https://ardin-rixi.gr/archives/245804
Αναδημοσιεύουμε αυτό το κείμενο του Bill Hayton από την ιστοσελίδα Unherd, καθώς αναφέρεται σε μια πτυχή του ζητήματος ανάμεσα στην Κίνα και την Ταϊβάν που πολύ λίγο είναι γνωστή στην Ελλάδα. Το νησί υπήρξε αποικιακή κτήση της δυναστείας των Τσίνγκ, οι οποίοι κατάφεραν να το ενσωματώσουν εξ ολοκλήρου μόλις μέχρι το… 1887. Μερικά χρόνια αργότερα θα το χάσουν από τους Ιάπωνες, και θα επιστρέψει στην ενιαία τότε Κίνα μόνο για λίγα χρόνια μέσα στην δεκαετία του 1940, προτού μεταβληθεί στη βάση των ηττημένων του κινεζικού εμφυλίου (Γκουομιτάνγκ)…
Η κυβέρνηση στο Πεκίνο θέλει να παρουσιάσει τη στάση της απέναντι στην Ταϊβάν ως την τελική πράξη του αντιαποικιακού της αγώνα- το τέλος του αυτοαποκαλούμενου “αιώνα ταπείνωσης” στα χέρια των ξένων δυνάμεων. Αλλά το αντίθετο είναι αλήθεια. Σήμερα, καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας συνεχίζει τις ναυτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά ακριβώς έξω από τα κύρια λιμάνια και αεροδρόμια του νησιού, η Ταϊβάν είναι αυτή που βρίσκεται υπό πολιορκία.
Αξίζει να σκεφτεί κανείς την Ταϊβάν σαν να είναι η Ιρλανδία της Κίνας. Ακόμα και οι χρονολογίες συμπίπτουν. Στα τέλη του 17ου αιώνα, μόλις μερικές δεκαετίες μετά την άγρια καταστολή της Ιρλανδικής Καθολικής Συνομοσπονδίας από τον Όλιβερ Κρόμγουελ, η αυτοκρατορία των Τσινγκ εισέβαλε στην Ταϊβάν, θέτοντας για πρώτη φορά μέρος της υπό αποικιακή κυριαρχία. Ακόμα και μετά τη μερική προσάρτησή της, το 1684, οι Τσινγκ αντιμετώπισαν το νησί ως επικίνδυνο σύνορο, γνωστό κυρίως για τους άγριους “ιθαγενείς” και τις θανατηφόρες ασθένειές του.
Ορισμένα μέρη του νησιού δεν κατακτήθηκαν ποτέ –οι ορεινές περιοχές με κακοτράχαλο έδαφος αφέθηκαν στην ησυχία τους, εφόσον δεν απειλούσαν την ειρήνη των πεδιάδων. Οι Τσινγκ θεωρούσαν αυτές τις περιοχές με τον ίδιο τρόπο που η Βρετανική Ινδία θεωρούσε τα βορειοδυτικά σύνορά της: τόπους αγριότητας που χρειάζονταν έλεγχο και περιστασιακές τιμωρητικές αποστολές.
Η Ταϊβάν έγινε επίσημα ξεχωριστή επαρχία της αυτοκρατορίας Τσινγκ το 1887, δύο χρόνια μετά το τέλος ενός πολέμου με τη Γαλλία, κατά τον οποίον ο έλεγχος των λιμανιών του νησιού είχε αποκτήσει στρατηγική σημασία. Η νέα επαρχιακή διοίκηση ισχυρίστηκε ότι έφερνε τα οφέλη του πολιτισμού από την ηπειρωτική χώρα: σιδηροδρόμους, φάρμακα και φόρους. Οι τοπικές αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες.
Το νησί παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Τσινγκ για μόλις οκτώ χρόνια προτού το αρπάξει η Ιαπωνία στο ταπεινωτικό τέλος του σινοϊαπωνικού πολέμου του 1894-’95. Η συνθήκη που υπογράφηκε στην πόλη Σιμονοσέκι παραχώρησε στην Ιαπωνία τον έλεγχο της Ταϊβάν «μόνιμα και υπό πλήρη κυριαρχία». Η Ταϊβάν έγινε και πάλι αποικία, αυτή τη φορά σε διαφορετικό αφέντη. Υπήρξε κάποια αντίσταση στο νησί, αλλά γρήγορα εξουδετερώθηκε. Εισήχθησαν κι άλλοι σιδηρόδρομοι, φάρμακα και φόροι.
Μέσα σε λίγα χρόνια, οι άνθρωποι στην ηπειρωτική Κίνα ξέχασαν την υπόθεση της Ταϊβάν. Δεν υπήρξε καμία αναταραχή για την ‘επαναφορά’ του νησιού υπό τον έλεγχο της ηπειρωτικής χώρας. Ακόμη και ο εθνικιστής επαναστάτης Σουν Γιατ-Σεν, αγνόησε τη δεινή της θέση. Χρησιμοποίησε το νησί ως επαναστατική βάση κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του για την ανατροπή της αυτοκρατορίας των Τσινγκ, αλλά δεν έκανε τίποτα για να υποδαυλίσει την αντιιαπωνική δραστηριότητα εκεί. Για τους εθνικιστές, η Ταϊβάν είχε χαθεί και αυτό ήταν όλο.
Η απώλεια αυτή ενσωματώθηκε στο νέο σύνταγμα της χώρας μετά την Εθνικιστική Επανάσταση του 1911-12. Το άρθρο 3 ανέφερε: «Το έδαφος της Κινεζικής Δημοκρατίας αποτελείται από 22 επαρχίες, την Εσωτερική και Εξωτερική Μογγολία και το Θιβέτ». Η επιλογή των ‘22’ επαρχιών απέκλειε ρητά την πρώην επαρχία της Ταϊβάν. Αυτό το όραμα της επικράτειας της Κίνας, ένα όραμα που περιοριζόταν στην ηπειρωτική χώρα, τυπώθηκε σε όλους τους χάρτες της χώρας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 και του ’30. Η Ταϊβάν δεν αποτελούσε πια μέρος της.
Την άποψη αυτή συμμεριζόταν και το κομμουνιστικό κίνημα. Στο έκτο συνέδριό του το 1928, το Κομμουνιστικό Κόμμα αναγνώρισε τους «Ταϊβανέζους» ως ξεχωριστή εθνικότητα. Τον Νοέμβριο του 1938 η ολομέλεια του κόμματος αποφάσισε να «οικοδομήσει ένα αντιιαπωνικό ενιαίο μέτωπο μεταξύ των Κινέζων και των Κορεατών, των Ταϊβανέζων και άλλων λαών», κάνοντας εμμέσως διάκριση μεταξύ Ταϊβανέζων και Κινέζων. Τόσο οι εθνικιστές όσο και οι κομμουνιστές θεωρούσαν τους “Ταϊβανέζους” ως ξεχωριστό minzu – το οποίο μπορεί να σημαίνει τόσο «έθνος» όσο και «ηθική ομάδα».
Μόνο στα μέσα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν φάνηκε ότι η Ιαπωνία θα έχανε, οι αντίπαλες κινεζικές ηγεσίες ‘ανακάλυψαν ξανά’ την Ταϊβάν. Από τα μέσα του 1942 και μετά, το Εθνικιστικό Κόμμα (το Κουομιντάνγκ) υπό τον Τσιανγκ Κάι-σεκ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να επαναπροσδιορίσει την Ταϊβάν ως πραγματικά κινεζική και να επεκτείνει το «εθνικό γεωσώμα» ώστε να συμπεριλάβει το νησί. Αυτό είχε, σε μεγάλο βαθμό, ως κίνητρο την ιδέα ότι η Ταϊβάν ήταν ζωτικής σημασίας για την άμυνα της χώρας.
Λίγους μήνες μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, μια νευρική ομάδα Κινέζων αξιωματούχων έφτασε στο νησί και άρχισε να εγκαθιστά μια νέα διοίκηση. Αλλά υπήρχαν πολλοί στην Ταϊβάν που δεν επιθυμούσαν να ενσωματωθούν στη Δημοκρατία της Κίνας. Κάποιοι είχαν επωφεληθεί από την ιαπωνική κατοχή, κάποιοι αντιδρούσαν στη διαφθορά της κινεζικής κυβέρνησης, ενώ άλλοι ήταν απλώς εχθρικοί προς τους εισερχόμενους από την ηπειρωτική χώρα. Οι διαμαρτυρίες τελικά ξέσπασαν στις 28 Φεβρουαρίου 1947 και αντιμετωπίστηκαν με ακραία βία. Μέχρι το τέλος Μαρτίου, τουλάχιστον 5.000 Ταϊβανέζοι (ορισμένοι λένε ότι ήταν 20.000) είχαν σκοτωθεί από τις δυνάμεις της ηπειρωτικής χώρας.
Αυτές οι αποικιοκρατικές στάσεις απέναντι στην Ταϊβάν εμφανίζονται ξεκάθαρα στο βιβλίο του Τσιανγκ Κάι-σεκ ‘Το πεπρωμένο της Κίνας’ του 1947. Εκεί, γράφει ότι «η Φορμόζα [εννοεί την Ταϊβάν], οι Πεσκαντόρες [τα νησιά ακριβώς δυτικά της Ταϊβάν], οι τέσσερις βορειοανατολικές επαρχίες [Μαντζουρία], η Εσωτερική και Εξωτερική Μογγολία, η Σινκιάνγκ [Σιντζιάνγκ] και το Θιβέτ είναι η καθεμία ένα φρούριο (ή στρατηγική περιοχή) απαραίτητη για την άμυνα και την ασφάλεια του έθνους». Για τον Τσιανγκ, αυτές οι απομακρυσμένες περιοχές πρέπει να προσαρτηθούν στην Κίνα αποκλειστικά και μόνο για να προστατεύσουν τις κεντρικές περιοχές της ‘μητέρας πατρίδας’ από ξένες επιθέσεις.
Κατά ειρωνικό τρόπο για τον Τσιανγκ, η Ταϊβάν έγινε ασπίδα που τον προστάτευε όχι από την ξένη επίθεση αλλά από τον κομμουνιστικό έλεγχο της πατρίδας του. Το 1949, στο τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου, η κυβέρνηση της Γκουομιντάνγκ κατέφυγε στο νησί. Αρχικά αυτό προοριζόταν μόνο για ένα προσωρινό οχυρό, ένα μέρος για να ανασυνταχθεί πριν από την ανακατάληψη της ηπειρωτικής χώρας. Η Γκουομιντάνγκ συνέχισε να παρουσιάζεται στον κόσμο ως η νόμιμη κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας και κατέλαβε την έδρα της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη μέχρι το 1971.
Αυτή η μυθοπλασία απέκρυψε το βασικό γεγονός ότι η Ταϊβάν είχε κυβερνηθεί ως τμήμα της ηπειρωτικής χώρας μόνο για τέσσερα χρόνια, από τον Οκτώβριο του 1945 έως τα τέλη του 1949. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Γκουομιντάνγκ έφερε, στην πραγματικότητα, μια ακόμη αποικιακή διοίκηση στο νησί. Το κόμμα ενεργούσε σαν να ήταν μια κινεζική κυβέρνηση που κυβερνούσε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ηπειρωτικής. Με τη δύναμη της στρατιωτικής δικτατορίας, επέβαλε τη μανδαρινική γλώσσα πάνω στις τοπικές γλώσσες Χόκιεν και Χάκκα και σε αυτές που μιλούσαν οι ορεινοί λαοί. Επέβαλε τους κανόνες της ηπειρωτικής χώρας υπό τη σημαία του κινεζικού εθνικισμού και προσπάθησε να επιβάλει μια ομοιογενή «κινεζική» ταυτότητα.
Η κληρονομιά αυτών των επιβολών και η αντίσταση απέναντί τους διχάζει ακόμη και σήμερα την πολιτική στην Ταϊβάν. Οι τάξεις της Γκουομιντάνγκ εξακολουθούν να συμπληρώνονται σε μεγάλο βαθμό από τους απογόνους εκείνων που ήρθαν στο νησί με τον Τσιανγκ Κάι-σεκ. Το σημερινό κυβερνών κόμμα, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, εκπροσωπεί το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που αντιστέκεται στην ιδέα του ελέγχου της ηπειρωτικής χώρας. Για παράδειγμα, η οικογένεια της σημερινής προέδρου της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ-γουέν, έχει καταγωγή από τους Χάκα. Ακριβώς όπως και στην Ιρλανδία σήμερα, η πολιτική της χώρας διχάζεται για τις σχέσεις με την “ηπειρωτική χώρα”. Ακόμα και η χρήση αυτού του όρου εγείρει αντιδράσεις στην Ταϊβάν, όπως και στην Ιρλανδία.
Στα 77 χρόνια από την επανένταξη της Ταϊβάν στη Δημοκρατία της Κίνας, η πολιτική και δημογραφική κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Μόνο πολύ λίγοι σκληροπυρηνικοί πιστεύουν ότι η «Δημοκρατία της Κίνας» θα ανακαταλάβει ποτέ την ηπειρωτική χώρα και θα «επανενώσει» τη μητέρα πατρίδα υπό μη κομμουνιστικό έλεγχο. Το νησί είναι de facto ανεξάρτητο κράτος, αν και δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως τέτοιο από καμία άλλη χώρα. Αν επισκεφθείτε το βρετανικό «Γραφείο Αντιπροσωπείας» στην Ταϊπέι, θα ανακαλύψετε ότι διαθέτει ακριβώς τα ίδια σερβίτσια με κάθε βρετανική πρεσβεία ανά τον κόσμο, με τη διαφορά ότι από τα πιάτα λείπει το βασιλικό οικόσημο. Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και όλοι οι άλλοι, αντιμετωπίζει την Ταϊβάν ως ανεξάρτητη κυβέρνηση, αλλά δεν θέλει να διαφημίσει το γεγονός.
Η μη επίσημη ύπαρξη της Ταϊβάν δεν εμπόδισε τις επιχειρήσεις της να εξάγουν ή τους κατοίκους της να απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο ισοδύναμο με αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο είναι κατά πολύ υψηλότερο από αυτό της Κίνας. Τα διαβατήριά της (που εκδίδονται στο όνομα της «Δημοκρατίας της Κίνας» στα κινεζικά, αλλά και σε εκείνο της «Ταϊβάν» στα αγγλικά) παρέχουν πρόσβαση χωρίς βίζα σε 145 χώρες, σχεδόν διπλάσιο αριθμό από την Κίνα. Αλλά η μετατροπή αυτής της de facto ανεξαρτησίας σε συνταγματική πραγματικότητα θα αποτελούσε, στα μάτια του Πεκίνου, αιτία πολέμου.
Οι περισσότεροι Ταϊβανέζοι – ας τους ονομάσουμε έτσι – απολαμβάνουν το status quo στην άλλη πλευρά του Πορθμού της Ταϊβάν. Η ΛΔΚ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ταϊβάν, πολλοί Ταϊβανέζοι έχουν συγγένεια με οικογένειες που ζουν στην άλλη πλευρά, και σε κανονικούς καιρούς το νησί επωφελείται από τη σχετικά ελεύθερη ροή ανθρώπων και εμπορίου με τα παράλια. Εκτός από μερικούς φαντασιόπληκτους, κανείς στην Ταϊβάν δεν επιθυμεί πόλεμο με τη ΛΔΚ, αλλά ούτε και «επανένωση» με ένα αυταρχικό κράτος που φαίνεται να βρίσκεται σε ένα πολιτικό ταξίδι από τον «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά» στον «εθνικοσοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά».
Ο Σι Τζινπίνγκ έμαθε την ιστορία του από τα απλοϊκά εθνικιστικά βιβλία της νιότης του: όπως ακριβώς ο Τσανγκ Κάι-σεκ, είναι αποικιοκράτης. Όπως μπορούν να μαρτυρήσουν οι κάτοικοι του Θιβέτ και του Σιντζιάνγκ, έχει μια άποψη «ατμομηχανής» για την εθνική ενότητα. Διατάζει την ομοιογένεια στο όνομα της «μεγάλης αναζωογόνησης του κινεζικού έθνους». Δεν θα ησυχάσει μέχρι να ‘αποκαταστήσει’ κάθε βράχο και ύφαλο στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και κάθε άγονη βουνοπλαγιά των Ιμαλαΐων στη μητέρα πατρίδα. Η Ταϊβάν θα είναι το κόσμημα στο προλεταριακό του στέμμα.
Μετάφραση: ομάδα ροής ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου