Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Μετά την "αποκάλυψη", μετά τα Χριστούγεννα

 


Πόσες ώρες να είχαν περάσει από τότε που βγήκε από το εγκαταλειμμένο εκκλησάκι;  Να είχε ξημερώσει άραγε; Ποιος το ήξερε; Άλλωστε ο ήλιος είχε να φανεί από την τρίτη ημέρα μετά τις εκρήξεις, όταν η στάχτη κάλυψε τον ουρανό. Το κρύο ήταν βαρύ. Έπεφταν νιφάδες που έμοιαζαν με του χιονιού. Αλλά αυτές δεν ήταν φτιαγμένες από κρυστάλλους νερού. Μάλλον κάτι άλλο είχε παγώσει ψηλά στον ουρανό και έπεφτε τώρα απαλά. Ο πάγος είχε αρχίσει να καλύπτει όλο και μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κάθε ώρα κέρδιζε και κάμποσα μέτρα. Όπως φαινόταν, αν ο ήλιος δεν ξεπρόβαλλε πίσω από αυτή τη πυκνή και παράξενη συννεφιά σύντομα, θα πάγωναν τα πάντα. 

Έφτασε σε ένα σπίτι μπροστά. Φαινόταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή, τα παράθυρα βέβαια σπασμένα αλλά οι τοίχοι έδειχναν να είναι γεροί. Μπήκε μέσα. Το ταβάνι ήταν σε καλή κατάσταση. Δεν έδειχνε σημάδια επικείμενης κατάρρευσης. Κοιτώντας τις φωτογραφίες και τα πράγματα του σπιτιού, συμπέρανε πως εδώ έμενε ολόκληρη οικογένεια. Είχαν φύγει μάλλον βιαστικά, ένας Θεός ξέρει για που. Μήπως υπήρξε κάποια προειδοποίηση ή κάποια οδός διαφυγής όταν έγιναν όλα αυτά; Ήρθε ξαφνικά η καταστροφή, σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα. Θυμήθηκε την Παραβολή, τα λόγια που διάβαζε τόσο συχνά.

Τίποτα δεν είχε μείνει πια που να δίνει ζωή σε αυτό το σπίτι. Οι χαρές, οι λύπες, οι αγάπες, οι τσακωμοί που πιθανόν να μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των κατοίκων είχαν γίνει στάχτη, σαν αυτή που κάλυπτε τον ουρανό. Προχωρώντας βρήκε το εικονοστάσι. "Α", σκέφτηκε, "είχαν μια κάποια πίστη αυτοί που ζούσαν εδώ". Μόνο δυο εικόνες είχαν μείνει στη θέση τους. Της Παναγίας να κρατά στα χέρια της των μικρό Ιησού και μία του Αγίου Στεφάνου. Τι περίεργο να έχουν μείνει μόνο αυτές οι εικόνες τώρα που ο καιρός που γιορτάζουν. Η σύναξη της Θεοτόκου και η μνήμη του Αγίου Στεφάνου, η επόμενη και η μεθεπόμενη ημέρα των Χριστουγέννων. 

Χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογελούσε από τότε που ο κόσμος που ήξερε χάθηκε για πάντα. Και τώρα ξεκίνησε ένα "προσκύνημα" για να βρει όποια απομεινάρια της ανθρωπότητας μπορούσε. Ευθεία μπροστά του, αρκετά μακριά, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Έμοιαζε ανθρώπινο μα και ζωώδες. Ακούστηκαν ήχοι σαν κάποιος να προσπαθούσε να σπάσει κάτι. Φοβήθηκε. Έκανε να στρίψει και να ακολουθήσει μια άλλη διαδρομή. Φαινόταν πιο ασφαλής μα και εντελώς έρημη. Ταλαντεύτηκε λίγο. Τελικά αποφάσισε να πάει προς τα εκεί που ακούστηκε το ουρλιαχτό. Ένας άνθρωπος, ίσως και λίγο ζωώδης θα είναι καλύτερος από τον κανένα, σκέφτηκε. Άρχισε να περπατά. Το τριμμένο ράσο σερνόταν στον χαλασμένο δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τρέχοντας τον χρόνο

  Σπρώχνουμε το χρόνο προς τα εμπρός οι άνθρωποι. Με τέτοια μανία που ξεχνάμε φαίνεται πως όταν κάνεις το χρόνο να τρέχει πιο γρήγορα, σε πα...