Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Καλλικαντζαροϊστορίες

Καλικάντζαροι 2b
Κάποτε υπήρχε μια μαμμή της οποίας εμφανίστηκε ένα καλικάντζαρος σαν άνθρωπος και της ειπε: «έλα μαζί μου γιατί πρέπει να ξεγεννήσεις τη γυναίκα μου. Αν κάμει η γυναίκα μου  υιό θα σε πολυχρυσώσω, αλλά αν κάμει κόρη θα σε σκοτώσω».
Η μαμμή ακολούθησε τον άνδρα μέχρι το σπίτι του και ξεγέννησε τη γυναίκα του. Η γυναίκα έκαμε κορή, αλλά επειδή η μαμμή φοβήθηκε είπε ψέμματα στον άνδρα ότι απέκτησε ένα γιο. Ο άνδρας – καλικάντζαρος, χαρούμενος με τα νέα που άκουσε, της έβαλε στην ποδιά της αντί χρυσάφι, κρεμμυδόφυλλα. Η μαμμή  φοβισμένη έτρεξε αμέσως προς το σπίτι της και ενώ έτρεχε της έπεφταν τα κρεμμυδόφυλλα. Όταν έφθασε  στο σπίτι της, έριξε όσα κρεμμυδοφυλλα της έμειναν στο πάτωμα, και αμέσως αυτά έγιναν χρυσάφι. Η μαμμή επείδη φοβήθηκε ότι ο καλικάντζαρος θα την καταδίωκε όταν ανακάλυπτε την αλήθεια, δεν ξαναβγήκε ποτέ νύχτα έξω από το σπίτι της, για να μην την σκοτώσει.
*
*
Κάποτε ζούσε ένας γέροντας, που έμενε μόνος του στο βουνό και ήταν πολύ πλούσιος. Στο χωριό κοντά στο σπίτι του γέροντα, υπήρχε μια οικογένεια φτωχή με 5 -6 παιδιά. Τα παιδιά και ο πατέρας κάθε χρόνο στις γιορτές έβαφαν μαύρο το πρόσωπό τους με κάρβουνα, ντύνονταν καλικάτζαροι και πήγαιναν στο σπίτι του γέροντα. Εμφανίζονταν στο γέρο ως καλικάντζαροι και τον απειλούσαν να τους δώσει φαί, αλλιώς θα τον σκότωναν. Ο γέροντας φοβισμένος τους έδινε πολλή φαγητό και άλλα πολλά πράγματα, για να τους ξεφορτωθεί.  Μια φορά είπε την ιστορία του σε ένα κυνηγό και ο κυνηγός του είπε ότι αν του έδινε 2 λίρες, θα ξεφορτωνόταν τους καλικάντζαρους μια και καλή. Ο γέροντας μη έχοντας άλλη επιλογή έδωσε 2 λίρες στον κυνηγό και τον εμπιστεύτηκε για να ξεφορτωθεί τους καλικάντζαρους. Ετσι, όταν έφθασαν οι γιορτές, ο κυνηγός κρυβόταν κάθε βράδυ πίσω από την πόρτα του γέροντα.  Όταν ένα βράδυ εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, ο κυνηγός κτύπησε τον πατέρα, που μπήκε πρώτος μέσα στο σπίτι με ρόπαλο στο κεφάλι. Τα παιδιά αμέσως τράπηκαν σε φυγή και ο κυνηγός έδειξε στο γέροντα ότι οι καλικάντζαροι δεν ήταν παρά άνθρωποι πεινασμένοι, που τον εκβίαζαν για φαγητό.
*
Ο καλικάντζαρος και ο ζευγολάτης
Ο ζευγολάτης εκείνη την ημέρα μαγείρευε χοιρινό. Κάποια στιγμή μπήκε στην καλύβα του ένας άνθρωπος και ζήτησε να δώσει και σ’αυτόν να φάει κρέας. Ο ζευγολάτης δεν ήθελε να του δώσει, αλλά ο άλλος επέμενε πολύ, μέχρι που τον έκανε να θυμώσει και να τον πετάξει έξω από το καλύβι του με βρισιές. Τότε ο άνθρωπος του φανερώθηκε πως είναι ένας καλικάντζαρος. 
Ο ζευγολάτης κατάλαβε την επιμονή του για το φαί, επειδή ήξερε ότι οι καλικάντζαροι αγαπάνε πολύ το χοιρινό κρέας. Αλλά πάλι δεν είχε σκοπό να του δώσει. Ο καλικάντζαρος θύμωσε κι όρμησε επάνω του. Χωρίς να τα χάσει αυτός, άρπαξε ένα σιδερένιο σουβλί και καθώς ήταν και χειροδύναμος, τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Την ώρα που τον έδερνε, τον ρώτησε ο καλικάντζαρος:
– Βρέ πώς σε λένε;


Ο ζευγολάτης κατάλαβε γιατί τον ρωτούσε και αντί για το πραγματικό του όνομα, του είπε «Απατός».
Φεύγοντας από το καλύβι ο καλικάντζαρος πήγε και βρήκε τους συντρόφους του. Τους είπε πως ο «Απατός» τον έκανε έτσι και να πάνε όλοι μαζί να τον τιμωρήσουν. Μα οι συντρόφοι του δεν τον πίστεψαν. Γελούσαν και του έλεγαν:
-Απατός και μοναχός σου έπαθες, τι θέλεις από μάς;
Έτσι γλίτωσε ο ζευγολάτης.
*
*
Οι κωλοβελόνηδες και η γυναίκα
Μια φορά δυο γειτόνισσες συνεννοήθηκαν να σηκωθούν νύχτα για να ζυμώσουν ψωμιά. Την κουβέντα τους την άκουσαν οι κωλοβελόνηδες και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα πήγαν και χτύπησαν την πόρτα της μιας:
– Γειτόνισσα, σήκω να ζυμώσεις!
Αυτή σηκώθηκε κι άρχισε τη δουλειά, γιατί νόμισε πως ήταν οι γειτόνισσά της και την ειδοποιούσε. Σε λίγη ώρα ξαναχτύπησαν την πόρτα της οι κωλοβελόνηδες:
– Πάρε τα ψωμιά να τα πάμε στο φούρνο.
Αυτή μάζεψε τα ψωμιά και βγήκε από το σπίτι. Αμέσως την περικύκλωσαν οι κωλοβελόνηδες και την πήραν μακριά. Αφού περπάτησαν αρκετά, έφτασαν σε ένα μέρος, σταμάτησαν και της είπαν:΅
– Τώρα θα σε φάμε!
Η γυναίκα, τρέμοντας από τον φόβο της, τους είπε:
– Σταθείτε, να σας πω πρώτα ένα παραμύθι.
Οι κουτοί στάθηκαν και την άκουγαν μέχρι που λάλησε ο πρώτος πετεινός.
– Μαύρος είσαι και δεν σε φοβόμαστε, λένε οι κωλοβελόνηδες.
Σε λίγο λάλησε και ο δεύτερος πετεινός.
– Κόκκινος είσαι και δε σε φοβόμαστε, είπαν αυτοί.
Πριν προλάβουν να τελειώσουν τα λόγια τους, ακούστηκε και ο τρίτος πετεινός.
– ‘Ασπρος είναι πάμε να φύγουμε.
Και έφυγαν γιατί είχε φέξει για καλά η μέρα. Έτσι με την πονηράδα της γλύτωσε η γυναίκα.
*
*
Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά χρόνια, σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με τις δύο κόρες της. Την Μεγαλύτερη, την έλεγαν Μάρμπω και ήταν άσχημη. Η μικρότερη όμως, ήταν πανέμορφη και την φώναζαν Κάλλω. Όλος ο κόσμος μιλούσε για τα κάλλη της, κι απ’ όπου περνούσε σχολιάζανε την ομορφιά της. Η Μάρμπω, τα γνώριζε όλα αυτά και την ζήλευε. Για το λόγο αυτό, είχε κλειστεί στο σπίτι και δεν έβγαινε έξω ακόμα κι αν της το ζητούσε η μητέρα της.
Άντε βρε Μάρμπω… άντε κόρη μου, πετάξου ίσαμε την αγορά…
Όχι, δεν πάω εγώ. Στείλε την προκομένη σου, την Κάλλω…
απαντούσε η Μάρμπω κι η Κάλλω που δεν ήθελε να στεναχωρήσει την μητέρα της, έτρεχε αμέσω όπου της ζητούσαν. Κι όχι απλά πήγαινε, αλλά κατάφερνε και τις δουλειές καλύτερα απ’ τον καθένα, γιατί εκτός από όμορφη, ήταν επίσης και πάρα πολύ έξυπνη. Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες στο όμορφο χωριό ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα. Την παραμονή της μεγάλης γιορτής, η μάνα των δύο κοριτσιών, κοιτάζοντας στο ντουλάπι της κουζίνας την κασέλα που είχανε το αλεύρι, είδε πως το αλεύρι είχε τελειώσει.
Τώρα τι κάνουμε; Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο; Άντε Μάρμπω κόρη μου, εσύ που είσαι και η μεγαλύτερη, σύρε στον μύλο…
…μα πριν προλάβει η μάνα να ολοκληρώσει την φράση της, η Μάρμπω απάντησε με πείσμα…
Όχι, δεν πάω…να πάει η Κάλλω.
Θα πάω εγώ μάνα…
Κι έτσι έγινε. Η μικρή Κάλλω, φόρτωσε στο γαιδουράκι της δυο σακιά με σιτάρι και ξεκίνησε για τον νερόμυλο. Μα ο νερόμυλος, ήτανε μακριά και το ταξίδι μεγάλο. Όταν έφτασε επιτέλους, η Κάλλω αντίκρισε κάτι που δεν το περίμενε. Κόσμος πολύς είχε φτάσει πριν από αυτήν στο μύλο και περίμενε να αλέσει τα γεννήματά τους. Μεγάλη η ουρά που είχαν σχηματίσει, μα δεν γινότανε αλλιώς. Η Κάλλω, ξεφόρτωσε το στάρι από το γαϊδουράκι της και περίμενε υπομονετικά την σειρά της. Οι ώρες όμως περνούσαν κι όσο να αλέσουν οι άλλοι, ο ήλιος είχε βασιλέψει και γρήγορα νύχτωσε. Ο μυλωνάς, πήρε το σιτάρι της και το έριξε στο καρίκι του μύλου, ενώ αυτός πήγε στην κάμαρά του για να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Η Κάλλω έμεινε μόνη και καθισμένη πάνω σε κάτι σακιά, περίμενε να γίνει το αλεύρι της. Ήταν μισοσκότεινα και το μοναδικό φως που έφεγγε ήταν από ένα μικρό λαδοφάναρο. Φοβότανε πολύ και γι’ αυτό είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά. Κατά τα μεσάνυχτα όμως, κι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ξαφνικά άκουσε κάτι πατημασιές από την εξωτερική πόρτα του μύλου. Γυρίζει τρομαγμένη και τι να δει! Γύρω στους δέκα καλικάντζαρους να έχουν τρυπώσει στο μύλο και να την πλησιάζουν. Πάγωσε από την τρομάρα της, αλλά από την άλλη δεν θέλησε να φωνάξει για να μην ξυπνήσει τον μυλωνά. Ανασηκώθηκε λοιπόν στα σακιά και περίμενε να δει τι θα γίνει. Οι καλικάντζαροι, την είχαν περικυκλώσει κι άρχισαν να της λένε …
Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε!
Αρχικά η Κάλλω φοβήθηκε και σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Μα δεν θα κατάφερνε τίποτα γιατί σίγουρα θα την πιάνανε. Τότε μια ιδέα της ήρθε στο μυαλό κι αφού κοντοστάθηκε τους είπε ψύχραιμη πλέον…
Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω!
Και πως τρώγεται η Κάλλω;
…ρώτησαν με περιέργεια οι καλικάνρζαροι.
Με αυτό το παλιοφόρεμα θα με φάτε; Η Κάλλω επιθυμεί καινούργιο και όμορφο φόρεμα.
Καινούργιο και όμορφο φόρεμα; Πάμε γρήγορα να της φέρουμε…
απάντησαν οι καλικάντζαροι και σκόρπισαν τριγύρω ψάχνοντας, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζαν «φόρεμα», «φόρεμα», για να μην ξεχάσουν τι ψάχνουν. Χαμός επικράτησε στο νερόμυλο. Κι επειδή καλικάντζαροι είναι αυτοί και όλα τα καταφέρνουν, χώθηκαν από εδώ, στριμώχτηκαν από εκεί, κάποιοι άλλοι εξαφανίστηκαν και εμφανίστηκαν στο άψε-σβήσε…τελικά δεν άργησαν να εμφανιστούν και πάλι μπροστά της κρατώντας ένα πολύ όμορφο φόρεμα. Η Κάλλω το πήρε και το φόρεσε μα οι καλικάντζαροι και πάλι την περιτριγύρισαν απειλητικά λέγοντας…
Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε!
Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω!
Και πως τρώγεται η Κάλλω;
Ξυπόλητη θα με φάτε χρονιάρα μέρα; Η Κάλλω επιθυμεί καινούργια και όμορφα παπούτσια.
Καινούργια και όμορφα παπούτσια;
Οι καλικάντζαροι σκόρπισαν και πάλι. «Παπούτσια», «παπούτσια», «παπούτσια» μουρμούριζαν και…χαθήκαν από εδώ, βρεθήκαν από εκεί, χωθήκανε σε χαραμάδες και πάλι δεν άργησαν να εμφανιστούν μπροστά της με ένα ωραίο ζευγάρι παπούτσια.
Τώρα όμως, ήρθε η ώρα σου Κάλλω. Θα σε φάμε!
Μα όχι έτσι…θέλω και παλτό!
«Παλτό», παλτό», «παλτό», μουρμούρισαν και ξανά-μανά τα ίδια και να σου μπροστά της το παλτό. Κι όσο έφερναν οι καλικάντζαροι, όλο και περισσότερα ζητούσε στην συνέχεια η Κάλλω που είχε το σχέδιο της. Ζήτησε γάντια, γούνα, κάλτσες. Ζήτησε τσατσάρα, καθρεφτάκι, βελόνια και κλωστές, πούδρες και τσιμπιδάκια, κι ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε πως της έρχοταν στο μυαλό. Με τούτο και με εκείνο, οι ώρες πέρασαν και δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκε από έξω ο κόκορας να χαιρετίζει το ξημέρωμα. Κι οι καλικάντζαροι σαν το άκουσαν, το δίχως άλλο εξαφανίστηκαν γιατί όπως όλοι ξέρουμε, τις σκανταλιές τους τις κάνουνε μόνο τα βράδυα και με το πρώτο φως της μέρας τρέχουν να κρυφτούνε στις φωλιές τους.
Πάνω στην ώρα ξύπνησε κι ο μυλωνάς κι αφού το σιτάρι είχε αλεστεί, φόρτωσαν στο γαϊδουράκι το αλεύρι καθώς κι όλα αυτά που είχαν κουβαλήσει οι καλικάντζαροι κι η Κάλλω πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό. Η μάνα της είχε ανησυχήσει και γι’ αυτό όταν την είδε να έρχεται, η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη. Κι όταν είδαν ότι εκτός από αλεύρι είχε φέρει και χίλια δυο ακόμα πραματάκια, απόρησαν και την ρώτησαν…
Που τα βρήκες όλα αυτά κόρη μου;
Μου τα έφεραν ψες το βράδυ οι καλικάντζαροι στον μύλο…
τους απάντησε η Κάλλω. Η Μάρμπω δεν είπε τίποτα εκείνη την στιγμή, μα σίγουρα ζήλεψε πολύ. Έβαλε με το νου της να πάει κι αυτή στον μύλο να βρει τους καλικάντζαρους και να τους ζητήσει φορέματα, παπούτσια και άλλα πολλά. Αλλά πως θα πήγαινε αφού το αλεύρι θα τους έφτανε για καιρό και οι καλικάντζαροι φεύγουνε από τον δικό μας κόσμο όταν τα Φώτα ο παππάς αγιάζει με την αγιαστούρα. Έτσι λοιπόν, άρχισε κρυφά, όταν δεν την έβλεπε κανείς, να παίρνει αλεύρι από την κασέλα και να το σκορπάει πότε στον ανέμο και πότε να το ρίχνει στο ρέμμα και το αλεύρι τελικά σώθηκε με την πρώτη μέρα του νέου έτους. Πάει η μάνα στην κασέλα να πάρει αλεύρι για να κάνει την βασιλόπιτα και κουλούρια, μα την βρήκε άδεια.
Τώρα τι κάνουμε; Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο;
Πάω εγώ…
απάντησε η Κάλλω μα πετάχτηκε από την άκρη η Μάρμπω και είπε πείσμα…
Τώρα θα πάω εγώ!
Φορτώνει λοιπόν το σιτάρι στο γαϊδουράκι, κι άρχισε το ταξίδι για τον μύλο, χωρίς να βιάζεται για να φτάσει αργά ώστε να χρειαστεί να περάσει το βράδυ της εκεί. Έτσι κι έγινε. Κατά τα μεσάνυχτα κι ενώ η Μάρμπω περίμενε καρτερικά στον νερόμυλο μόνη της, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι οι οποίοι την περικύκλωσαν και άρχισαν να της λένε…
Θα σε φάμε Μάρμπω, θα σε φάμε.
Η Μάρμπω τρόμαξε πολύ και φοβήθηκε. Νόμισε ότι θα της φέρουν φορέματα και παπούτσια, μα αντί για αυτά, αυτοί όρμησαν πάνω της. Η Μάρμπω έβαλε τις φωνές και ξύπνησε ο μυλωνάς, αλλά μέχρι να ανάψει το φανάρι του και να βγει από την κάμαρά του, οι καλικάντζαροι με τα νύχια τους κατάφεραν και της γρατζούνισαν το πρόσωπο και τα χέρια. Έτσι, γύρισε στο χωριό πληγωμένη και λυπημένη, μα η Κάλλω την λυπήθηκε και της έδωσε κάποια από τα δικά της δώρα. Κι από ότι μάθαμε πολλά χρόνια μετά, κι οι δυό τους παντρεύτηκαν, κάνανε οικογένεια, και ζήσανε ευτυχισμένα και με αγάπη.
Πηγή: paramythades.org
*
*
σάρωση0033
.
σάρωση0034
.
σάρωση0035
.
σάρωση0036
.
σάρωση0037
.
Τα Σκαλικαντζέρια έρχουνται στα χουριά τα
δωδεκαήμερα και φεύγουν την παραμονή των Φώτων. Την
παραμονή του Χριστού έρχονται από πολλά μέρη και
περιμένουν απ’ όξω από το χωριό , και άμα σμίξει η γη μέρα
με τη νύχτα , μπαίνουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά , μα δεν
μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους , γι αυτό και οι
γυναίκες ακόμη τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν
σταχτοπόδηδες και άλλα πολλά.
Καθένας από τους σκαλικαντζέρους έχει κι από ΄να κουσούρι,
καθώς και τα ζώα τους.
Άλλοι είναι κουτσοί, άλλοι στραβοί,
άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι,
στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες ,
στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, τσακισμένοι και κοντολογίς
όλα τα κουσούρια τα βρίσκεις επάνω τους.
Και όπως είναι αυτοί, τέτοια είναι και τα ρούχα τους ,
ελεεινά, ξεσκισμένα φτιασμένα από χίλια δυο κουρέλια λογής
λογής. Τέτοια και τα στολίδια πο’ ΄χουν τα ζα τους.
ΟΙ ΣΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ. Από την πρώτη μέρα του
σαραντάημερου ετοιμάζουν τα σκαλικαντζούρια το καράβι τους για
να ΄ρθουν στο νησί. Την πρώτη μέρα κόβουν τα ξύλα στο δάσος και
τα ετοιμάζουν , και ακούονται οι κούφιοι χτύποι που καρφώνουν τα
μαδέρια. Όταν κοντεύουν τα Χριστούγεννα , το πισσώνουν , το
καλαφατίζουν και την τελευταία ημέρα το ρίχνουν στον γιαλό.
Έρχονται τη νύχτα του Χριστού, και από τότες ως τα Φώτα, κανείς
δεν τολμά να βγει τη νύχτα στους δρόμους, γιατί θα τον πειράξουν ,
ούτε κανένα κορίτσι να κάμει νυχτέρι με το λυχνάρι , γιατί ο
σκαλικάντζαρος από τον καπνολόγο επάνω κυνηγάει το φως , και η
κόρη που δουλεύει θα βουβαθεί ή θα σακατευτεί. Και την παραμονή
των Φώτω, γέροι άντρες , γυναίκες παιδιά , όλη η φαμίλια των
σκαλικαντάρων , όπου φύγει φύγει. Φοβούνται μη τους προφτάσει ο
παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει , γιατί θαρρούν πως η
παπαδιά έχει θερμό τον αγιασμό, και ακολουθεί τον παπά που κρατεί
τον σταυρό. Οι γέροι αργά αργα λέν στους άλλους με τη χοντρή φωνή
τους , για να τους παρακινήσου ν να τρέξουν.
Φεύγετε να φεύγουμε
Να παπάς με το σταυρό
Παπαδιά με το θερμό .
Και όταν οι μεγάλοι , ακούγεται και η φωνή του μικρότερου παιδιού ,
που έμεινε πίσω γιατί δεν πρόφτασε να δέσει το τσαρουχάκι του , και
τους φωνάζει:
«Καρτέρι κι εμέ να βάνω το τσαρ’ χάκι μ’ !
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ. Τα παγανά μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι κι
απ’ τις τρύπες , και χύνουν το νερό και σκορπάν τ’ αλεύρι , μα
σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάν τη στάχτη. Για τούτο πρέπει να
σφαλείς τη νύχτα όλα τ’ αγγειά , και σαν πλαγιάζεις να ρίχνεις στη
φωτιά ρείκια ή αλάτι να βροντάει , και δίνουν τότε δρόμο τα
παγανά απ’ το βρόντημα που ακούγουν , ή να ρίχνεις κανένα
κομμάτι πετσί να μυρίζει, και δε ζυγώνουν.
Κοιμόμουν μια φορά στο παραγώνι , κουκουλωμένη με το
σκέπασμα ως το κεφάλι, κι είχε κατακάτσει η φωτιά κι ήταν
σκοτάδι. Ξυπνάω άξαφνα , και βλέπω στο φως της αθράκας έναν
παγανό κοντά στη σταχτοθουρίδα , που σκόρπαγε τη στάχτη. Και
τον τσάκωσα απ’ την αγκούλα του , και κείνος τράβαγε και μου
την πήρ΄, ο καταραμένος , κι έφυγε γελώντας απ’ το τζάκι. Γι
αυτό και η στάχτη η παγανίσια , που μένει όσο κρατούν τα
παγανά, είν’ οργισμένη. Και δεν πρέπει στην πλύση να την βάνεις
γιατί κόβει τα ρούχα , αλλά να την πετάς μακριά όση μαζεύεις κι
όσον καιρό είν’ αυτά , ώσπου να φύγουν πάλε, να παν’ στου Κάτου
Κόσμου, στην οργή και στην κατάρα.
Και κει σαν κατέβουν τα παγανά, αρχίζουν να πελεκάν με τα
δόντια τους και με τσεκούρια τις τρεις κολόνες που βαστάν τον
κόσμο, να τις κρεμίσουν, ο κόσμος να χαλάσει. Τις πελεκάν μ’
αγώνα όλον το χρόνο, ώσπου αποσταμένοι αφήνουν μια τρίχα
μοναχά ν’ ανασάνουν , μα ο Θεός τους δίνει οργή και τους
αποκορώνει , και παίρνουν πάλε χόντρο, και γιομίζουν οι κολόνες ,
και κείνοι απ το πείσμα τους πιάνονται ύστερα και τρώγονται
συνατοί τους.
Ναύπακτος
Τα δαιμονικά πλάσματα των άλλων χωρών
Είναι πολλές οι δοξασίες σε χώρες της Ευρώπης που αφορούν
τα δαιμονικά πλάσματα .
Στη Βενετία την παραμονή των Χριστουγέννων γεννιούνταν οι
μάγισσες και οι στρίγγλες.
Στη Γαλλία , οι loup-garous(Λυκάνθρωποι) τριγυρνούσαν στους
δρόμους τη νύχτα των Χριστουγέννων και έτρωγαν τα σκυλιά.
Την ίδια νύχτα στις Σκανδιναβικές δοξασίες, έβγαιναν τη νύχτα
τα Τρολ και άλλα σατανικά πλάσματα και οι άνθρωποι τα
εξευμένιζαν με θυσίες.
Στην Ισλανδία πίστευαν ότι κάθε Χριστούγεννα εννέα
Julesveinar κατέβαιναν από τα βουνά για να αρπάξουν τα παιδιά
και να τα οδηγήσουν στις σπηλιές των ξωτικών.
Στη Γερμανία, το δωδεκαήμερο ανέβαινε στη γη ο Άγριος
Κυνηγός , η Λυσσασμένη Στρατιά , οι μάγισσες και οι
τερατόμορφες γυναίκες που έκλεβαν τα μωρά απ την κούνια
τους , γι αυτό οι άνθρωποι έπρεπε να κλειδώνονται μέσα μετά τη
δύση του ηλίου και να μην κάνουν δουλειά εκείνες τις ημέρες.
Τα ισλανδικά Jólasveinar
Τα πλάσματα Jólasveinar πρωτοεμφανίστηκαν το 17Ο
αιώνα
σαν γιοι του ζεύγους Grýla και Leppalúði, που από τον 13ο
αιώνα εθεωρείτο ότι έκλεβαν και έτρωγαν άτακτα παιδιά. Τα
Jólasveinar μετρούνε εννέα ή δεκατρία σε αριθμό αλλά τα
ονόματα τους είναι πάνω από 70.
*Οι ιστορίες των Καλικαντζάρων είναι από το βιβλίο του Νικόλαου Γ. Πολίτη : Παραδόσεις,
Τόμος Β’ , εκδ. Ελληνικά Γράμματα , Αθήνα 1994.
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

 Οι ευσεβείς Ιωακείμ και Άννα απέκτησαν, έπειτα από πολλές προσευχές και παρά το γεγονός ότι η Άννα δεν μπορούσε να κάνει παιδιά,  επιτέλους...