Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο "εξευρωπαϊσμός" της Ελλάδας του 19ου αιώνα

Αποτέλεσμα εικόνας για μακρυγιαννης

oodegr

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, καταγράφει τα δεινά που προκάλεσαν οι Δυτικοί στην εποχή του, από τη διαφθορά και την κομματοποίηση και διάλυση τού Ελληνισμού, μέχρι τους διωγμούς τών Μοναχών. Ένα παρελθόν όχι και τόσο διαφορετικό από το παρόν μας στον 21ο αιώνα...


Ας αφήσουμε τον Μακρυγιάννη να μας αφηγηθεί...

Όσα θα ειπώ εγώ είναι εις βάρος μου, και τα καλά και τα κακά- πες του κομαντάντη Ποίον βάρβαρον έθνος έκαμε όσα κάνει το Γαλλικόν έθνος σ’ εμάς τους Έλληνες; δεν σεβάστη τα αίματά μας εδώ-μέσα οπού πατούνε, οπού αχνίζουν ακόμα; Όλους μας έκαμαν άτιμους κι άναντρους και μας ξαρματώνουν με την δύναμή τους και μας κάνουν γυναίκες. Και τις γυναίκες άντρες και φρουρά της Κυβέρνησής μας. Τα σπαθιά των μπακάληδων φυλάνε την Κυβέρνησίν μας, το σπαθί του Νότη Μπότζαρη, του Φωτομάρα, του Κριτζώτη κι αλλουνών πολλών αγωνιστών τα ‘χετε πεταμένα μέσα -εις τα υπόγεια των Βενετζάνων- σπαθιά μας και ντουφέκια μας και πιστιόλες μας.



Σήμερα πάμεν να πεθάνωμεν μ’ εκείνους οπού μας κυβερνούνε, (μ’ αυτούς τους ευγενείς), και να χαθούμεν όλοι εμείς (οι λησταί του Ζωγράφου) κι όταν πάμεν να πεθάνωμεν μ’ εκείνους, κοπιάστε και η αφεντειά σας να μας τελειώσετε μίαν ώρα αρχύτερα». Σηκώνεται και πάγει ο κομαντάντης εις τον Ρουάν τον Αντιπρέσβυ της Γαλλίας, του λέγει αυτά, στέλνουν τον Κλωνάρη και μου μίλησαν να ησυχάσω. Σ’ ένα-κάρτο βλέπω τους δυο γκενεραλαίους κι όλους τους αξιωματικούς -και το σπαθί μου το είχαν στη μέση, κ’ έρχονται εις το σπίτι μου και μου λένε το «παρντόν» και μου δίνουν το σπαθί. «Δεν το θέλω, τους λέγω αυτό το σπαθί είναι πολύ κατώτερον από του Νότη, από του Φωτομάρα, από του Κριτζώτη κι αλλουνών. Αν δώσετε και των άλλων Ελλήνων τα σπαθιά, πιστιόλες τους και ντουφέκια -και να τα φορούμεν ελεύτερα, να μη μας πειράζη η βάρδια, αλλά να μας φέρνη κι όπλο όταν διαβαίνωμεν, ότ’ είμαστε αξιωματικοί- κι αφού γένουν αυτά, να ξαρματώσετε και τους μπακάληδες, οπού σέρνουν ουρές κοντά τους οι πολιτικοί μας». Τότε όλα αυτά τα ‘καμαν ευτύς, τους ξαρμάτωσαν όλους και μου είπαν όσοι έρχονταν νέγοι, τους έδινα ένα μπουλέτο και πήγαιναν εις τον κομαντάντη και φορούσαν τα’ άρματά τους. Τότε πήρα το σπαθί μου, τους τρατάρησα και με πήραν και πήγαμεν εις το τραπέζι τους και φάγαμεν.

Χάριτες μεγάλες χρωστάγει η πατρίδα σ’ όλους τους ευεργέτες και καταξοχή σ’ αυτούς τους γενναίους κιαγαθούς άντρες. Ότι αυτείνοι, αφού οι συνεισφορές τους ήταν κι όντως μεγάλες και μας ανάστησαν εις τα δεινά μας, δεν θυσιάσαν ποτές δόλο κι απάτη, να κατατρέχουν πεθαμένους ανθρώπους οι ζωντανοί και οι αντρείγοι δεν θέλουν την γης και την θάλασσα να την ρουφήσουν αυτείνοι, να μην ζήσουν άλλοι δυστυχείς και κατασκλαβωμένοι και καταφρονεμένοι τόσους αιώνες. Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες. Και τι σας έκαμεν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ‘χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη σ’ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται δια τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ’ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς -γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν.

Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν-Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ‘χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν-Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες-χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν- με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή.

Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες -ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα -πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς.

Όμως του-κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει σ’ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μας έσωσε και θέλει μας σώση ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια -και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.

Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος -ο Χάρος τον σκότωσε με-χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί του έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ‘ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ’ αυτό το φόρεμα; Πού ‘ναι τα παράσημά σου; Πού ‘ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; κ’ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι από τους ανθρώπους κι αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις στην προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. -Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ’ εγώ κι όλοι οι όμοιοί μας.

Όσο πιστεύουν τους κόλακες κι απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ’ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ’ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι όχι δόλον κι απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά κι αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα στορικά του κόσμου. Δι’ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής.

Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και δια να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε ξυπόλυτους γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ’ αναγκαία οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν-Σινιόρε.

Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς -κι όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος Δια να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός -όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον αυτός είναι ο περασπιστής των αθώων και των αδύνατων».

Βέβαια όλα αυτά τα είχε προβλέψει ο Αθανάσιος Πάριος στην "Αδελφική Διδασκαλία". Ευτυχώς που ο Μακρυγιάννης δεν ήξερε να διαβάζει πριν την επανάσταση. Κι έτσι μετά μας κάθησαν στο σβέρκο οι ΓρεκοΓάλλοι του Διαμαντή. Και πρώτη τους ενέργεια ήταν καταστροφή κι όχι δημιουργία...

Έχουν σχέση αυτά με το σήμερα; Έχουν. Πρώτο γιατί δεν υπάρχει ο Μακρυγιάννης. Δεύτερον γιατί έχει χαθεί το μέτρο κι η αγάπη. Και τρίτον γιατί έχει χαθεί το ήθος. Είναι αυτό ελευθερία;




Αλλά τι έκαναν οι ορθολογιστές του Δυτικού Διαφωτισμού μόλις πιάσαν τις θέσεις στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος; Ας αφήσουμε και πάλι τον Μακρυγιάννη να μας αφηγηθεί:

Διάλυσαν τα μοναστήρια· συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά εις το παζάρι· και τα ζωντανά δια δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι· πήρε κι ο Κλεομένης μ’ άλλους τα ζωντανά των μαναστηργιών και τάφερε εδώ. κ’ έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια. Με διόρισαν πίτροπόν τους όλοι οι νοικοκυραίγοι και τρομάξαμεν να λευτερωθούμεν από τα μαναστηριακά τα ζωντανά, οπού κάμαν λάφυρα όλοι αυτείνοι τα μούλκια.

Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλόγεροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου· ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες· και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ’ έτρωγαν ψωμί.

Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών (2) .

...

Ελαμπρύνθη ο Κωλέτης και η συντροφιά του κι όλες οι ξεκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν και κοντά εις τον Βασιλέα και εις την Κυβέρνησιν. Και ήταν το «λύσε» και το «δέσε» και γενικός συνβουλάτορας σε όλα ο κύριος Πισκατόρης· κι αδελφός στενός του πρώτου υπουργού Κωλέτη. Κι ό,τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνο γένονταν.

Κι όλος ο αγώνας τους, τόρα οπού έλαβαν επιρροή και τα μέσα εδώ, είναι δια την θρησκείαν· σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος άλλα μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο για να προβοδέψουν αυτό το έργον. Μάσαν κι όλους τους μπερμπάντες δικούς μας και ξένους κι αγωνίζονται εις αυτό το αντικείμενο με μεγάλη προθυμία.

Και ποιοί εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους. Και τι αγωνίζεται αυτός; Ν’ αλλάξη την θρησκείαν ενού ξεψυχησμένου και μικρούτζικου έθνους – να πάρη μισό δράμι νερόν να το ρίξη εις την θάλασσα να την γλυκάνη, να πγή νερό αυτός.

Μεγάλε βασιλέα, δεν είναι δική σου δουλειά αυτείνη. Οι θρησκείες είναι έργα ενού ανώτερου βασιλέα, του Θεού. Θέλει αυτός ν’ ακούγη δοξολογίαν ξεχωριστή από την δική σου. Θέλει κάθε έθνος κατά την θρησκείαν του να τον σέβεται, να τον λατρεύη και να τον δοξάζη. Οι ψεύτες και οι κόλακες, οπού σάς κάνουν όλους εσάς τους βασιλείς με την γλυκή τους γλώσσα και χάνετε την δικαιοσύνη σας και γίνεστε επίορκοι εις τον Θεόν και δοξολογάτε τον διάβολον, αυτείνοι δεν πιστεύουν Θεόν.

Δεν δουλεύουν δια την πατρίδα και θρησκεία αυτείνοι, δουλεύουν οι γενναίγοι άντρες και σκοτώνονται δι’ αυτά. Εκείνοι θέλουν νάχουν την θρησκείαν τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεστε κ’ εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιστήματά τους. Και ζήτε δοξασμένοι από τους υπηκόγους σας κι όχι από τους τεμπέληδες.

Και είναι μεγάλο το ερώτημα. Γιατί αυτοί που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύαν τη λογική τον ορθολογισμό, τον άνθρωπο, μόλις πάτησαν το πόδι τους στο νέο Ελληνικό κράτος, έκαναν τέτοιες ασχήμιες; Γιατί προσπάθησαν με τόσο βάναυσο τρόπο να ξαναϋποδουλώσουν τους Έλληνες; Κι έτσι δημιουργήθηκε το νέο Ελληνικό κράτος. Καταστρέφοντας κι όχι δημιουργώντας. Υποδουλώνοντας κι όχι απελευθερώνοντας. Κι έτσι πορευθήκαμε τα τελευταία 180 χρόνια...

Και προσέξτε ποιοί πρωτοστατούν: οι Γάλλοι. Είναι τυχαίο; Όχι. Οι φραντσέζοι λιμπερτίνοι φέραν και στην Ελλάδα τη λευτεριά της τζιλοτίνας, όπως περίπου 40 χρόνια πριν είχε προειδεί ο Αθανάσιος Πάριος στην "Αδελφική Διδασκαλία".




Από το αρχείο του Μακρυγιάννη:

(Χειρόγραφον σχέδιον)

Πρότασις του Ι. Μακρυγιάννη.

Προς τον Κύριον Πρόεδρον της εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως της γης Σεπτεμβρίου.

Επειδή ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχομεν το άγιον Σύμβολον της Πίστεώς μας, και αυτό ομολογούμεν, και πιστεύομεν εις μίαν Αγίαν Καθολικήν και Ανατολικήν Εκκλησίαν.

Επειδή η Εκκλησία της Ελλάδος, ούσα μέλος της μιας του Χριστού Εκκλησίας, απεσπάσθη από την μητέρα μας την μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν με τρόπον παραβεβιασμένον, και δεν έγεινεν η ανεξαρτησία της κατά την Εκκλησιαστικήν τάξιν και το πρέπον.

Επειδή μετά την τοιαύτην απόσπασιν κατεπατήθησαν τα δικαιώματά της, παρεβιάσθησαν οι ιεροί κανόνες και τα έθιμά της, και τα θεία μυστήριά της προσεβλήθησαν, και με την επέμβασιν... εξουσίας εισήχθησαν νέαι διατάξεις, εναντίαι δι' όλου εις τους ιερούς θεσμούς και τας παραδόσεις τής αγίας εκκλησίας μας.

Επειδή και τα ιερά Μοναστήριά μας κατεστράφησαν, διηρπάγησαν, ερημώθησαν και όσα έμειναν κινδυνεύουν να διαλυθώσιν, οι δε ιεροί ναοί μας εβεβηλώθησαν.

Επειδή το μοναχικόν τάγμα, και όλος ο ιερός μας κλήρος κατεφρονήθη και … κατήντησεν εις την πλέον ελεεινήν και αξιοδάκρυτον κατάστασιν.

Επειδή ως εκ της τοιαύτης καταστάσεως της Εκκλησίας λυπείται όλον το Χριστιανικόν Ορθόδοξον Έθνος, και από ημέραν εις ημέραν προχωρεί η μεγίστη διαφθορά των χριστιανικών ηθών, .. .. ανομήματα τόσα και τοιαύτα, οποία δεν έγειναν ούτε προ της επαναστάσεως ούτε εις αυτήν την επανάστασιν.

Επειδή και οι έξω του κράτους αδελφοί μας, μάς στοχάζονται ότι δι' αυτά κινδυνεύομεν και εις αυτήν ακόμη την Ορθόδοξον Πίστιν των πατέρων και

Επειδή και κατά πάντας τους νόμους Εκκλησιαστικούς τε και πολιτικούς πάσα βιαία πράξις ακυρούται, δια ταύτα προτείνω:

Αον. Όλα τα καταστατικά περί της Εκκλησίας διατάγματα ή νόμων άρθρα όσα προσβάλλουσι και αθετούσι τους αγίους Κανόνες και τας διατάξεις και τας παραδόσεις της Εκκλησίας μας να ακυρωθώσιν.

Βον. Η ανεξαρτησία της Αγίας μας Εκκλησίας να αναγνωρισθή από την μητέρα μας την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν με κοινήν συνέλευσιν σύμπραξιν των Σ. Αρχιερέων μας και των επισημοτέρων Ηγουμένων και Κληρικών των Επαρχιών.

Γον. Να προσκληθή ο Κ. Υπουργός των Εκκλησιαστικών να υποβάλη εις την Συνέλευσιν λεπτομερή έκθεσιν της παρούσης καταστάσεως εν γένει της Εκκλησίας, προς πλειοτέραν πληροφορίαν της Εθνικής Συνελεύσεως.

Εν Αθήναις, τη α΄ Δεκεμβρίου 1843.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παγίδα

  Δεν είναι και λίγες οι φορές που όταν γράφουμε κάτι, δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς τις σκέψεις μας αλλά περισσότερο μας ενδιαφέρει να βρει θε...