ σκουριασμένα κηροστάγματα καὶ στὰ μισομαυρισμένα, ἀπὸ τὴ χρήση, ἀκρα τῶν φύλλων τοῦ παλαίτυπου αὐτοῦ.
Ἄραγε, πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ ξεπεράσεις τὴν ἱερὴ συγκίνηση, ἀλλὰ καὶ τὴν κατανυξη ποὺ ἀποπνέουν οἱ σελίδες αὐτές; Ὅταν ἀναλογιστεῖς, δηλαδή, πόσα χέρια ἄγγιξαν αὐτές, πόσα μάτια τὶς δίαβασαν, πόσα στόματα ἔψαλλαν αὐτοὺς τοὺς ὕμνους, ὕμνους πανηγυρικούς, παραμυθητικούς, θεόσταλτους καὶ θεοφώτιστους ! Σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, ὅταν δὲν ὑπῆρχαν ἠλεκτρικά, ἀλλὰ κεριὰ καὶ λαδοκάντηλα. Ὅταν οἱ βαθεῖς Χριστουγεννιάτικοι Ὄρθροι ἦταν ποτισμένοι ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ μυρωμένοι ἀπὸ τὸ μελισσοκέρι, τὸ θυμίαμα καὶ τὸ καμμένο λάδι. Χωνεμένοι μέσα στὸ μισοσκόταδο ἄνθρωποι καὶ ἐκκλησιά, ἀφουγκράζονται τὸν ψάλτη καὶ τὸ παπᾶ νὰ πεῖ τοῦ Χριστοῦ τὰ γράμματα, νὰ παρουν ἀπόλυση-ἀφοῦ μεταλλαβουν- περιμένοντας νὰ φέξει ὁ Θεὸς τὴ μέρα. Ὅλα γύρω ἀπέριττα καὶ ταπεινά, ὅπως τὸ νόημα καὶ ἡ διδαχὴ τῆς ἴδιας τῆς Γιορτῆς, ποὺ δὲν ἔχει κανένα χαρακτήρα ὑπερβολῆς καὶ κομπορρημοσύνης, γιατὶ δὲν ταιριάζει μὲ τὸ ἴδιο τὸ Γεγονός ποὺ τονίζει: «Θεὸς ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται..», ἀλλὰ καὶ ὅτι «ἐθελουσίως ἐπτώχευσεν». Δὲν ταιριάζει δηλαδή, μήτε μὲ τὴ βιοτἠ, μήτε μὲ τὴν ἴδια τὴν πολιτεία τῶν πιστῶν, ποὺ ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ ποὺ μαζεύτηκαν εἶναι τὸ ἄλλο τους τὸ σπίτι. Τὸ σπίτι ποὺ πρωτοαντικρύζουν μόλις γεννηθοῦν, τὸ σπίτι ποὺ δέχονται τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ λίγο πρὶν σφαλίσει τοῦ τάφου ή μεγάλη ἡ θύρα.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ φύλλα τοῦ παλιοῦ Μηναίου, λοιπόν, ἀνατε΄λουν ἑόρτιες περασμένες μέρες παλιῶν Δωδεκαήμερων, μὲ ἄγνωστα σὲ μᾶς πρόσωπα ίερέων, ἱεροψαλτῶν, ἐνοριτῶν, νὰ συνθέτουν τὸ μέγα τῆς Γιορτῆς Πανηγύρι. Μαζί τους καὶ τὰ παιδιά, ποὺ κρατώντας τὸ ἴδιο αὐτὸ Μηναῖο, σ’αὐτὲς τὶς σελίδες ἀνοιχτές, περνοῦσαν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἐνορίτες ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ γύρευαν τὴν «προαίρεση», τὸ φίλεμά τους δηλαδή, μέρα ποὺ εἶναι, γιατὶ ἔτσι τὸ θέλει τὸ ἔθιμο ποὺ ἔσβυσε πιά. Μόλις, λοιπὸν, ἀκούγονταν-τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται ἡ θ’ὤδή- ἡ φράση: «ἡ προαίρεσις δίδου», τότε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ Μηναῖο τὰ παιδιὰ περιφέρονταν στὸ ναὸ καὶ ζητοῦσαν τὴν «προάιρεση» τῶν πιστῶν, τὸ ἑόρτιο φιλοδώρημα...Λίγες δεκάρες δηλαδή, ἤ κανένα πενηνταράκι, ἄντε τὸ πολύ καμμιὰ δραχμή..Καὶ πολλὰ θὰ ἦταν.
Ἀνοίγονται, λοιπόν, οἱ πύλες τῆς Μνήμης ἀπὸ τὸ κηροασταγμένο τὸ Μηναῖο καὶ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὰ δώματα τῆς ἡσυχίας τους οἱ φτωχοὶ οἱ παπαδες μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια καὶ μὲ τρεμάμενη φωνὴ ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὸ ἱερὸ τὸ δέος ἀπαγγέλουν τὶς εὐχὲς τῆς Εὐχαριστίας καὶ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, μέχρι νἄρθει ἡ σεπτὴ τῆς Θ.Μεταλήψεως ὥρα γιὰ νὰ κοινωννήσουν οἱ πιστοί. Οἱ πιστοί, ποὺ ἄλλο στολίδι δὲ χαίρονται τούτη τὴ μέρα παρὰ μονάχα ἐτοῦτο, τῆς Θ. Μεταλήψεως ὡς πολύτιμο θεοφίλεμα γιὰ τὸ σαρανταήμερο ποὺ διαβηκαν μὲ νηστεία καὶ προσμονή. Οἱ πιστοὶ ποὺ βιώνουν τὴν πτωχεία τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ εἶναι κι ἐκεῖνοι φτωχοί, ἀναγκεμένοι, κουρασμένοι, κι ἄποροι. Κι ἀπὸ Ἐκεῖνον, «τὸν Χριστὸν ἐθελουσίως πτωχεύσαντα» περιμένουν μιὰ ἀχτίδα φωτεινὴ νὰ καταυγάσει τὴν ψυχή, τὸ νοῦ, τὸ εἶναι τους ὁλάκερο, ὤστε «ἀναγέννησιν» νὰ λάβουν «καὶ εἰς τὴν προτέραν εὐγένειαν» νὰ ὑψωθοῦν.
Μακάριοι στ᾿ ἀλήθεια, ὅσοι μποροῦν καί ἀποκρυπτογραφοῦν τὰ σημεῖα ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ Πατέρες μας. Σημαδια σωτήρια ποὺ στὸν Παράδεισο, τὸ δίχως ἄλλο, ὁδηγοῦν, ἐπειδὴ γιὰ ἐκεῖνον στήθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου