Στην καφετέρια κάθομαι με δύο φίλες. Κουβεντιάζουν για τα Μοναστήρια.
-Εμένα μ' αρέσει, τους λέω , το Μεγάλα Μετέωρο, Υπάρχει εκεί μια πανέμορφη μικρή εκκλησιά που την αγαπώ.
-Ποιά εκκλησιά; με ρωτούν.
-Δεν την ξέρω καθόλου.
-Δεν την ξέρεις καθόλου και την αγαπάς;
-Την εκκλησιά αγαπώ, όχι τις γνώσεις μου γι' αυτήν.
Η παρέα μου ζητάει να μάθει για την εκκλησία κι κι εγώ τους διηγούμαι την παρακάτω ιστορία: Την πρώτη φορά που πήγα στο Μεγάλο Μετέωρο, ήταν μεσημέρι και δεν υπήρχε κανείς στο Μοναστήρι, εκτός από έναν γέρο καλόγερο. Τον πλησίασα για να πάρω την ευλογία του:
-Πάμε, λέει και σηκώνεται αργά. Τον ακολουθώ και μπαίνουμε σε μια μικρή εκκλησιά. Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που ένιωσα , θαμπωμένος από την ομορφιά που υπήρχε στην ησυχία και στο μισοφωτισμένο από το φως ενός κεριού απέριττο εσωτερικό της.
Καθίσαμε σιωπηλοί στα στασίδια και κανείς δεν μιλούσε. Άκουγα την αναπνοή του. Σε λίγο ο Γέροντας άρχισε να ροχαλίζει ελαφρά.
Σηκώθηκα με προσοχή να μην κάνω θόρυβο και τον ξυπνήσω και έφυγα, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου