Έχω ένα μοναδικό ταλέντο, να σκονίζω τα παπούτσια μου. Περί ταλέντου πρόκειται καθώς έχω καταφέρει να σκονιστώ μέσα σε φρεσκοσφουγγαρισμένο κλειστό χώρο. Δηλαδή, η σχέση με τη σκόνη των παπουτσιών αποκτά μία σχεδόν μεταφυσική, μη πω και υπερφυσική, διάσταση. Είναι λες και η σκόνη όλου του κόσμου ακολουθεί τα βήματά μου και προσπαθεί να αναπαυθεί πάνω στα υποδήματά μου.
Πολύ μου αρέσει η λέξει υποδήματα. Ενώ η λέξη παπούτσι παραπέμπει σε κάτι που μυρίζει άσχημα, ένα υπόδημα δε θα μπορούσε ποτέ να μυρίσει άσχημα. Εκτός κι αν πατήσει κανείς πάνω σε περιττώματα(τα σκατά αλλά σε μια πιο λόγια μορφή).
Δώστε μου δυο καινούρια παπούτσια και λίγα δευτερόλεπτα και θα τα κάνω να φαίνονται πως έχουν περπατήσει όλη τη Σαχάρα. Η ότι η Σαχάρα τα περπάτησε.
Από την άλλη δε μπορώ να βγάλω τη σκόνη. Τα βουρτσίζω, τα πλένω, τα περνάω με υγρά μαντηλάκια, με βερνίκι καμιά φορά, αλλά όχι. Η σκόνη εκεί. Έστω σε μια μικρή γωνίτσα του παπουτσιού.
Νομίζω ότι πλέον μιλάμε για συμβιωτική σχέση. Σαν τη κακοτυχία μου. Έχω την αίσθηση ότι αν εκλείψουν η κακοτυχία και η σκόνη από τα παπούτσια μου, δε θα αντέξει ο οργανισμός μου.
Και στο τέλος τίθεται το ερώτημα. Ποιο το νόημα αυτού του κειμένου. Κανένα. Απλά ήθελα να γράψω ένα κείμενο ανοησίας και παραλογισμού και νομίζω πως τα πήγα καλούτσικα. Άντε τώρα, δρόμο!
😊😀😁
ΑπάντησηΔιαγραφή