Συνέντευξη του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Κλωντ Μισεά
Η Επιτροπή Όργουελ εξέδωσε πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο «Καλώς ήρθατε στον χειρότερο κόσμο», όπου μιλά για τον θρίαμβο του ήπιου ολοκληρωτισμού που αναφέρεται στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του Χάξλεϊ και το «1984» του Τζωρτζ Όργουελ. Υπάρχει, άραγε, κάτι το ολοκληρωτικό ή δυνητικά ολοκληρωτικό στη δική μας εποχή;
Ο Μουσολίνι έβλεπε στον «ολοκληρωτισμό» (είναι ένας από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τον όρο) τον τρόπο να ελέγχεται η καθημερινή ύπαρξη των ατόμων «από την κούνια μέχρι τον τάφο». Πρόκειται όμως γι’ αυτό που βλέπουμε σήμερα να επιτυγχάνει –στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», της «ευελιξίας», της «ανάπτυξης» και της ανάγκης να «προσαρμοστούν οι νοοτροπίες στον σύγχρονο κόσμο»– η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία. Με τη μόνη διαφορά, είναι αλήθεια, ότι αυτή η τελευταία ασκεί ουσιαστικά τον «ολοκληρωτικό» της έλεγχο μέσα από τους ανώνυμους και απρόσωπους μηχανισμούς της συσσώρευσης του κεφαλαίου, και όχι πλέον, όπως κάτω από τον σταλινισμό και τον φασισμό, χρησιμοποιώντας προνομιακά το ορατό χέρι του κράτους (εξ ου και η ψευδαίσθηση, ευρέως διαδεδομένη σήμερα, ότι οποιαδήποτε μορφή προσωπικής εξάρτησης θα έχει οριστικά εξαλειφθεί από τον φιλελεύθερο κόσμο και ότι οι διάφορες «επιλογές» μας είναι απολύτως δική μας ατομική ευθύνη). Από αυτή την άποψη, το μέλλον που μας επιφυλάσσει ο καπιταλισμός της Σίλικον Βάλεϊ είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Πρόκειται όντως για έναν κόσμο μέσα στον οποίο ο «διασυνδεδεμένος» άνθρωπος –φορτωμένος με προθέσεις, ηλεκτρονικά τσιπ, οθόνες και άλλους «δέκτες»– θα μπορούσε, σε κάθε στιγμή της ζωής του να δέχεται υποδείξεις ως προς τη «λογική» συμπεριφορά που πρέπει να υιοθετήσει, είτε πρόκειται για τη «διαχείριση» της υγείας του, τη συναισθηματική του ζωή είτε, τέλος, για το ψυγείο του.
Αν προσθέσουμε ότι η πολιτική των φιλελεύθερων κυβερνήσεων, αριστερών ή δεξιών, εξαρτάται πλέον πολύ περισσότερο από την «εμπιστοσύνη» των διεθνών πιστωτών τους παρά από τα συμφέροντα εκείνων που τους έχουν εκλέξει, μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτές οι κυβερνήσεις μπαίνουν όλο και περισσότερο στον πειρασμό να αντιμετωπίζουν ακόμα και τα τελευταία απομεινάρια της λαϊκής κυριαρχίας –καθώς και τις ελευθερίες που αυτά εξακολουθούν να προϋποθέτουν– ως το κύριο εμπόδιο στην «εκπολιτιστική» αποστολή τους («δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή έναντι των ευρωπαϊκών συνθηκών», παραδέχθηκε πρόσφατα ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ). Από αυτήν την άποψη, λοιπόν, μπαίνουμε για τα καλά σε μια «μετα-δημοκρατική» εποχή όπου η απατηλή ελευθερία του αλλοτριωμένου καταναλωτή (δηλ. η δυνατότητα να επιλέγει σε ποιο είδος διαφημιστικής προπαγάνδας θα πρέπει να υπακούει) θα βρει το αληθινό καθημερινό συμπλήρωμά της σε μια διαρκώς αυξανόμενη εξάρτηση των ατομικοποιημένων ανθρώπων από την τυφλή δυναμική της παγκόσμιας «ανάπτυξης». Η σταθερή υποχώρηση, εδώ και τριάντα χρόνια, της ελευθερίας της έκφρασης και του δημοκρατικού διαλόγου (και εδώ, το βιβλίο του Αντρέ Περέν (1) παρέχει αδιάσειστες αποδείξεις) βρίσκει εδώ αναμφίβολα τον πιο θεμελιώδη λόγο ύπαρξής της.
Αν προσθέσουμε ότι η πολιτική των φιλελεύθερων κυβερνήσεων, αριστερών ή δεξιών, εξαρτάται πλέον πολύ περισσότερο από την «εμπιστοσύνη» των διεθνών πιστωτών τους παρά από τα συμφέροντα εκείνων που τους έχουν εκλέξει, μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτές οι κυβερνήσεις μπαίνουν όλο και περισσότερο στον πειρασμό να αντιμετωπίζουν ακόμα και τα τελευταία απομεινάρια της λαϊκής κυριαρχίας –καθώς και τις ελευθερίες που αυτά εξακολουθούν να προϋποθέτουν– ως το κύριο εμπόδιο στην «εκπολιτιστική» αποστολή τους («δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή έναντι των ευρωπαϊκών συνθηκών», παραδέχθηκε πρόσφατα ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ). Από αυτήν την άποψη, λοιπόν, μπαίνουμε για τα καλά σε μια «μετα-δημοκρατική» εποχή όπου η απατηλή ελευθερία του αλλοτριωμένου καταναλωτή (δηλ. η δυνατότητα να επιλέγει σε ποιο είδος διαφημιστικής προπαγάνδας θα πρέπει να υπακούει) θα βρει το αληθινό καθημερινό συμπλήρωμά της σε μια διαρκώς αυξανόμενη εξάρτηση των ατομικοποιημένων ανθρώπων από την τυφλή δυναμική της παγκόσμιας «ανάπτυξης». Η σταθερή υποχώρηση, εδώ και τριάντα χρόνια, της ελευθερίας της έκφρασης και του δημοκρατικού διαλόγου (και εδώ, το βιβλίο του Αντρέ Περέν (1) παρέχει αδιάσειστες αποδείξεις) βρίσκει εδώ αναμφίβολα τον πιο θεμελιώδη λόγο ύπαρξής της.
Με άλλα λόγια –όπως ο Όργουελ είχε ήδη τονίσει στην κριτική του για τις ιδέες του «καθηγητή Χάγιεκ»–, είναι πράγματι εγγενής στη φιλελεύθερη ιδεολογία, από το ίδιο το γεγονός της καταγωγικής της «αξιολογικής ουδετερότητας», από το ότι οφείλει σταδιακά να επιστρέφει στο αντίθετό της και να δημιουργεί, μακροπρόθεσμα, έναν κόσμο που σίγουρα θα είχε τρομάξει τους ιδρυτές της. Αλλά, habent sua fata libelli (2)!
Ο Τζωρτζ Όργουελ μιλούσε για το γεγονός ότι η αγγλική γλώσσα ήταν απλή και επομένως ήταν εύκολο να την μιλήσει κανείς άσχημα. Συμμερίζεστε τον αγώνα του γλωσσολόγου Κλωντ Αζέζ υπέρ της ποικιλομορφίας των γλωσσών, εναντίον των αγγλικών που αποτελούν το όχημα μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας;
Το γεγονός ότι ο Εμμανουέλ Μακρόν επέλεξε πρόσφατα να απευθυνθεί στους Γερμανούς βουλευτές στα αγγλικά, αποτελεί σίγουρα μια ιδιαίτερα σουρεαλιστική επιβεβαίωση της ανάλυσης του Κλωντ Αζέζ (3)! Αλλά αυτό συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, την αναπόφευκτη συνέπεια των φιλελεύθερων δογμάτων. Πράγματι, όπως υπενθυμίζουν οι Pierre Bitoun και Yves Dupont (το δοκίμιό τους, Η θυσία των αγροτών, είναι αξιοσημείωτο (4), η συνεχής ανάπτυξη του καπιταλισμού προϋποθέτει «εργαζόμενους “ελεύθερους”, αποκομμένους από κάθε κοινωνικό δεσμό, κινητοποιήσιμους ανά πάσα στιγμή και αποδεχόμενους να εκπαιδεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους προκειμένου να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της αγοράς». Η γλωσσική ομοιογενοποίηση του πλανήτη δεν αντιπροσωπεύει, από αυτή την άποψη, παρά μόνο μία πτυχή μεταξύ άλλων της εμπορικής και νομικής ομοιογενοποίησης του κόσμου. Και πάλι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα «αγγλικά» που προορίζονται έτσι –ως ιδεώδες ενός κόσμου πλήρως «σιλικονοποιημένου»– να αντικαταστήσουν όλες τις άλλες εθνικές γλώσσες δεν είναι, προφανώς, η γλώσσα ενός Τσέστερτον, ενός Μελβίλ ή μιας Βιρτζίνια Γουλφ. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για αγγλικά των επιχειρήσεων –ή, αν προτιμάτε, για globish (5)– σίγουρα ακατάλληλα να εκφράσουν ένα έστω και ελάχιστα σύνθετο ανθρώπινο συναίσθημα αλλά, αντίθετα, περισσότερο από αρκετά για να εκφράσουν απλουστευμένες ενέργειες και υποτυπώδεις ανθρώπινες σχέσεις (αυτό που ο Καρλάιλ και ο Μαρξ ονόμαζαν cash nexus (6) που πρέπει να αντιστοιχούν σε μια αναπτυγμένη «πολυπολιτισμική» φιλελεύθερη κοινωνία. Εξυπακούεται ότι, αυτή η διεθνής γλώσσα της αγοράς (πολύ διαφορετική σε σχέση με το ανθρωπιστικό έργο που υποστήριζε πάντα η εσπεράντο) παρουσιάζει επίσης ένα άμεσο πολιτικό πλεονέκτημα.
Όποιος έχει διαβάσει το παράρτημα του 1984, αφιερωμένο στη «νεογλώσσα», γνωρίζει, όντως, ότι όσο περισσότερο μια γλώσσα φτωχαίνει συστηματικά (τόσο ο πλούτος των λέξεων, όσο και το συντακτικό της), τόσο λιγότερο επιτρέπει σε αυτούς που την ομιλούν να διαμορφώσουν μια κριτική άποψη, συνεκτική και απελευθερωτική, για τη ζωή που τους επιβάλλεται (η οργή και η τυφλή βία –«ο κόσμος του μίσους και των συνθημάτων» έγραφε ο Όργουελ– εμφανίζεται έτσι σαν το πιο φυσικό υποκατάστατο του απωλεσθέντος γλωσσικού πλούτου). Αυτό εξηγεί, μεταξύ άλλων, τη σταθερή πολιτική όλων, από τον Claude Allègre έως την Najat Vallaud-Belkacem (7), που αποσκοπεί στο να αδειάσει σταδιακά τη γαλλική γλώσσα από όλη την κριτική και ποιητική της δύναμη, με το ψευδές «παιδαγωγικό» πρόσχημα της «απλοποίησης» της εκμάθησης για τις λαϊκές τάξεις (και όμως, ο Προυντόν υποστήριζε ότι «η ποίηση είναι το ιδεώδες της γλώσσας»). Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η Μπελκασέμ ανήκει –όπως ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Λοράν Ζοφρέν, ο Αλαίν Μινκ ή ο Ερίκ Φασέν– στον πολύ κλειστό κύκλο των Νέων Ηγετών, αυτού του Γαλλο-αμερικανικού Ιδρύματος, επιφορτισμένου από το 1976 να ενθαρρύνει στη Γαλλία οτιδήποτε μπορεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να εξυπηρετήσει τα οικονομικά και πολιτιστικά συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι «ειδικοί» μας «επιστήμονες» της εκπαίδευσης παρουσίασαν κάποια στιγμή τα συνθήματα των διαφημίσεων ως μαθησιακή υποστήριξη της γαλλικής γλώσσας πολύ πιο κατάλληλη από τα έργα της μεγάλης κλασικής λογοτεχνίας, αποκαλύπτει πολλά για τον πραγματικό στόχο μιας τέτοιας πολιτικής!
Το γεγονός ότι ο Εμμανουέλ Μακρόν επέλεξε πρόσφατα να απευθυνθεί στους Γερμανούς βουλευτές στα αγγλικά, αποτελεί σίγουρα μια ιδιαίτερα σουρεαλιστική επιβεβαίωση της ανάλυσης του Κλωντ Αζέζ (3)! Αλλά αυτό συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, την αναπόφευκτη συνέπεια των φιλελεύθερων δογμάτων. Πράγματι, όπως υπενθυμίζουν οι Pierre Bitoun και Yves Dupont (το δοκίμιό τους, Η θυσία των αγροτών, είναι αξιοσημείωτο (4), η συνεχής ανάπτυξη του καπιταλισμού προϋποθέτει «εργαζόμενους “ελεύθερους”, αποκομμένους από κάθε κοινωνικό δεσμό, κινητοποιήσιμους ανά πάσα στιγμή και αποδεχόμενους να εκπαιδεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους προκειμένου να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της αγοράς». Η γλωσσική ομοιογενοποίηση του πλανήτη δεν αντιπροσωπεύει, από αυτή την άποψη, παρά μόνο μία πτυχή μεταξύ άλλων της εμπορικής και νομικής ομοιογενοποίησης του κόσμου. Και πάλι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα «αγγλικά» που προορίζονται έτσι –ως ιδεώδες ενός κόσμου πλήρως «σιλικονοποιημένου»– να αντικαταστήσουν όλες τις άλλες εθνικές γλώσσες δεν είναι, προφανώς, η γλώσσα ενός Τσέστερτον, ενός Μελβίλ ή μιας Βιρτζίνια Γουλφ. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για αγγλικά των επιχειρήσεων –ή, αν προτιμάτε, για globish (5)– σίγουρα ακατάλληλα να εκφράσουν ένα έστω και ελάχιστα σύνθετο ανθρώπινο συναίσθημα αλλά, αντίθετα, περισσότερο από αρκετά για να εκφράσουν απλουστευμένες ενέργειες και υποτυπώδεις ανθρώπινες σχέσεις (αυτό που ο Καρλάιλ και ο Μαρξ ονόμαζαν cash nexus (6) που πρέπει να αντιστοιχούν σε μια αναπτυγμένη «πολυπολιτισμική» φιλελεύθερη κοινωνία. Εξυπακούεται ότι, αυτή η διεθνής γλώσσα της αγοράς (πολύ διαφορετική σε σχέση με το ανθρωπιστικό έργο που υποστήριζε πάντα η εσπεράντο) παρουσιάζει επίσης ένα άμεσο πολιτικό πλεονέκτημα.
Όποιος έχει διαβάσει το παράρτημα του 1984, αφιερωμένο στη «νεογλώσσα», γνωρίζει, όντως, ότι όσο περισσότερο μια γλώσσα φτωχαίνει συστηματικά (τόσο ο πλούτος των λέξεων, όσο και το συντακτικό της), τόσο λιγότερο επιτρέπει σε αυτούς που την ομιλούν να διαμορφώσουν μια κριτική άποψη, συνεκτική και απελευθερωτική, για τη ζωή που τους επιβάλλεται (η οργή και η τυφλή βία –«ο κόσμος του μίσους και των συνθημάτων» έγραφε ο Όργουελ– εμφανίζεται έτσι σαν το πιο φυσικό υποκατάστατο του απωλεσθέντος γλωσσικού πλούτου). Αυτό εξηγεί, μεταξύ άλλων, τη σταθερή πολιτική όλων, από τον Claude Allègre έως την Najat Vallaud-Belkacem (7), που αποσκοπεί στο να αδειάσει σταδιακά τη γαλλική γλώσσα από όλη την κριτική και ποιητική της δύναμη, με το ψευδές «παιδαγωγικό» πρόσχημα της «απλοποίησης» της εκμάθησης για τις λαϊκές τάξεις (και όμως, ο Προυντόν υποστήριζε ότι «η ποίηση είναι το ιδεώδες της γλώσσας»). Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η Μπελκασέμ ανήκει –όπως ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Λοράν Ζοφρέν, ο Αλαίν Μινκ ή ο Ερίκ Φασέν– στον πολύ κλειστό κύκλο των Νέων Ηγετών, αυτού του Γαλλο-αμερικανικού Ιδρύματος, επιφορτισμένου από το 1976 να ενθαρρύνει στη Γαλλία οτιδήποτε μπορεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να εξυπηρετήσει τα οικονομικά και πολιτιστικά συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι «ειδικοί» μας «επιστήμονες» της εκπαίδευσης παρουσίασαν κάποια στιγμή τα συνθήματα των διαφημίσεων ως μαθησιακή υποστήριξη της γαλλικής γλώσσας πολύ πιο κατάλληλη από τα έργα της μεγάλης κλασικής λογοτεχνίας, αποκαλύπτει πολλά για τον πραγματικό στόχο μιας τέτοιας πολιτικής!
Μετάφραση:Χριστίνα Σταματοπούλου 1.André Perrin: Scènes de la vie intellectuelle en France: L’intimidation contre le débat 2016 (σ.τ.μ.).
2.Από τη λατινική έκφραση του Τερεντιανού: pro captu lectoris habent sua fata libelli, που σημαίνει: από τις ικανότητες των αναγνωστών εξαρτάται το μέλλον, η τύχη, ενός βιβλίου (σ.τ.μ.).
3.Claude Agège: Γάλλος γλωσσολόγος που υπεραμύνεται στα βιβλία του για την ποικιλομορφία των γλωσσών (σ.τ.μ.)
4.Pierre Bitoun et Yves Dupont, Le Sacrifice des paysans, Une catastrophe sociale et anthropologique, 2016 (σ.τ.μ.).
5.Λογοπαίγνιο που συνθέτει τις λέξεις globalization kai franglish, το αντίστοιχο του greeklish στη Γαλλία (σ.τ.μ.).
6.cash nexus: περιορισμός των διαπροσωπικών σχέσεων στις οικονομικές συναλλαγές (σ.τ.μ.).
7.
Claude Allègre, Najat Vallaud-Belkacem: Γάλλοι υπουργοί Παιδείας. Ο πρώτος επί κυβερνήσεως Ζοσπέν (1997) και η δεύτερη επί Ολάντ (2014), σ.τ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου