Τα πιο παλιά χρόνια στην ορεινή Ναυπακτία οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα από την κτηνοτροφία.Έπαιρναν τα κοπάδια τους και τα οδηγούσαν στις πλαγιές των γύρω βουνών,δίνοντας ζωή στις κορφές και τα δάση της περιοχής.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.Οι τσοπάνηδες φώναζαν τα πρόβατά τους και τα κατσίκια τους,τα σκυλιά γάβγιζαν,τα ζώα με τα βελάσματά τους χαλούσαν τον κόσμο ενώ όλο το ηχητικό τοπίο χρωμάτιζαν οι ήχοι των κουδουνιών.
Όλα κύλαγαν ως συνήθως και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θ'ακολουθούσε.Ένας τσοπάνης φώναξε στο θειό του που φύλαγε το κοπάδι του στην απέναντι πλαγιά:"Μπάρμπα,έρχονται εδώ κοπελιές από κανά χωριό;".
"Χάζεψες",απάντησε ο θείος στον τσοπάνη,"τι να κάνουν εδώ πάνω οι γυναίκες;".
"Αυτές έχουν στήσει χορό για τα καλά",συνέχισε ο τσοπάνης,"πάω να δω από πούθε είναι".
Ένας τρίτος που άκουγε από λίγο πιο μακριά τη κουβέντα επενεβη:"Γυναίκες αποκλείεται να χορεύουν εδώ πέρα,το νου σου μήπως είναι τίποτα νεράιδες και σου πάρουν τη φωνή και τα μυαλά".
"Άντε μωρέ με τις βλακείες σας με τα στοιχειά,πάω να χαιρετίσω".
Πράγματι πλησίασε το χορό και είδε τις κοπελιές.Πανέμορφες και λυγερόκορμες ,στα λευκά ντυμένες με ύφασμα που λες το ύφαναν χιλιάδες αράχνες με το πιο ακριβό μετάξι.Όπως έπεφτε ο ήλιος πάνω τους τα πέπλα τους λαμπύριζαν στήνοντας ένα ατέλειωτο παιχνίδι με τις ηλιαχτίδες."Γεια σας κοπελιές",πρόλαβε να φωνάξει πριν ξεκολλήσει στιγμιαία το,μαγεμένο από την ομορφιά τους,βλέμμα του και προσέξει κάτι που του έκοψε την ανάσα.Οι κοπέλες χόρευαν χωρίς να πατούν τα πόδια τους στο έδαφος.
Με τον χαιρετισμό του ο χορός έπαψε.Η πρώτη του χορού γύρισε και τον κοίταξε με βλοσυρή ματιά.Άνοιξε το στόμα της και μια ανατριχιαστική στριγκιά έδωσε το σήμα στις υπόλοιπες.Όλες τους χίμηξαν στον άτυχο νεαρό χτυπώντας τον και φωνάζοντάς του με φωνές που μόνο αυτός μπορούσε να ακούσει και τον τρέλαιναν.Γιατί αυτί θνητού δεν αντέχει ν'ακούσει των νεράιδων το τραγούδι.
Από τα απέναντι βοσκοτόπια οι άλλοι δύο έβλεπαν τον νεαρό να παλεύει με τον αέρα και να οδηγείται προς ένα γκρεμό.Ο θείος του και ο φίλος του έτρεξαν να βοηθήσουν.Πρώτος έφτασε ο θείος που βρισκόταν κοντύτερα και αν και μεγαλύτερος σε ηλικία η αντοχή και η δύναμή του ήταν ασυναγώνιστες.Άρπαξε τον ανεψιό του αλλά σύντομα κατάλαβε ότι κάτι άλλο,δυνατότερο έσπρωχνε πια και τους δυο στο γκρεμό.Τελευταία στιγμή έφτασε κι ο τρίτος βοσκός και κατάφεραν έτσι να κρατήσουν τον νεραϊδοπαρμένο πριν τους γκρεμίσει από το βράχο όλους.
Μόλις τον περιόρισαν είδαν το σώμα του γεμάτο χτυπήματα ενώ νέοι μώλωπες εμφανίζονταν πάνω στο νεαρό."Να τον πάμε εδώ κοντά στο ξωκκλήσι και να φωνάξουμε τον παπά",είπε ο άλλος νεαρός."Ναι",απάντησε ο θείος,"θα τον προσέχω εγώ,εσύ που είσαι πιο γρήγορος,τρέχα στο χωριό να φωνάξεις τον παπά".
Μετά από λίγη ώρα έφτασε ο παπάς και βρήκε τον νεαρό δεμένο στο δάπεδο της εκκλησιάς να φωνάζει:"Παρ΄τε τες από πάνω μου!Σταματήστε τες!Με δέρνουν και μου ουρλιάζουν"!Οι μώλωπες πια γίνανε πληγές."Νεράιδες",είπε ο παπάς,"θα δυσκολευτούμε πολύ".Έβγαλε ένα παλιό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει ευχές κι εξορκισμούς.Όσο τις διάβαζε οι νεράιδες σταμάτησαν να χτυπούν τον βοσκό αλλά αυτός τις άκουγε και τις έβλεπε να χορεύουν έξω πια από το εκκλησάκι.
Σαράντα μέρες κράτησε η ιστορία.Οι νεράιδες μέχρι και τη τελευταία μέρα δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι με τις φωνές τους.Δεν μπορούσαν να τον αγγίξουν αλλά επέμεναν να προσπαθούν να τον τρελάνουν.Με τη συμπλήρωση της τεσσαρακοστής ημέρας όμως οι λάμιες εξαφανίστηκαν.Λίγα σημάδια και η μεγάλη κόπωση είχαν απομείνει να θυμίζουν την περιπέτεια που πέρασε ο νεαρός.
Ήταν πράγματι νεράιδες ή κάποιο είδος δαιμονίων που στοίχειωσαν τον άτυχο τσοπάνη;Ήταν τρέλα της στιγμής;Κάποια αρρώστια ή πυρετός που δημιουργούσε παραισθήσεις;Ποιος ξέρει;Αν πάντως βρεθείτε σε ποτάμι ή πηγή ή και λαγκάδι,μεσάνυχτα ή μεσημέρι,και δείτε όμορφες νέες,λευκοντυμένες να χορεύουν,μην κοντοσταθείτε και μη χαιρετήσετε.Για κανένα λόγο μη θελήσετε να μπείτε στων νεράιδων τον χορό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου