Ας δούμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, κομμάτι κομμάτι. Και να ξεκινήσουμε αμέσως με το πρώτο απόσπασμα:
Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος.
Να λοιπόν στη πιο σκοτεινή ώρα, την ώρα που ο φόβος έχει επικρατήσει και που ο Ιησούς έχει ξεψυχήσει επάνω στο σταυρό, την ώρα που οι μαθητές Του είναι φοβισμένοι και σκορπισμένοι, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συμβουλίου των Φαρισαίων, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, βρίσκει το κουράγιο και πηγαίνει να ζητήσει από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού. Δεν είναι λίγο αυτό που κάνει. Αν μαθευτεί η κίνησή του, θα ξεσπάσει πάνω του όλη η οργή του συμβουλίου. Δε ρισκάρει απλά την κοινωνική του θέση, δε ρισκάρει τη φήμη και την υπόληψή του στην εβραϊκή κοινωνία. Ρισκάρει την ίδια τη ζωή του. Κι όμως ο Ιωσήφ, είναι φαίνεται το Ιωσήφ ένα όνομα συνυφασμένο με τη δικαιοσύνη, κατεβάζει το σώμα του Ιησού από το σταυρό και τυλίγοντας σε σεντόνι καθαρό το τοποθετεί στο μνήμα το οποίο και σφραγίζει με έναν μεγάλο λίθο.
Και συνεχίζει στο δεύτερο μέρος της η ευαγγελική περικοπή:
Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσήφ παρακολουθούσαν που τον έβαλαν. Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της.
Μέσα σε αυτό το κλίμα απογοήτευσης και φόβου, τρεις γυναίκες, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη πήραν αρώματα και πήγαν να τελέσουν τα ταφικά και νεκρικά έθιμα για το σώμα του Ιησού. Τρεις γυναίκες αψήφησαν το σκοτάδι που ακόμα δεν είχε διώξει ο ήλιος, αψήφησαν την οργή των Φαρισαίων και τις πιθανές αντιδράσεις τους σε περίπτωση που τις αντιλαμβάνονταν, αψήφησαν ακόμα και τη ρωμαϊκή φρουρά και πήγαν να επισκεφτούν τον τάφο του Ιησού. Κάποτε, σε μια συζήτηση κάποιος μου είπε, πως οι παπάδες στηρίζονται πολύ στις γυναίκες και τις έβαλαν ακόμα και στο ψαλτήρι και έτσι οι άντρες σταμάτησαν αν πολυασχολούνται με τα της Εκκλησίας. Έτσι η Εκκλησία έχασε την αντρική ορμή και δύναμη. Διαβάζοντας όμως το παραπάνω απόσπασμα αναρωτιέται κανείς που βρισκόταν αυτή η ορμή και η δύναμη εκείνες τις ώρες; Πού ήταν οι άντρες μαθητές του Ιησού; Και τι θα γινόταν αν οι γυναίκες δεν πήγαιναν στον τάφο; Πώς θα μάθαιναν και πότε οι μαθητές την Ανάσταση του Ιησού;
Και φτάνουμε στο τελευταίο μέρος του ευαγγελικού αναγνώσματος το οποίο μας λέει:
Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες.
Οι μυροφόρες ήταν οι πρώτες που αξιώθηκαν να μάθουν πρώτες το χαρμόσυνο νέο. Αλλά δεν τόλμησαν αυτή τη φορά να μεταφέρουν το μήνυμα του αγγέλου αφού είχαν τρομάξει τόσο. Και πώς να μη τρομάξουν; Αυτές που δεν τρόμαξαν από τις απειλές των Φαρισαίων και την αγριότητα των Ρωμαίων όταν βρέθηκαν μπροστά στον άδειο τάφο, στην Ανάσταση του Κυρίου, στη διασάλευση της παντοδυναμίας του θανάτου, φοβήθηκαν. Τι φοβερό μυστήριο τους αποκαλύφθηκε! Ποιος ήταν πράγματι ο δάσκαλός τους; Αυτός που τις αγκάλιαζε, τους χαμογελούσε και τις δίδασκε. Αυτός ο μεγάλος διδάσκαλος δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος άνθρωπος, ήταν πράγματι ο Υιός του Θεού, ο Λόγος που έγινε άνθρωπος! Πώς να μη φοβηθούν ακόμα και αυτές οι τόσο θαρραλέες γυναίκες μπροστά σε τούτο το μυστήριο;
Ας προσευχηθούμε κι εμείς στον Κύριο να μας δώσει θάρρος και κουράγιο ώστε σαν τον Ιωσήφ να μη βάλουμε τη κοινωνική μας θέση και την υπόληψη που έχουμε ανάμεσα στους ανθρώπους πάνω από την πίστη μας και την αφοσίωσή μας στον Χριστό. Να μας δώσει την τόλμη των μυροφόρων οι οποίες ήταν οι μόνες που αγάπησαν τόσο τον Ιησού ώστε να μη σκεφτούν κανένα από τους κινδύνους που βρίσκονταν μπροστά τους προκειμένου να πάνε και να περιποιηθούν το νεκρό σώμα Του. Να μας δώσει τη χαρά να αντιληφθούμε πραγματικά το μέγεθος, το κοσμοϊστορικό και συγκλονιστικό μέγεθος του γεγονότος της Ανάστασης και ας τρομάξουμε. Ας τρομάξουμε τόσο που να μην πούμε σε κανέναν τίποτα αρχικά. Γιατί σίγουρα, όταν αντιληφθούμε τη σημασία της Αναστάσεως όχι μόνο δε θα παραμείνουμε σιωπηλοί αλλά θα τρέξουμε να το διαδώσουμε σε όλη την οικουμένη. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου