Μια βόλτα στα καμπαρέ της Αθήνας, θα μας αποκαλύψει τα μυστικά των ξένων κοριτσιών των «Σαντάν».
«Πόσες ξένες «αρτίστες» μας επισκέπτονται κάθε χρόνο; Πόσες είνε οι ξανθειές, καστανές, μελαχροινές, ρούσσες και … ποικιλόχρωμες γόησσες που ξετρελλαίνουν τους γλεντζέδες της Αθήνας; Αυτό το ερώτημα έχει τεθή πολλές φορές στα χείλη των παντοειδών θαυμαστών της «νυκτερινής διεθνούς των γυναικών».
Αν ζητήσετε πληροφορίες από την αρμοδία κρατική υπηρεσία θα πάρετε την απάντησιν ότι προσεγγίζουν τις διακόσιες τον χρόνο, καμμιά δε φορά τις υπερβαίνουν. Αυτό εξαρτάται από την ζήτησι των νυκτερινών κέντρων η οποία πάλιν ποικίλλει αναλόγως προς την εκάστοτε … οικονομική κρίσι.
Η οικονομική ευχέρεια ή η κρίσις των κατοίκων μιας χώρας μπορεί –λένε οι ειδικοί- να φανή ξεκάθαρα από την ζήτησι των γυναικών του γλεντιού. Αν οι ατζέντες – οι πράκτορες δηλαδή των κάθε είδους «καλλιτεχνίδων»- ζητούν να έλθουν πολλές γόησσες, σημαίνει ότι πάμε περίφημα. Ότι υπάρχουν μ’ άλλα λόγια λεπτά για φάγωμα. Αν πάλι η ζήτησις δεν είνε σοβαρά εις αριθμόν «αρτιστών» τότε αλλοίμονο στη χώρα μας. Η άβυσσος της οικονομικής συντριβής ανοίγεται απειλητική.
Η ζήτησις των αρτιστών γίνεται εις δύο κυρίως περιόδους οπότε υπογράφονται και τα σχετικά κοντράτα-όπως διεθνώς αποκαλούνται τα συμβόλαια. Την άνοιξι για την θερινή σαιζόν και το φθινόπωρο για την χειμερινή. Και ενδιαμέσως όμως εργάζονται οι ατζέντες κυρίως δε όταν τους ζητηθή «μια εξαιρετική εις χάριν και γοητείαν εμφάνισις καλλιτέχνιδος». Αυτό γίνεται εις δύο περιπτώσεις εντελώς αντίθετες: Όταν ένα κέντρο δεν πηγαίνει καλά και όταν «δουλεύει με φούρια» -κατά την σχετική έκφρασι. Στην πρώτη περίπτωσι η πρόσκλησις μιας «περιφήμου καλλιτέχνιδος» γίνεται για τόνωσι του ενδιαφέροντος των γλεντζέδων και στην δευτέρα για να συγκρατηθή η πελατεία η οποία πάντα θέλει κάτι το καινούργιο…
Αν θελήσετε να μάθετε από ποια μέρη της υφηλίου προέρχονται οι γόησσες των νυκτερινών κέντρων ασφαλώς θα νομίσετε ότι διδάσκεσθε παγκόσμια γεωγραφία. Υπερήφανες Εγγλέζες, χαριτωμένες Γαλλίδες, τσαχπίνες Ουγγαρέζες, γλυκύτατες Βιεννέζες, λάγνες Ισπανίδες, ευγενικές Γερμανίδες, φλογερές αραπίνες, μελαγχολικές Ανατολίτισσες και θερμές –παρά την ψυχρότητα του κλίματος της πατρίδος των- Σκανδιναυές, αποτελούν την Βαβυλωνία των φυλών, που προσφέρουν το κέφι αρκεί να τους προσφερθή μια σαμπάνια, ένα κοκτέϊλ, ένα ουϊσκυ…
Για την συγκέντρωσι όλων αυτών των γυναικών υπάρχουν εκτός από τους κατά τόπους ατζέντες και διεθνή πρακτορεία, τα οποία είνε έτοιμα σε κάθε στιγμή να στείλουν οιανδήποτε ποσότητα και οιασδήποτε ποιότητος αρτίστες. Ένα ολιγόλογο τηλεγράφημα αρκεί: «Χρειαζόμαστε ένα καλό μπαλλέτο με τρεις ξανθές και τρεις μελαχροινές χορεύτριες. Επίσης μια ντιζέζ». Αυτό είνε. Σε λίγες ημέρες οι γόησσες θάχουν καταπλεύσει δια να σκορπίσουν το κέφι και τον έρωτα.
Είπαμε οτι παραγγέλλονται παντός είδους, ποιότητος, εθνικότητος και φυλής «καλλιτέχνηδες». Ανάλογη όμως με τις ικανότητές των ως «αρτιστών» είνε και η πληρωμή των από τα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως. Υπάρχουν αρτίστες που πληρώνονται αληθινά ηγεμονικά και υπάρχουν άλλες –που δεν έχουν γίνει ακόμη «Διεθνούς φήμης»- που εργάζονται μονάχα για να ζήσουν.
Από αθηναϊκά καμπαρέ έχουν υπογραφή ως τώρα συμβόλαια που περιλαμβάνουν απίθανα πράγματι ποσά… Φαντασθήτε μόνον ότι προ καιρού είχεν έλθει μια «καλλιτέχνις» η οποία για κάθε της εμφάνισι επληρώνετο είκοσι ολόκληρες χιλιάδες δραχμές. Εννοείται ότι τα έξοδα βγαίνουν μαζί δε μ’ αυτά και τα σχετικά κέρδη.
Εκτός όμως των τιμολογίων της καλλιτεχνικής αξίας, υπάρχουν και άλλα τιμολόγια, αλλ’ αυτά αφορούν τις ιδιαίτερες κλίσεις και προτιμήσεις της αρτίστας. Τα τιμολόγια Νο 2 δεν είνε ποτέ σταθερά…
Αν κατορθώση κανείς να κάνη μια στατιστική του πόσο κοστίζουν στην Ελλάδα οι ξένες αρτίστες μόνον τα ποσά των συμβολαίων προκαλούν ίλιγγο. Αλλά και αυτά είνε μηδαμινά εμπρός σε εκείνα που πληρώνονται «τοις μετρητοίς»… Τα δεύτερα αυτά είνε ικανά να ενσπείρουν και τον τρόμο σε κάθε «καλό και αγαθό άνθρωπο». Κάθε χαμόγελο, κάθε λέξι, κάθε φιλοφρόνημα, πληρώνονται από τους ευτυχείς γλεντζέδες εις χρυσόν.
Η γοητευτική «καλλιτέχνις» που θα πάη να καθήση σε μια παρεά τζέντλεμαν δεν έχει ανάγκη να τους ρωτήση και πολύ-πολύ αν προτίθενται να της προσφέρουν κάτι:
-Μια σαμπάνια, διατάσσει η ίδια στο γκαρσόνι.
Και φυσικά για να παραταθή η «ευτυχία» της συντροφιάς της είνε ανάγκη να παραταθούν και οι αφίξεις του αφρώδους υγρού. Όταν τελειώσουν οι παραγγελίες –αναλόγως της οικονομικής αντοχής των τζέντλεμαν- τελειώνει και η «ευτυχία».
-Μια γυναίκα διεπίστωσεν ένας παρατηρητής κατώρθωσε «να πιή» σε μια νύχτα 65 σαμπάνιες.
Πόσο κοστίζουν οι 65 σαμπάνιες; Ο Θεός και η ψυχή του ιδιοκτήτου του κέντρου το ξέρουν: Μια περιουσία ολόκληρη… Και αυτό μεν όταν το κέφι δεν είνε εξαιρετικό. Στην εναντία περίπτωσι –όταν αποφασίση κανείς «να το ρίξη έξω»- πάει κυριολεκτικώς χαμένος. Αλλά εκείνοι που θα το «ρίξουν έξω» έχουν και την ανάλογη αντοχή και γνωρίζουν τις σχετικές συνέπειες. Γι’ αυτούς λίγες ή πολλές χιλιάδες δραχμές δεν έχουν καμμιά σημασία. Το χρήμα πρέπει να κυκλοφορή…
Είνε ή δεν είνε λυπημένες ή χαρούμενς οι καλλιτέχνιδες πρέπει οπωσδήποτε νάχουν κέφι. Αυτό απαιτεί το επάγγελμα: Γέλοιο, τραγούδι, επίπλαστη χαρά και συστηματική αρπαγή του περιεχομένου των πορτοφολιών.
Στον κόσμο όμως αυτόν όλα τα πράγματα εξευτελίζονται. Συνεπώς δε και οι καλλιτεχνικές «αξίες». Ωρισμένες βέβαια από τις μεγάλες ντίβες θα απέλθουν της Ελλάδος άμα λήξη το συμβόλαιό τους. Άλλες όμως –κι’ αυτές είνε οι πιο πολλές- ακολουθούν τον μοιραίο δρόμο. Από το σουπεραριστοκρατικό καμπαρέ θα αγκαζαρισθούν στο της δευτέρας τάξεως, μετά στο της τρίτης και τέλος στο της τελευταίας. Και πάλιν όμως ο κατήφορος δεν σταματά εδώ. Εκτός απ’ την πρωτεύουσα υπάρχουν κι’ οι επαρχίες. Τα καμπαρέ της Θεσσαλονίκης, της Καλαμάτας, των Πατρών και του … Μεσολογγίου θα γνωρίσουν με την σειρά τους τις γοητευτικές γυναίκες που αποτελούν την καλλιτεχνική Βαβυλωνία των φυλών. Έτσι είνε ο κόσμος…
Τώρα θα προβληθή κι’ ένα ακόμα ερώτημα: Πόσος τζίρος γίνεται κάθε χρόνο χάρις στις ξένες καλλιτέχνιδες; Προσέξτε μη λιποθυμήσετε: σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδων δραχμών που καμμιά φορά συμποσούνται σε όχι και λίγα εκατομμύρια!
-Η Ατήνα ξέρει γλεντάει. Διεπίστωσε μια γνωστή βεντέττα».
«Νέον Φως», 1936
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου