Εκείνο το πρωινό τον ξύπνησε η φασαρία που έκαναν οι άνθρωποι της κοινότητας. Της κοινότητας. Είχε περάσει ένας χρόνος και ο καταυλισμός έγινε κοινότητα. Και τώρα ο αρχηγός της κοινότητας τους καλούσε σε συγκέντρωση. Κάτι σημαντικό ετοιμαζόταν. Ακολούθησε τους υπόλοιπους που πήγαιναν με γρήγορο βήμα προς το σημείο συνάντησης.
O Αρχηγός, έτσι τον αποκαλούσαν όλοι και ο ίδιος το απολάμβανε είχε ήδη πάρει θέση στο κέντρο του χώρου και φούσκωνε από περηφάνεια, ενώ τα μάτια του είχαν την λάμψη του αρπακτικού. Ήταν καλός άνθρωπος, με ηγετικές ικανότητες αδιαμφισβήτητες και πράγματι με τις αποφάσεις του και τις ενέργειές του είχε καταφέρει να βρουν αυτό τον πολύ καλύτερο μέρος για να εγκατασταθούν. Ένα μέρος που τους προσέφερε ασφάλεια από τις επιδρομές ληστών, μεταλλαγμένων, θηρίων και άλλων περίεργων και τρομακτικών πλασμάτων που τώρα πια διέτρεχαν τις ακατοίκητες εκτάσεις. Όμως δεν ήταν δυνατόν να κρυφτεί η αλλαγή του χαρακτήρα του. Μια αλλαγή που συντελούνταν καθημερινά. Ακόμα και μετά από την σχεδόν ολική εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους, η εξουσία συνέχιζε να φθείρει τις ψυχές.