Μάριος Ευρυβιάδης 7/12/17
Η απόφαση του αμερικανού Προέδρου Τράμπ για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ μπορεί να ξενίζει ως προς τον χρονισμό της. Έρχεται όμως να επιβεβαιώσει τη ρήση ενός μεγάλου αμερικανού πολιτικού που εκπροσώπησε για δεκαετίες την πολιτεία της Μασσαχουσέτης στο αμερικανικό Κονγκρέσο (1953-1987) και διετέλεσε και Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (1977-1987), του Tip O’Neil, πως η κάθε πράξη ενός πολιτικού-και ως συνέπεια η πολιτική γενικά- πηγάζει από εσωτερικούς παράγοντες- τον τοπικισμό. “All politics is local”, είναι ο τρόπος που ο Tip O’Neil διατύπωσε αυτή την πραγματικότητα.
Ποιό υπήρξε το πολιτικό κίνητρο του Τράμπ για μια τόσο ριζοσπαστική κίνηση η οποία έχει σημαντικές διεθνείς διαστάσεις και την οποία κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν αποτόλμησε να υλοποιήσει, παρά την έντονη και πολύ καλά οργανωμένη πίεση των φίλων του εβραϊκού κράτους στις ΗΠΑ, την ύπαρξη σχετικού ψηφίσματος του Κογκρέσου (Jerusalem Embassy Act of 1995) όπως και την πίεση από την κυβέρνηση του Νετανιάχου;
Η απάντηση βρίσκεται, κατά την άποψή μου, στην κατακόρυφη πτώση της δημοτικότητας του αμερικανού Προέδρου λόγω της εσωτερικής του πολιτικής, καθώς επίσης και των συνεχόμενων σκανδάλων που χαρακτηρίζουν την πολιτεία του μέχρι τώρα.
Κατά διάφορες δημοσκοπήσεις (Gallup, κλπ), εννέα μήνες μετά την εκλογή του, η αποδοχή του Τράμπ (approval rate) από τους αμερικανούς έχει πέσει στα 37.5% ενώ κάποιες δημοσκοπήσεις δείνουν και 33%. Έστω και με το 37.5%, η δημοτικότητα του αμερικανού Προέδρου είναι η χειρότερη από κάθε άλλο Πρόεδρο από την εποχή που άρχισαν να καταγράφονται τέτοιου είδους δημοσκοπήσεις.
Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στην άνοδο και πτώση της δημοτικότητας ενός Προέδρου. Στην περίπτωση του Τράμπ οι προσπάθειες του να καταργήσει
το πρόγραμμα ιατρικής περίθαλψης του προκάτοχού του Ομπάμα -το λεγόμενο Obamacare- που προσέφερε, για πρώτη φορά, ιατρική περίθαλψη και συναφή κοινωνική ασφάλεια σε εκατομμύρια δεινοπαθούντες αμερικανούς, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη πτώση της δημοτικότητάς του. Άλλοι παράγοντες είναι οι συμπεριφορές του σε πολλά ζητήματα, κυρίως μέσω του Τουίτερ στα κοινωνικά μέσα επί παντός “επιστητού”, που παραπέμπουν σε μια “αλλοπρόσαλλη” και “διχασμένη” κατά πολλούς προσωπικότητα, που ξεφεύγει του “ελέγχου” των “δημοσιοσχετιστών” (minders) του Λευκού Οίκου.
Επιπλέον στους εννέα μήνες της προεδρίας Τράμπ είχαμε και μια σειρά από ενέργειές του πού ερμηνεύονται ως προσπάθειες να αποφύγει τυχόν ποινικές διώξεις που στη περίπτωσή του, θεωρητικά τουλάχιστον, θα μπορούσαν να ενισχύσουν προσπάθειες ακόμη και για καθαίρεσή του (impeachment) από την προεδρία. Κάτι τέτοιο είναι βέβαια εξαιρετικά δύσκολο. Προσπάθειες όμως για την αποπομπή του γίνονται από πολιτικούς παράγοντες αλλά και από οργανωμένες ομάδες, που δεν χώνεψαν την νίκη του στις εκλογές του 2016.
Τέλος και σε συνάφεια με τα παραπάνω, είναι και οι διάφορες αποφάσεις του όπως η αποπομπή του διευθυντή της FBI, ο υπόγειος πόλεμος που μαίνεται με τον ειδικό ανακριτή Robert Mueller που εντάλθηκε να διερευνήσει το λεγόμενο Russiagate, δηλ. την φερόμενη ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές του 2016 υπέρ του υποψήφιου Τράμπ, καθώς επίσης και τις κατηγορίες εναντίον του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, του Michael Flynn, για παραβίαση της αμερικανικής νομοθεσίας. Ο τελευταίος κατηγορείται πως κατά τη διάρκεια της εκλογικής περιόδου και ως σύμβουλος του Τράμπ, επικοινωνούσε με Ρώσους αξιωματούχους παράνομα.
Οι πιο σημαντικοί πολέμιοι του Τράμπ σε επίπεδο ελίτ στις ΗΠΑ είναι η ομάδα που είναι γνωστή στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα ως “Νεοσυντηρητικοί” (Neocons). Οι Νεοσυντηρητικοί τον κατηγορούν ως πράκτορα, κυριολεκτικά, των Ρώσων και του Προέδρου Πούτιν. Τον χαρακτηρίζουν, μάλιστα, ως “χρήσιμο ηλίθιο” στους φερόμενους σχεδιασμούς του Πούτιν για παγκόσμια κυριαρχία -μια φράση που αποδίδεται στον Λένιν και την οποία ο Λένιν ποτέ δεν είπε. Στο σύνολό τους οι Νεοσυντηρητικοί είναι υπέρμαχοι του Ισραήλ και πρωτοστατούν σε κάθε τι που το αφορά. Μάλιστα οι επικριτές τους τους χαρακτηρίζουν ως “Israeli-firsters”, δηλ. άτομα που θέτουν τα συμφέροντα του Ισραήλ υπεράνω όλων. Ως “Israeli-firster” θεωρείται και ο γαμπρός του Τράμπ (παντρεύτηκε την κόρη του Ιβάνκα που αποδέχτηκε την εβραϊκή πίστη), ο Jarred Kusher.
“Δικαιολογώντας” την απόφασή του, ο Τράμπ επικαλέστηκε το προαναφερθέν νόμο του Κονγκρέσου αλλά και την προεκλογική του υπόσχεση. Και προχώρησε λέγοντας πως με την απόφασή του θα αυξηθούν οι προοπτικές ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή- μια θέση που μόνο αυτός και ο Νετανιάχου συμμερίζονται.
Όμως κατά τη δική μου άποψη η κίνηση του Τράμπ αποσκοπεί στον κατευνασμό των Νεοσυντηρητικών, την άμεση πολιτική τους εξουδετέρωση και την μελλοντική
υποστήριξή τους. Κατά γενική παραδοχή οι τελευταίοι έχουν πολύ μεγάλη επιρροή στα πανεπιστήμια, στις “δεξαμενές σκέψεις” των ΗΠΑ όπως επίσης και στα ΜΜΕ με συνέπεια τον επηρέασμό της κοινής γνώμης.
Έτσι με ένα σπάρο ο Τράμπ προσδοκεί να κτυπήσει όχι δυο αλλά τέσσερα
τρυγόνια: να αυξηθεί η παραπαίουσα δημοτικότητά του, να παρουσιαστεί ως πολιτικός που “τηρεί το λόγο” του, να μετατρέψει σε μια, κυριολεκτικά, νύχτα την πιο καλά οργανωμένη ομάδα ιδεολόγων στις ΗΠΑ-τους Νεοσυντηρητικούς- από πολέμιους σε σύμμαχούς του και έτσι να οχυρωθεί κατά τυχόν μελλοντικών προσπαθειών για την πολιτική του αποδόμηση. (Πιθανόν η εξουδετέρωση των Νεοσυντηρητικών να οδηγήσει και στη αποκατάσταση των σχέσεων Ουάσινγκτον-
Μόσχας, που παραμένει διακαής πόθος του Τράμπ).
Συμπερασματικά: η απόφαση του Τράμπ για την Ιερουσαλήμ δεν έχει να κάνει τίποτα με την διαδικασία ειρήνης ή πολέμου στη Μέση Ανατολή, όπως κοινώς πιστεύεται και παρουσιάζεται και έχει να κάνει τα πάντα με την προστασία των “πολιτικών οπίσθιων” του αμερικανού Προέδρου “τοπικά” (locally), μέσα στις ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου