«Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών,με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίεςκαι κάθε των κινήσεων τον σοβαρό ρυθμόλαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,στον ένδοξο μας βυζαντινισμό»..Στην Εκκλησία, Κ.Π. Καβάφης
Γράφει ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com)
Σε πείσμα τόσο των φιλοδυτικών εκσυγχρονιστών, όσο και των όψιμα —και ύποπτα—αφυπνισμένων αρχαιολατρών, που βλέπουν το Βυζάντιο ως «μνημείο βαρβαρότητας», η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια βαθιά ορθόδοξη χώρα με μια πολύ ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα. Και αυτό είναι κάτι το ολοφάνερο. Στην ορθόδοξη Ελλάδα, όπου ο λαός αισθάνεται συνειδητά ή ασυνείδητα χρεωμένος απέναντι στην Εκκλησία του, επειδή αυτή διέδωσε το αφήγημα ότι αποτέλεσε καταφύγιο της γλώσσας και της ταυτότητας του στους δύσκολους καιρούς της Τουρκοκρατίας, το να εκφράζει ένας θρησκευτικός ηγέτης και πολιτικές θέσεις πάνω σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, θεωρείται φυσιολογικό και αποδεκτό.
Η ταύτιση και η συγχώνευση Εκκλησίας-έθνους δεν είναι μια ελληνική μοναδικότητα, αλλά κάτι το συνηθισμένο στον ορθόδοξο κόσμο. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στους ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων, που χρειάστηκε να διεξάγουν αιματηρούς αγώνες κατά των Οθωμανών. Στους λαούς αυτούς η Ορθόδοξη Εκκλησία «ιεροποίησε» την εθνική τους ταυτότητα. Στη Σερβία η ορθόδοξη εκκλησία επινόησε την «επουράνια Σερβία», μια «βιβλική χώρα» (βλέπε μαρτυρική…) που έχει με το μέρος της τη «Θεία Δίκη». Στη Βουλγαρία η Εκκλησία υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στυλοβάτες του βουλγαρικού έθνους, εφόσον η απαγκίστρωση της από τον ασφυκτικό έλεγχο του οικουμενικού πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης (Βουλγαρική Εξαρχία) πυροδότησε έναν μηχανισμό αλυσιδωτών αντιδράσεων που οδήγησε στη γέννηση του σύγχρονου βουλγαρικού κράτους. Στη Ρουμανία επίσης η Ορθόδοξη Εκκλησία, με εμφανή κατάλοιπα βυζαντινής επιρροής, έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του ρουμανικού εθνικισμού. Ακόμη και στα γειτονικά νεότευκτα Σκόπια η Ορθόδοξη Εκκλησία της χώρας ιεροποιεί το λεγόμενο «Μακεδονικό έθνος», αναγάγοντας το σε έναν από τους κυριότερους δικαιούχους της βυζαντινής «σλαβοορθόδοξης» κληρονομιάς!
Η σημερινή αναβίωση της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια, έπειτα από μισόν αιώνα σοσιαλιστικού λήθαργου, είναι ένα γενικό φαινόμενο, που σχετίζεται ως ένα βαθμό και με την άνοδο του εθνικισμού στις χώρες αυτές. Πέρα όμως από αυτό έχει να κάνει και με τους πνευματικούς δρόμους, που ακολουθούν οι σημερινοί λαοί των Βαλκανίων για την επαναπροσέγγιση τους με το θείο, σε όλες του τις εκφάνσεις. Και στην προσπάθεια τους αυτή, δηλαδή στην επιθυμία τους να επανακτήσουν την πνευματική τους υπόσταση έπειτα από δύο γενιές αθείας και ιδεαλιστικής προσέγγισης της ιστορίας, αισθάνονται την ανάγκη να επιστρέψουν στις πνευματικές τους ρίζες. Να σκύψουν δηλαδή πάνω στο φαινόμενο του βυζαντινού πολιτισμού, που τους γαλούχησε πνευματικά. Όπως αρκετοί νεοέλληνες ρίχνονται σήμερα με πάθος στη μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, προκειμένου να προσεγγίσουν, όπως θεωρούν, τις πραγματικές πνευματικές τους ρίζες, έτσι και οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι ρίχνονται με νέο πάθος πάνω στη μελέτη του βυζαντινoύ πολιτισμού, τον οποίο και προσεγγίζουν πλέον με μια νέα οπτική. Αντίθετα πάντως με τους νεοέλληνες που «κάνουν ένα πήδημα προς την αρχαιότητα, προς τον Περικλή και μένουν με όλον αυτόν το ψυχαναλυτικό τραυματισμό, παραλείποντας το Βυζάντιο» (Ελένη Αρβελέρ), οι άλλοι Ορθόδοξοι της Βαλκανικής σκοπεύουν ακριβώς στο στόχο: αναζητούν τις πνευματικές τους απαρχές στη διαδικασία του εκχριστιανισμού και του εκπολιτισμού τους, φαινόμενα που συνδέονται άρρηκτα με την ακμή και τη πνευματική λάμψη του βυζαντινού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που, αν και κατασυκοφαντήθηκε ως «ανατολίτικη σκοταδιστική θεοκρατία»(!), εντούτοις αποτέλεσε τη μοναδική και την πιο γνήσια συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ποιος, εκτός από τη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη), υπήρξε ο κύριος κληρονόμος του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού; Μήπως ο δυτικός ή ο αραβικός κόσμος; Η απάντηση είναι ολοφάνερη. Οεξελληνισμένος πολιτιστικά και ελληνόφωνος στην πλειοψηφία του κόσμος του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, ήταν και παραμένει ο γνησιότερος κληρονόμος του αρχαίου ελληνικούπνεύματος. Και αυτό είναι κάτι που οι βόρειοι γείτονες μας φαίνεται ότι το γνωρίζουν καλύτερα από εμάς, που θεωρούμαστε ως γεννήτορες και κύριοι κληρονόμοι και των δύο πολιτισμών (κλασσικός και βυζαντινός).
Ο Τελευταίος «Βυζαντινός» Συγγραφέας
«Είστε μαρξιστής κύριε Πάβιτς», ρώτησε το 1988 ένας γάλλος δημοσιογράφος έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες των Βαλκανίων, παίρνοντας την αποστομωτική απάντηση:«Όχι, είμαι Βυζαντινός»! Ο Σέρβος λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Μίλοραντ Πάβιτς (1929-2009)υποψήφιος δύο φορές για το βραβείο Νόμπελ, ποτέ του δεν έκρυψε την αγάπη και την περηφάνια του για το βυζαντινό πολιτισμό, τον οποίο και θεωρεί ως έναν από τους δύο στυλοβάτες του ευρωπαϊκού πολιτισμού: «Το βυζάντιο και τα Βαλκάνια αποτελούν, ως απόγονοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το μισό του ευρωπαϊκού πνευματικού πλούτου, τον έναν δηλαδή από τους δύο ζωντανούς ακόμη πολιτισμούς του». Τα πρωτοποριακά από κάθε άποψη κείμενα του Πάβιτς αντλούν την έμπνευση τους από το πλούσιο ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής και κυρίως από τον πνευματικό πλούτο της βυζαντινοορθόδοξης παράδοσης. Πάνω τους επικρέμεται μια νοσταλγία για την εποχή της «βυζαντινής κοινοπολιτείας» (Byzantinische Kommonwelt), όταν οι λαοί της περιοχής ζούσαν μέσα στους κόλπους μιας «επουράνιας» Αυτοκρατορίας. Στο Λεξικό των Χαζάρων, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει με interactive τρόπο τις τρεις εκδοχές (χριστιανική, ισλαμική και Ιουδαϊκή) της χαζαρικής πολεμικής, διαφαίνεται ένας θαυμασμός για τον Κωνσταντίνο το Φιλόσοφο (Κύριλλος), αυτόν τον Έλληνα διαφωτιστή που κλεισμένος σ’ ένα μοναστικό κελί στον Όλυμπο της Βιθυνίας ανακάλυψε ένα κιγκλιδωτό αλφάβητο στο οποίο «φυλάκισε την άγρια σαν πουλάκι γλώσσα των βαρβάρων, που δεν ήθελε να δαμαστεί με κανένα τρόπο».
Στο Τοπίο Ζωγραφισμένο με τσάι ο Πάβιτς αναζητεί την ταυτότητα της γενιάς του, που γεννήθηκε από γονείς που βγήκαν με το «φωτοστέφανο του ήρωα» από έναν αιματηρό παγκόσμιο πόλεμο: «Αλίμονο σας αν οι γονείς σας κέρδισαν τον πόλεμο! Γιατί εσείς έχετε χάσει τότε όλο τον κόσμο…». Σε αναζήτηση αυτής της χαμένης ταυτότητας ο ήρωας του μυθιστορήματος πηγαίνει —που αλλού;— στο Άγιο Όρος. Σ’ αυτή τη μοναστική πολιτεία, που κινείται σ’ ένα δικό της χωροχρόνο δράσης, φυλάσσεται το πνεύμα του βυζαντινισμού. Εκεί, και συγκεκριμένα στο σέρβικο μοναστήρι του Χιλανδαρίου, βρισκόταν τόσο χρόνια κρυμμένη η ορθόδοξη πνευματικότητα του σέρβικου λαού. Η αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας της μεταπολεμικής γενιάς της Σερβίας αποτελεί στην ουσία μια επαναπροσέγγιση του θείου μέσα από την επαναβάπτιση στον ορθόδοξο μοναχισμό και στην Πατερική Θεολογία.Όσον αφορά τη λογοτεχνική του έκφραση, ο Πάβιτς παραδέχεται ότι οι ρίζες της είναι πιο βαθιές: «Η βαλκανική λογοτεχνία βρίσκεται σε αδιάλειπτη συνέχεια από την αρχαιότητα ως σήμερα μέσω ενός βυζαντινού πολιτισμού, που συνεχίζει σ’ ευθεία γραμμή την αρχαία κλασική παράδοση της Ελλάδας». Σε αντίθεση λοιπόν με αρκετούς νεοέλληνες λογοτέχνες, που περιφρονούν τη βυζαντινή λόγια γραμματεία θεωρώντας την «ξένο σώμα», ακόμη και «σαπρόφυτο» που αναπτύχθηκε στο πτώμα του κλασικού πολιτισμού, οι Βαλκάνιοι λογοτέχνες τη βλέπουν ως μια ζωντανή γέφυρα που τους συνδέει με την αρχαιότητα.
Βέβαια, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι οι υπόλοιποι ορθόδοξοι λαοί της χερσονήσου μας θεωρούν το βυζαντινό και όχι τον κλασικό πολιτισμό, μήτρα της πνευματικότητας τους. Και αυτό γιατί οι λαοί αυτοί εκπολιτίστηκαν χάρη στον εκχριστιανισμό τους. Ο εντατικοποίηση του εκχριστιανισμού των σλάβων της βαλκανικής έγινε με την επιβολή μιας νέας γραφής (Κυριλλικό αλφάβητο) στο «βάρβαρο ειδωλολάτρη», ώστε να μπορεί να διαβάζει στη γλώσσα του τα θεολογικά βιβλία. Από την άλλη, σύμφωνα με το γάλλο ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που έζησε τη μεγάλη μετάβαση από τον παγανισμό στο χριστιανισμό χωρίς ν’ αλλάξει γραφή και γλώσσα». Και δεν χρειάστηκε να το κάνει, εφόσον τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, γεγονός που καθιστά αυτή τη γλώσσα «ιερή».
Ο Πάβιτς, που αρέσκεται ν’ αποκαλείται «Τελευταίος Βυζαντινός», υποστηρίζει ότι η βυζαντινή κοινοπολιτεία είχε την πνευματική της αναγέννηση τρεις αιώνες πριν από εκείνη της Δύσης και συγκεκριμένο τον 13ο αιώνα. Ωστόσο η αναγέννηση αυτή δεν κράτησε για πολύ, εφόσον πνίγηκε από το την «ασιατική ομίχλη», δηλαδή από την εισβολή των Οθωμανών. Αντίθετα η Δύση γνώρισε μια αναγέννηση διαρκείας, που οφειλόταν εν μέρει και στους Έλληνες διανοούμενους που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν εκεί για ν’ αποφύγουν τους Οθωμανούς.
Το «βυζαντινοκεντρικό» έργο του μπαροκολόγου (δίδασκε μπαρόκ στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου) Πάβιτς, αρδεύεται από τους πνευματικούς χυμούς των Βαλκανίων και φαίνεται επηρεασμένο από το έργο του μεγάλου Σέρβου φιλόσοφου, θεολόγου και ασκητή, του Ιουστίνου Πόποβιτς. Αυτός έζησε την περίοδο του Τιτοϊσμού (πέθανε το 1979) και διώχτηκε από το καθεστώς εξ αιτίας της εμμονής του στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο Πόποβιτς, που σπούδασε θεολογία και στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, ξεκίνησε τις θεολογικές του αναζητήσεις στο χώρο των ανατολικών θρησκειών για να καταλήξει σ’ εκείνο που κρύβονταν στο πνευματικό «υπέδαφος» της ιδιαίτερης πατρίδας του, στην ορθοδοξία. Υπήρξε για χρόνια ο πνευματικός φύλακας της σέρβικης ορθοδοξίας και σ’ αυτόν έβρισκαν καταφύγιο όσοι αναζητούσαν την πραγματική «ψυχή» της χώρας. Ο Πόποβιτς φύτρωσε κατ’ ευθείαν μέσα στην ορθόδοξη σέρβικη πνευματικότητα και διέγνωσε έγκαιρα την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, που αντιπάλευαν με οντολογικά προβλήματα που είχαν θέσει ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Από το έργο του Ιουνστίνου Πόποβιτς —π.χ. οι καταπληκτικές Προσευχές στη Λίμνη— υποστηρίζεται ότι ξεπήδησε η πιο αυθεντική σύγχρονη ποίηση και πεζογραφία της Σερβίας.
Η χριστοκεντρική και ελληνοπρεπής πνευματικότητα κερδίζει συνεχώς έδαφος στους κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Σερβίας, που προσπαθούν να τινάξουν από πάνω τους και τα τελευταία απομεινάρια μιας αθεϊστικής ιδεολογίας που τους αποξένωσε από το θείο και τις αληθινές πνευματικές τους ρίζες. Αρκετοί διανοούμενοι σκύβουν και μελετούν ορθόδοξα μυστικιστικά κείμενα, όπως για παράδειγμα τη Φιλοκαλία, που μόλις μεταφράστηκε και μάλιστα από τα ρώσικα! Πολλοί Σέρβοι ζωγράφοι αντλούν έμπνευση από τη βυζαντινή αγιογραφία, μαγεύονται από τα χρώματα της (βυζαντινό μπλε) κι εκφράζουν τις οντολογικές τους ανησυχίες μέσα από αυτή. Τα άδεια μέχρι πρότινος μοναστήρια αναγεννιούνται με «νέο αίμα». Στο Άγιο Όρος το σέρβικο μοναστήρι Χιλανδάρι, αυτός ο φάρος της ορθόδοξης πνευματικότητας, γίνεται τόπος προσκυνήματος για χιλιάδες αφυπνισμένους Σέρβους.
Το κίνημα όμως των νεοορθόδοξων βυζαντινολατρών της Σερβίας έχει και τη σκληροπυρηνική του πτέρυγα. Κύριος εκπρόσωπος της ήταν ο γνωστός ζωγράφος Μίλιτς οντ Μάνστβε (1934-2000), που υποστήριζε και την πολιτική επανίδρυση μιας «βυζαντινής κοινοπολιτείας» στα Βαλκάνια. Το καλλιτεχνικό έργο του Μίλιτς ήταν εμπνευσμένο από τη βυζαντινή παράδοση, καθώς οι μορφές των ορθόδοξων αγίων —εκτοξευμένοι σε άλλες πραγματικότητες— κατέχουν κεντρική θέση στους μικρόκοσμους του. Βαθιά μυστικιστής και συναισθηματικός ο Μίλιτς έβλεπε ως μοναδική διέξοδος για την απομόνωση της χώρας του τη συμμετοχή της σ’ ένα «ορθόδοξο μπλοκ», που θα εμφορείται από τις πνευματικές αξίες και το μεγαλείο του βυζαντινισμού.
Η Σερβία αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ορθόδοξης βαλκανικής χώρας. Τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει υποστεί μια πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα διεθνή απομόνωση, μια απερίγραπτη δυσφήμιση κι έναν οικονομικό και γεωπολιτικό υποβιβασμό, που έχει δημιουργήσει στους Σέρβους ένα ασήκωτο σύνδρομο ξενοφοβίας. Σημαντικό τμήμα της διανόησης της έχει κατασκευάσει κάποιο είδος «πνευματικής άμυνας», καλλιεργώντας στο λαό μια μορφή νεκροφιλίας: Ο Κνεζ Λάζαρος, που έπεσε το 1389 στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, θεωρείται ήρωας και Άγιος, ενώ οι ίδιοι οι Σέρβοι θεωρούνται «κατάλοιπα ενός σφαγμένου λαού». Αυτή ψυχωσική νεύρωση, δηλαδή το να θέλει ένας λαός να «πλαγιάσει μέσα στον τάφο», οφείλεται ίσως και στην προσκόλληση του ορθόδοξου κόσμου προς την έννοια του μαρτυρίου και της θυσίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον Γάλλο ιστορικό Φρανσουά Τουάλ «η ψυχανάλυση του ορθόδοξου κόσμου είναι η εμμονή του στην προδοσία». Και γι’ αυτό το Βυζάντιο θεωρείται από τους Δυτικούς μελετητές ως ένας «σκοταδιστικός κόσμος προδοσίας και δολοπλοκίας». Ένας κόσμος βασανισμένος από την ιστορία.
Οι Νεοφώτιστοι Βυζαντινιστές των Σκοπίων
Σε μεγάλο βαθμό ο Μίλοραντ Πάβιτς ήταν ο μοναδικός σύγχρονος βαλκάνιος διανοούμενος, που συνέλαβε την έννοια της βυζαντινής Πνευματικής Κοινοπολιτείας σε όλο της το εύρος: «Είναι ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας, της χριστιανικής Ελλάδας, πολιτισμός των εικόνων και των αγιογραφιών, πατρίδα του Ιουνστινιανού, του Ιωάννου του Χρυσόστομου, των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, του Ιωάννη του Δαμασκηνού και του Αγίου Σάββα της Σερβίας, του Ελ Γκρέκο πατρίδα, πνευματική ρίζα του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι και Μεντελέγιεφ, του Ιονέσκο, του Μπρανκούσι, του Τέσλα, του Καβάφη και της Μελίνας Μερκούρη, του Καντίσκυ, του Ελύτη και του Ταρκόφσκι, της Μαρίας Κάλλας, του Ίβο Άντριτς και του Καζαντζάκη, του Καρπώφ, του Κασπάρωφ…». Πρόκειται για ένα ολόκληρο σύμπαν στο οποίο έχουν λάμψει πνευματικές «σουπερνόβες», όπως οι μορφές που ανέφερε προηγουμένως κι ο Πάβιτς. Γίγαντες λοιπόν της σκέψης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας αναπτύχθηκαν στη σκιά του βυζαντινορθόδοξου πολιτισμού. Γι’ αυτό το λόγο η βυζαντινή πνευματικότητα κάθε άλλο παρά «πεθαμένη» είναι σήμερα στα Βαλκάνια. Παραμένει ενεργή κι εξακολουθεί να ζει και να εμπνέει τις νεότερες γενιές, εκφραζόμενη με ποικίλους τρόπους.
Στα γειτονικά Σκόπια το μουσικό σχήμα των ANASTASIA ακουμπάει γερά στο υπόβαθρο των βυζαντινών ύμνων καθώς και στην παραδοσιακή λαϊκή μουσική των Βαλκανίων. Οι ANASTASIA είναι επηρεασμένοι από την ατμόσφαιρα του πάθους της ορθόδοξης κληρονομιάς, τους παλιούς βυζαντινούς ναούς και την αρχιτεκτονική τους, τον ήχο της λαϊκής εκκλησιαστικής μουσικής, δηλαδή όλο το «μυστικιστικό στοιχείο» που μοιράζονται οι λαοί με κοινό βυζαντινό παρελθόν. Κατά κάποιο τρόπο οι ANASTASIA εκφράζουν μουσικά ένα «βαλκανικό γκόθικ», που βασίζεται στον πλούσιο βυζαντινό μυστικισμό. (στην Ελλάδα αντίστοιχη προσπάθεια έχει γίνει από το σχήμα των ΑΒΑΤΟΝ).
Τα μέλη των ANASTASIA θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «νεοφώτιστα», με την έννοια ότι ανακάλυψαν την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας και του βυζαντινού πολιτισμού ύστερα απόπενήντα χρόνια “σοσιαλιστικής ύπνωσης”. Ο ενθουσιασμός τους είναι μεγάλος, όπως και το ταλέντο τους να συνδυάζουν αρμονικά το παλιό με το νέο. Ζώντας σε μια κεντροβαλκανική περιοχή, που βρισκόταν ανέκαθεν κάτω από την αδιάλειπτη επιρροή του βυζαντινισμού, οι ANASTASIAνιώθουν έντονα την οικουμενικότητα του βυζαντινού πολιτισμού, αλλά για ευνόητους λόγους παραλείπουν προς το παρόν την ελληνικότητα του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ελληνο-σκοπιανή διαμάχη για το όνομα Μακεδονία έχει χαρακτηριστεί από πολλούς δυτικούς αναλυτές ως «αδελφική βυζαντινή ίντριγκα»!
Η αναγέννηση του βυζαντινισμού στο νεότευκτο κράτος των Σκοπίων εκφράζεται και μέσα από την αναβίωση του ορθόδοξου μοναχισμού, που έχει προσελκύσει δεκάδες νέους και μορφωμένους ανθρώπους, που γεμάτοι ενθουσιασμό και «θείο έρωτα» εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και φόρεσαν το καλογερικό ράσο. Ένας από αυτός είναι και ο πάτερ Μεθόδιος, που έπειτα από σπουδές στη φιλοσοφία και στη θεολογία (αλλά κι από κάποιες μουσικές-ποιητικές περιπλανήσεις με τηνintermedial ομάδα ΑΠΟΡΙΑ), στράφηκε προς το μοναχισμό, γοητευμένος αρχικά από το βυζαντινό πολιτισμό και την υπερβατική αισθητική του. Για τον ίδιο το Βυζάντιο «είναι ένα ‘’εικονοστάσι φτιαγμένο από ζωντανά και άγια πρόσωπα, που μας αποκαλύπτουν και φωτίζουν το δρόμο προς την πραγματική μας πατρίδα, το Ουράνιο Βασίλειο!». Δεν θεωρεί απλά το Βυζάντιο ως μια μακρόβια αλλά νεκρή αυτοκρατορία, αλλά ως έναν «απέραντο πνευματικό θησαυρό, που ανήκει σ’ όλους τους ανθρώπους, που ήταν και είναι μέρος του». Παραδέχεται βέβαια ότι πέρα από τον Πατριάρχη Φώτιο, τον Κύριλλο και Μεθόδιο, το Γρηγόριο Παλαμά και τους Ησυχαστές, το Βυζάντιο είναι γι’ αυτόν και λεγόμενος «βυζαντινοσλαβικός» πολιτισμός: ένα «σύμπαν» μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο πνευματικό σύμπαν. Οι νεοφώτιστοι βυζαντινιστές των Σκοπίων φαίνεται ότι είναι οι μόνοι που πατούν καλά και στον ελληνικό και στο σλαβικό βυζαντινό κόσμο.
Γιατί Επιστρέφει ο Βυζαντινισμός;
Το φαινόμενο της αναγέννησης του βυζαντισμού, που εκτός από την Ελλάδα, τη Σερβία και τα Σκόπια παρατηρείται σε μικρότερο βαθμό στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, συνδέεται ως ένα σημείο και με τις αταβιστικές (προγονιστικές) τάσεις των λαών της χερσονήσου, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ιδεολογικές και γεωπολιτικές βεβαιότητες δεκαετιών και να ενταχθούν σ’ έναν διεθνοποιημένο ανταγωνιστικό κόσμο, όπου οι υλικές αξίες έχουν την τιμητική τους. Απέναντι στην επέλαση του εξουθενωτικού καπιταλισμού και του «Βασίλειου της ύλης», οι Βαλκάνιοι επιζητούν την επιστροφή στην πατροπαράδοτη βυζαντινή πνευματικότητα, που έχει ως ιδανικό της τη λιτότητα και την εθελοντική παραίτηση από τις υλικές απολαύσεις. Η δεινή οικονομική τους κατάσταση και η παρατεταμένη επιβίωση της πλειοψηφίας των λαών της Βαλκανικής στα όρια της αθλιότητας, χωρίς ελπίδα ευημερίας στον ορίζοντα, καθιστούν ελκυστικό —ή απλά αναγκαίο κακό— έναν πνευματικό δρόμο, που «αγιάζει» τη λιτότητα και τη στέρηση. Έναν δρόμο που ιεροποιεί το μαρτύριο…
Η επιστροφή, λοιπόν, του βυζαντινισμού απορρέει από τον έντονο αταβισμό που διακατέχει τους λαούς της χερσονήσου μας, που στους δύσκολους καιρούς αναζητούν τους άξονες αναφοράς τους στο παρελθόν και στις απαρχές της εθνογέννεσης τους. Και στην αναζήτηση τους αυτή σκοντάφτουν πάντα στον «ογκόλιθο» του βυζαντινού πολιτισμού: ένας γίγαντας που στοιχειώνει το μεσαιωνικό τους παρελθόν. Για τους λαούς αυτούς το Βυζάντιο υπήρξε ο πνευματικός νονός τους. Μέσα από αυτό ήρθαν σε επαφή και μυήθηκαν στο Θείο. Οι λαοί αυτοί ανδρώθηκαν πνευματικά και «ενθεώθηκαν» μέσα στο μεταφυσικό σύμπαν του ελληνοορθόδοξου βυζαντινού πολιτισμού. Και μέσα από το Βυζάντιο έμαθαν και για τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας.
Από την άλλη, η αναγέννηση του βυζαντινισμού θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια μορφή αντίστασης και συσπείρωσης των ορθόδοξων βαλκανικών λαών γύρω από μια κοινή ιδέα. Είναι σαν να λένε: «Έχουμε κοινούς εχθρούς και είμαστε κληρονόμοι του ίδιου σλαβο-βυζαντινού κόσμου». Κάτι τέτοιο όμως οδηγεί σε επικίνδυνες θρησκευτικές περιχαρακώσεις «τύπου Χάντινγκτον». Αν η επιστροφή του βυζαντινισμού εκλάβει, εκτός από πνευματικές, και πολιτικές προεκτάσεις, τότε η θεωρία του Χάντινγκτον περί Σύγκρουσης των Πολιτισμών θα έχει επιβεβαιωθεί. Θα ήταν λάθος η άνοδος του βυζαντινισμού να χρησιμοποιηθεί ως αφορμή για τον αυτοαποκλεισμό των Βαλκανίων από το Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αντίθετα θα πρέπει ν’ αποτελέσει τη «χρυσή ευκαιρία» ώστε η Δυτική Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τον πνευματικό πλούτο και τη δύναμη του πολιτισμού της ορθόδοξης Ευρώπης. Γιατί, όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Μίλοραντ Πάβιτς:
«η Ευρώπη χρειάζεται και τα δύο της πόδια για να σταθεί όρθια και να τρέξει. Πρέπει να βασιστεί και στους δύο πολιτισμούς της. Και στο Δυτικό και στον Ανατολικό. Και στο σημερινό κόσμο, που πολλοί θα ήθελαν να δουν την Ευρώπη μονίμως ανάπηρη, δεν είναι τυχαίο που ιδέες, όπως του Χάντινγκτον, υποστηρίζονται και επικροτούνται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου