π. Βασίλειος Θερμός
Καθώς άρχισε η σχολική χρονιά διάφοροι προβληματισμοί αναβιώνουν στην δημόσια σφαίρα, όπως συνηθίζεται κάθε χρόνο. Θα υπάρχει επάρκεια εκπαιδευτικών από την αρχή; Μήπως πρέπει να τοποθετούνται νωρίτερα για να μην αιφνιδιάζονται οι οικογένειες; Έχουν αρκετές πιστώσεις τα σχολεία ή θα αναγκαστούν οι γονείς να βάλουν το χέρι στην τσέπη; Πρέπει το μάθημα της Ιστορίας να έχει ιδεολογικό χαρακτήρα; Γιατί να ευτελίζεται η Ανώτατη εκπαίδευση με την τεχνητή ‘αναβάθμιση’ τμημάτων σε δήθεν πανεπιστήμια; Και τόσα άλλα ων ουκ εστιν αριθμός.
Θα ήθελα να επικεντρωθώ σήμερα σε άλλα ερωτήματα, τα οποία με απασχολούν διαρκώς, όχι μόνο στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Ίσως να πρόκειται για έναν μοναχικό προβληματισμό. Πιθανόν όμως και όχι. Ελπίζω να τον συμμερίζονται και άλλοι.
Τα δικά μου ερωτήματα, λοιπόν, είναι τα εξής:
-Το σχολείο δεν είναι πια η κύρια πηγή γνώσης. Σίγουρα στην εποχή μας δεν μπορεί να είναι η κύρια πηγή πληροφορίας, αλλά αυτό δεν μας πειράζει. Μπορεί κάποτε να ξαναγίνει η κύρια πηγή γνώσης, όμως; Πώς πρέπει να βοηθήσουμε τις νέες γενιές να διακρίνουν μεταξύ αυτών των δύο;
-Μέχρι να συμβεί αυτό θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε ένα πλεονέκτημα αυτής της παραφωνίας; Τώρα που το σχολείο έχει γίνει ουραγός της πληροφορίας (μπροστά στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο) και αμήχανο ως προς την γνώση, μήπως είναι η μεγάλη ευκαιρία να συνειδητοποιήσει τι άλλο μπορεί να κάνει; Μήπως να θυμηθεί την αποστολή του για την διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού; Μήπως πρόκειται για μια δύναμη που σπαταλιέται;
-Έχουμε αντιληφθεί ότι μεγάλο μέρος της δουλειάς του εκπαιδευτικού είναι η διαχείριση ανθρώπινων ομάδων; Έχει τέτοιες δεξιότητες; Αν όχι, πώς πρέπει να προετοιμασθεί γι’ αυτές;
-Γιατί έχουμε τόσο λίγες σχολικές κοινότητες; Δεν έχουμε καταλάβει ακόμη ότι σε μια πραγματική σχολική κοινότητα, ως κύτταρο ζωντανής συνεργασίας, θα έχουμε λιγότερη παραβατικότητα, λιγότερες τιμωρίες, λιγότερο μαθητικό άγχος, καλύτερες επιδόσεις;
-Γιατί συνεχίζουμε να αδιαφορούμε για τη γνώμη των μαθητών ως χρηστών; Σε έρευνα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς το 2005, ερωτήθηκαν 1600 νέοι 15-29 ετών.1 Ενώ τοποθετούσαν την εκπαίδευση στη θέση 9 της δεκάβαθμης κλίμακας αξιών, εμφανίσθηκαν κατά μέσο όρο στο 75% δυσαρεστημένοι από τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν στην εκπαιδευτική πραγματικότητα (στα λύκεια 82%, στα ΑΕΙ 77%, στα ΤΕΙ 71%, στα ΙΕΚ 59%). Ερωτώμενοι για τα συναισθήματά τους εκεί δήλωσαν πλήξη (66%), κούραση (59,4%), άγχος (57%), απογοήτευση (56%), θυμό (55%). Αυτά από νέους οι οποίοι δεν αδιαφορούσαν για την εκπαίδευση αλλά τήν θεωρούσαν σπουδαία και επιθυμητή αξία! Πώς κατάφερε, λοιπόν, το εκπαιδευτικό μας σύστημα να παραλάβει ανθρώπους που «από τη φύση τους θέλουν να μαθαίνουν» (Αριστοτέλης) και να τούς καταστήσει το σχολείο μισητό;
-Σε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2010, τον τελευταίο 1 χρόνο είχαν διαβάσει περισσότερα από 10 βιβλία μόνο το 8,1% του πληθυσμού! Δεν είχαν διαβάσει κανένα βιβλίο το προηγούμενο έτος το 40,7%!2 Γιατί, λοιπόν, η αντιπάθεια προς την ανάγνωση συνοδεύει μια ανησυχητικά μεγάλη μερίδα αποφοίτων λυκείου για όλη τους τη ζωή; Γιατί κάποιοι ενήλικες γίνονται ανίκανοι να διαβάσουν ακόμη και εφημερίδα, περιοριζόμενοι σε ξεφύλλισμα περιοδικώνμε φωτογραφίες; Σύμφωνα με άλλη έρευνα, 7 στους 10 μαθητές και 8 στους 10 φοιτητές, σπουδαστές και εργαζομένους παρακολουθούσαν καθημερινά τις τηλεοπτικές μεσημεριανές εκπομπές! Ακόμη, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή συνεχώς, είτε παρακολουθεί κάποιος είτε όχι, περισσότερο από 6 ώρες στο 68% των σπιτιών! Έχει το σχολικό σύστημα κάποια ευθύνη για το ότι ο λαός μας δεν αγαπά το διάβασμα, σε βαθμό δυσανάλογο για την ιστορία του και για την συμβολή του στον πολιτισμό;
-Γιατί δεχόμασταν ως φυσιολογικό φαινόμενο επί τόσες δεκαετίες την καταστροφή των σχολικών βιβλίων στο τέλος της χρονιάς; (Δεν γνωρίζω αν γίνεται ακόμη).
-Γιατί παραμένουμε απαθείς τόσα χρόνια στο αρρωστημένο φαινόμενο της κατάληψης σχολείων; Γιατί να υπάρχουν εκπαιδευτικοί που τις ευνοούν;
-Γιατί η όψη των πανεπιστημιακών κτιρίων μας κάνει να ντρεπόμαστε όταν τα επισκέπτονται ξένοι καθηγητές και φοιτητές; Ποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέχεται βανδαλισμούς σε ΑΕΙ και μνημεία, καθώς και καταδρομικές επιθέσεις καταστροφών σε πανεπιστήμια;
-Γιατί η Ιστορία, μάθημα με τεράστια ψυχολογική, πολιτική, και κοινωνική σημασία, θεωρείται από τους Έλληνες μαθητές από τα πιο ανιαρά;
-Γιατί παραδίδουμε τα παιδιά μας σε ανθρώπους που νοσούν ψυχικά σοβαρά, τους οποίους χρίζουμε εκπαιδευτικούς και εισάγουμε σε σχολικές τάξεις, επειδή κάποτε έλαβαν ένα πτυχίο;
- Σε ποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνονται πενθήμερες εκδρομές, μέσα στη σχολική χρονιά και με συνοδεία καθηγητών, με στόχο το καθημερινό ξενύχτι και μεθύσι;
-Σε ποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι φοιτητικές ομάδες αποτελούν παραρτήματα και φυτώρια των κομμάτων στα Πανεπιστήμια;
-Γιατί τα σχολικά κυλικεία δεν τηρούν τις προδιαγραφές του νόμου ως προς τα επιτρεπόμενα τρόφιμα και πωλούν τις συνήθεις ανθυγιεινές τροφές;
-Γιατί στην δευτεροβάθμια (κυρίως) εκπαίδευση αναπτύχθηκε συνδικαλισμός σαν κράτος εν κράτει, με αποτέλεσμα οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί να ‘καίγονται’, να αηδιάζουν, και να αποχωρούν πρόωρα;
-Σε ποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι εκπαιδευτικοί καπνίζουν στο σχολείο, μπροστά στους μαθητές;
-Γιατί οι εκλογές καθηγητών στα ΑΕΙ αντιμετωπίζονται (σε μεγάλο ποσοστό) σαν στημένη διαδικασία, οικογενειακή υπόθεση, ή πονηρή υπαλληλική τυπολατρία, στέλνοντας έτσι απογοητευμένους πολλούς επιστήμονες στο εξωτερικό ή αποθαρρύνοντάς τους να επιστρέψουν;
Εμένα αυτά τα ερωτήματα με απασχολούν. Όχι ότι είναι ασήμαντα εκείνα που σχετίζονται με τις σχολικές αίθουσες, τους προϋπολογισμούς, τις αποσπάσεις και μεταθέσεις κτλ. Είναι απολύτως απαραίτητα, με την διαφορά ότι πρόκειται για διαχείριση. Η διαφορά στις δύο αυτές κατηγορίες προβλημάτων αντιστοιχεί στην διαφορά διοικητή και ηγέτη. Αν οι πολιτικοί μας και τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού δεν το γνωρίζουν, ας τους θυμίσουμε ότι διοικητές είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα σωστά, ενώ ηγέτες είναι εκείνοι που κάνουν τα σωστά πράγματα.
Αλλά όταν επί τόσα χρόνια είμαστε ανίκανοι ακόμη και για σωστή διαχείριση, πώς να απαιτήσουμε ηγεσία που σχεδιάζει και υλοποιεί;*
Η Ελλάδα που δεν ενδιαφέρεται να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα και να λύσει τα αντίστοιχα προβλήματα, δεν είναι παρά η Ελλάδα που στρουθοκαμηλίζει, που κατασκευάζει για τον εαυτό της μια πλαστή ταυτότητα. Είναι η Ελλάδα που αδυνατεί να ζήσει στην παγκόσμια κοινότητα, είτε επειδή αισθάνεται υπεροπτικά απέναντι στα άλλα έθνη, είτε επειδή μειονεκτεί. Είναι η Ελλάδα η οποία στο τέλος καταφεύγει στην (ενίοτε παραποιημένη) ιστορία της για να αντλήσει παρηγοριά, όχι γι’ αυτό που δεν είναι, αλλά γι’ αυτό που δεν θέλει να γίνει…
Ευτυχώς υπάρχει και άλλη Ελλάδα. Τελευταίο ερώτημα: Γιατί από τη Μεταπολίτευση μέχρι τώρα δεν ανέλαβε αυτή η Ελλάδα τα ηνία;
Σημαντικά τα ερωτήματα του π. Θερμού και αξίζει να προβληματιστούμε όλοι επ αυτών. Ο προβληματισμός μας θα είναι γόνιμος εάν αναζητήσουμε και ανακαλύψουμε μήπως υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής που συνδέει όλες αυτές τις διαφορετικές όψεις της παρακμής που παρουσιάζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Τότε ίσως φανεί ότι αυτές οι διαφορετικές όψεις/εκφάνσεις αφορούν ένα και μόνο πρόβλημα που έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα της εκπαίδευσης αλλά η ικανότητά του να παράγει τέτοια προβλήματα έχει γίνει αθέατη για την ελληνική κοινωνία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚανείς δεν θα προβληματιστεί. Κι όποιος ασχοληθεί , θα το κάνει μέσω του "φακού" της ιδεολογικής αυτοδικαίωσης...
ΔιαγραφήΑπό την μιά, λοιπόν, η "Σκύλλα της αδιαφορίας" και από την άλλη η "Χάρυβδη της ιδεολογικής αυτοδικαίωσης"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαστε το λοιπόν, χαμένοι από χέρι...ε, παπα-Κώστα;
Το λέει κι ο Παπακωνσταντίνου...
Διαγραφή